Η συζήτηση στην Ευρώπη μοιάζει με προετοιμασία για ανθρωπιστική και όχι απλώς οικονομική κρίση. Στις 7 Ιουνίου, στις Βρυξέλλες, συζητήθηκε εκτενώς η δυνατότητα των κρατών-μελών της ζώνης Σένγκεν να επανακτούν τον έλεγχο των συνόρων τους, κατά παράβαση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας. Η Επιτροπή επέμενε ότι το προηγούμενο της Δανίας πρέπει να θεωρείται παράβαση και κάθε ανάλογη απόφαση να μπορεί να αναληφθεί μόνο συλλογικά. Τα κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία, αντέδρασαν αρνητικά. Και το ερώτημα είναι εάν η πρώτη σκέψη των ηγετών που ήθελαν επανάκτηση του ελέγχου των συνόρων τους αφορούσε δυνητικές κρίσεις σε μια τρίτη χώρα, ή σε άλλα κράτη μέλη. Σε κάθε περίπτωση, η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, τελεί υπό εθνική αίρεση. Το ίδιο και αυτό που λέμε «κοινοτικό κεκτημένο».
Στον επόμενο τόνο, η δυνητικά πιθανή, πλέον, διάλυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, θέτει de facto το ερώτημα εάν μπορεί να συνεχιστεί η ελεύθερη διακίνηση προϊόντων και υπηρεσιών. “Schnell, frau Merkel” προτρέπει η ιταλική εφημερίδα 24 Ore. Ο χρόνος τελειώνει, επισημαίνει ο κ. Σόρος και επιβεβαιώνει η κ. Λαγκάρντ.
Το ερώτημα ήταν και είναι πολιτικό: μπορεί η Ευρώπη να ενωθεί πριν διαλυθεί; Το πώς η Ευρώπη μπορεί να ενοποιηθεί, ή, τουλάχιστον, να κερδίσει το χρόνο και να βάλει τα θεμέλια της ενοποίησής της, είναι σαφές. Πρέπει να υπάρξει ένας πανευρωπαϊκός μηχανισμός εγγύησης των καταθέσεων, απευθείας πρόσβαση των τραπεζών στο Μηχανισμό Σταθερότητας και ένα είδος ευρωπαϊκής εγγύησης του δημόσιου χρέους, που θα βασίζεται σε ένα υβριδικό μείγμα κόστους δανεισμού (ευρωπαϊκού και εθνικού). Μια κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση αύριο, θα σήμαινε άνοδο του Ευρώ και πτώση του κόστους δανεισμού της περιφέρειας μεθαύριο. Αλλά ο πολιτικός χρόνος που πάντα απαιτούσε η Ευρώπη, δεν ήταν ποτέ συγχρονισμένος με τη χρονική ταχύτητα των εξελίξεων στις αγορές. Και αφού η πολιτική έχει χάσει τον έλεγχο των αγορών, το πρόβλημα το έχουν οι πολιτικοί.
Πόσο μας πιέζει ο χρόνος των αγορών; Καταρχήν φαίνεται ότι η Ισπανία διασώζει τον τραπεζικό της τομέα, χωρίς τους επαχθείς όρους που επιβάλλονται στην υπόλοιπη περιφέρεια. Υποτίθεται ότι δε ζητά διάσωση η Ισπανία, αλλά το Ισπανικό Ταμείο Τραπεζικής Αναδιάρθρωσης. Υποτίθεται ότι δε διασώζεται η χώρα, αλλά αποκλειστικά οι τράπεζες. Στο μεταξύ, το κράτος εξακολουθεί να δανείζεται από τις αγορές. Τη Δευτέρα, μετά την κυριακάτικη προσφυγή της Ισπανίας, τόσο η Ιρλανδία όσο και η Πορτογαλία, ζητούσαν ανάλογη μεταχείριση. Άλλωστε, μπορεί η Ισπανία να ακολούθησε «εθελοντικό μνημόνιο», αλλά το πραγματικό είναι πάντα χειρότερο από το εθελοντικό. Σε κάθε περίπτωση, ας περιμένουμε να δούμε πόσο καλό είναι το «μη-μνημόνιο» της Ισπανίας και εάν η κυβέρνηση μπορεί να επιβιώσει χωρίς δάνεια όσο διασώζεται το τραπεζικό της σύστημα. Γιατί μπορεί τελικά, αντί να δούμε μια ισπανική μη-διάσωση, να βρεθούμε ενώπιον μιας διάσωσης σε δύο πράξεις. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί κανείς να κερδίσει λίγο χρόνο από τις αγορές, αλλά όχι αρκετό ώστε να αποφύγει το επιτακτικό πολιτικό ερώτημα: ένωση ή αποσάθρωση;
Όπως επισημαίνει σε κεντρικό άρθρο της η El Pais, όλα αυτά μοιάζουν με το ρητό του Groucho Marx «αυτές είναι οι αρχές μου και εάν δε σας αρέσουν έχω άλλες». Η συζήτηση έως τώρα για τη Γερμανία, περιστρεφόταν γύρω από τον «ηθικό κίνδυνο» της διάσωσης ενός κράτους, μια κατεύθυνση που θα οδηγούσε στο να «χαλαρώσουν» τα κράτη και να επωμιστεί ο σκληρά εργαζόμενος Γερμανός το κόστος των ακόλαστων ορέξεων των νοτίων κυβερνήσεων. Κάποιοι ακόμα υποστηρίζουν αυτήν την αφήγηση, που είναι ακόμα πλειοψηφική στη Γερμανία. Και φυσικά, η Ελλάδα είναι πάντα μια «ιδιαίτερη περίπτωση» σε αυτή την αφήγηση. Υπό αυτό το πρίσμα, τα πράγματα βάζει στη θέση τους η πορτογαλική οικονομική εφημερίδα Jornal de Negocios, θέτοντας το ερώτημα πόσο διαφέρει η Ελλάδα από την Ισπανία:
«Στην Ισπανία, το κακό προέρχεται από την αιμομικτική σχέση μεταξύ των ταμιευτηρίων και τοπικών πολιτικών συμφερόντων, σε συνδυασμό με μια φούσκα του κατασκευαστικού κλάδου, από την οποία όλοι επωφελήθηκαν: οι τράπεζες από τα δάνεια, ο κατασκευαστικός κλάδος από την έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας, ο κλάδος της κτηματαγοράς από τις αγοραπωλησίες, το κράτος από τους φόρους, τα κόμματα – όλοι ξέρουμε πώς – και οι κυβερνήσεις από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης».
Σας θυμίζει κάτι αυτή η απάντηση; Δε ζούμε σε έναν κόσμο καλών και κακών, ηθικών και ανήθικων στοιχείων. Όμως, η γερμανική ηγεσία – τουλάχιστον έως το 2013 – δεν μπορεί απλώς να αλλάξει πολιτική ρότα χωρίς να παραδεχτεί ότι η πορεία ήταν λανθασμένη, γεγονός που θα συνιστούσε πολιτικό αυτοχειριασμό. Κάτι τέτοιο λοιπόν δε θα συμβεί. Και μπορεί συνολικά αυτό να μη μας φαίνεται «λογικό», αλλά το ζήτημα είναι ότι στην πολιτική δεν υπάρχει «το σύστημα», υπάρχουν απλώς «πολιτικοί ρόλοι», ο καθένας με τη δική του λογική. Είναι λοιπόν σουρεαλιστικό να μιλάμε ακόμα για τζίτζικες, μέρμηγκες και άλλα παραμύθια για όλη την οικογένεια, ενώ ο χρόνος κυλάει. Αλλά ο χρόνος κυλάει και οι ρόλοι είναι αυτοί που είναι. Δεν είναι μόνο η Ελλάδα η χώρα του υπαρκτού σουρεαλισμού.
Ο χρόνος κυλάει. Τα 100 δις που δεσμεύτηκαν για την Ισπανία, δεν έχουν εξασφαλίσει νηνεμία στις αγορές. Το κόστος δανεισμού της Ισπανίας για την κάλυψη δημοσιοοικονομικών αναγκών, εξακολουθεί να είναι υψηλό, αφού το πρωτογενές έλλειμμα της χώρας είναι τριπλάσιο από το ελληνικό. Στο μεταξύ, τα σύννεφα μαζεύονται πάνω από την Ιταλία, ενώ πλησιάζουν και οι ελληνικές εκλογές. Χρόνος δεν υπάρχει, όπως άλλωστε και λεφτά. Ένα είναι σίγουρο, τίποτα σήμερα δε φαίνεται κεκτημένο.
Όποιος γεννήθηκε μετά το 1974, δεν έχει μνήμη που να του επιτρέπει να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς ευρωπαϊκά κεκτημένα. Δεν μπορεί παρά να ακούει τις σειρήνες μιας μετα-μεταπολίτευσης με συγκίνηση, αφού ανήκει στη γενιά που κατά πάσα πιθανότητα θα έχει χειρότερη μοίρα από αυτή των γονέων του. Και ψηφίζει ανάλογα. Δεν πρόκειται για άγνοια κινδύνου, αλλά για την άρνηση του μονόδρομου και τη δίψα για ουσιαστικές επιλογές, ή, τουλάχιστον, για αναζήτηση λογικής σε μια θάλασσα παραλογισμού. Όμως, το μόνο καταφύγιο της λογικής είναι το κεκτημένο. Ένας κόσμος χωρίς κεκτημένα, είναι ένας κόσμος χωρίς δεδομένα. Αυτό δεν είναι εκφοβισμός, είναι μια ανησυχία που υφέρπει ακόμα και ανάμεσα σε όλους όσοι φαντάζονται ένα διάλογο Μηλίων και Αθηναίων με όρους ισότητας.
Καθώς ο χρόνος τελειώνει για την Ευρώπη και τα χρήματα για την Ελλάδα, πρέπει σήμερα να υπερβούμε τους ρόλους μας. Το ζήτημα δεν είναι εάν η λογική μας ή το θυμικό μας θα υπερισχύσει στις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Το ζήτημα είναι να εξετάσουμε εάν οι επιλογές μας συνάδουν με λύτρωση έναντι των πραγματικών μας φόβων και εάν ένας κόσμος γεμάτος επιλογές και κανένα δεδομένο θα συνιστά έλλογη λύτρωση στην κρίση που βιώνουμε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ