Ηταν κάποτε μια οικογένεια, στην οποία ο μισθός των γονιών ήταν μικρότερος από όσα ξόδευαν κάθε μήνα. Συμπλήρωναν με δανεικά, αλλά κάποτε τα δανεικά σταμάτησαν. Ο πατέρας αποφασίζει ότι πρέπει να κάνουν πλέον οικονομία. Λέει λοιπόν στα παιδιά πως πρέπει να κόψουν τα παγωτά, πως δεν μπορεί να τα στέλνει πια στο ιδιωτικό σχολείο, πως δεν θα τους αγοράσει φέτος καινούργια ρούχα και πως θα σταματήσουν να πηγαίνουν στην πισίνα. Επίσης αποφασίζει ότι θα πρέπει να απολύσουν την καθαρίστρια, καθώς και να περιορίσουν τις ώρες της κοπέλας που κρατάει το μωρό. Τότε η μάνα γυρίζει στα παιδιά και τους λέει: «Ο πατέρας σας δεν σας αγαπάει. Μόνο η μανούλα σάς σκέφτεται. Και αν αγαπήσετε πιο πολύ τη μανούλα από όσο τον μπαμπά, όχι μόνο δεν θα σας στερήσω το σχολείο και την πισίνα, αλλά θα σας αγοράσω και ποδήλατα». Την ίδια στιγμή, η καθαρίστρια φωνάζει: «Εγώ δεν δέχομαι να απολυθώ. Και θα ταμπουρωθώ στην ντουλάπα με τα καθαριστικά, ώστε να μην μπορείτε ούτε να φέρετε καινούργια καθαρίστρια ούτε να καθαρίσετε μόνοι σας. Ετσι θα βρωμίσετε και θα αναγκαστείτε να με κρατήσετε και ας λέτε ότι δεν φτάνουν οι μισθοί σας να με πληρώνετε». Η κοπέλα που κρατάει το μωρό δηλώνει: «Εγώ δεν δέχομαι να περικοπούν οι ώρες μου. Αν επιμείνετε, θα πάρω το μωρό, θα φτιάξω και ένα πανό και θα κατέβω στην είσοδο της πολυκατοικίας να φωνάζω, ώστε να ξεσηκώσω τους γείτονες και να αναγκαστείτε να με κρατήσετε».
Κάθεται λοιπόν ο πατέρας και τους ρωτάει τι προτείνουν εκείνοι αντί των περικοπών που εκείνος συστήνει. Η μάνα απαντάει: «Λεφτά υπάρχουν. Απλώς εσύ είσαι άχρηστος. Εγώ θα τα βρω επειδή θα εκβιάσω τους δανειστές». Η καθαρίστρια και η κοπέλα που κρατάει το μωρό απαντούν: «Οταν μας προσλαμβάνατε ήταν καλά; Τώρα δεν μας νοιάζει πού θα βρείτε τα λεφτά για να μας πληρώνετε. Να κόψετε τον λαιμό σας». Και τα παιδιά ούρλιαξαν: «Εμείς είμαστε παιδιά, δεν ξέρουμε τίποτα. Εσύ είσαι ο πατέρας, εσύ πρέπει να βρεις τις λύσεις για όλα. Εμείς, το μόνο που ξέρουμε είναι πως είσαι υποχρεωμένος να μας στέλνεις σε ιδιωτικό σχολείο, να μας πληρώνεις την πισίνα, να μας αγοράζεις ρούχα και παγωτά».
Σε αυτή την κόλαση ζούσαν, όταν τη νύχτα των Χριστουγέννων τους επισκέφθηκε το πνεύμα. Μαζί του συνειδητοποίησαν τη δυστυχία τους να ζουν χωρίς συνοχή, ο καθένας για την πάρτη του. Και την επομένη, η μάνα είπε: «Ο πατέρας σας έχει δίκιο. Θα πρέπει να τα κάνουμε όλα αυτά σαν οικογένεια. Μόνο που αντί να κόψουμε το ιδιωτικό σχολείο μήπως να κόψουμε τα μαθήματα πιάνου για να εξοικονομήσουμε τα ίδια λεφτά;». Η καθαρίστρια και η κοπέλα του μωρού είπαν: «Καταλαβαίνουμε το πρόβλημα. Μήπως αντί για απόλυση, θα ήταν καλύτερο να μοιραστούμε τις λιγότερες ώρες και τον μισθό;». Και τα παιδιά, βλέποντας τον πατέρα μονιασμένο με τη μάνα, αποδέχτηκαν χωρίς ουρλιαχτά να χάσουν τα παγωτά τους και την πισίνα. Κι έζησαν αυτοί καλά ή, τουλάχιστον, καλύτερα. Εμείς ακόμη περιμένουμε το πνεύμα των Χριστουγέννων. (Από ιδέα του Αλέξανδρου Παπαδόπουλου)