Παρουσίαση του βιβλίου Χριστίνας Πουλίδου από τον Μιχάλη Τριανταφυλλίδη στη Θεσσαλονίκη
Όταν δέχτηκα το τηλεφώνημα από την κα Πουλίδου, για την παρουσίαση του βιβλίου της, απάντησα άνευ εταίρας σκέψεως.
Γιατί, ούτως ή άλλως, ποιος θα το παρουσίαζε; Το πρώτο ερώτημα.
Θα έφερνε dame de compagnie, από την Αθήνα; Δεύτερον, είναι προφανές ότι από εμένα, κανείς δεν περιμένει, ούτε προφανώς η Χριστίνα, να περιγράψω τα καλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις, εικόνες, μεταφορές Μάλιστα, όταν μου το είπε, χωρίς να το έχω δει, σκέφτηκα και πολύ άργησες. Γιατί αυτή η χώρα, όλα θα τα φτιάχνει με υπερβολή. Το ίδιο επομένως και με τους συγγραφείς.
Τη Χριστίνα, που τη γνωρίζω κάποια χρόνια, δύο, τρία, πέντε, πολλά, μια ζωή τη θυμάμαι να διηγείται. Να διηγείται, πολλές φορές μάλιστα, με τέτοιο πάθος, που είμαι σίγουρος, ότι δεν το συναντάς εύκολα.
Περίμενα επομένως, πολύ πιο νωρίς, να το επιχειρήσει. Ακόμη και στα λαχανάκια Βρυξελλών, η Χριστίνα, περισσότερο αφηγούνταν και καλά έκανε, αυτό μας λείπει, η διήγηση. Δηλαδή, μας λείπει η φωτεινή εικόνα, του γιατί αυτό και έτσι και όχι το άλλο και διαφορετικά.
Κι όταν το πάθος σου είναι, να αφηγείσαι και μάλιστα με τρόπο γλαφυρό και παθιασμένο, βιβλίο περιμένουν οι δικοί σου να γράψεις, όσο δύσκολο και νάναι, όσο κοιλοπόνεμα κι αν θέλει… Το δεύτερο, πολύ σημαντικό, είναι, γιατί η Χριστίνα σε καμιά περίπτωση, δεν θα μας έβαζε να ξαναδιαβάσουμε, αυτά τα οποία διαβάζουμε με φανατισμό, ούτως ή άλλως, κάθε φορά που τα παρουσιάζει, δηλαδη τα άρθρα και τις σημειώσεις της, παρελθόντων ετών, όπως πολλοί/ες βιβλιογραφούν τα άρθρα τους και θεωρούν ότι συγγράφουν κι όλας… Κι εδώ ισχύει αυτό, για το οποίο επέμενε, φανατικά, ένας πολύ αγαπημένος μας άνθρωπος, που τώρα πια ξέκοψε προς άλλη κατεύθυνση και ο οποίος ούρλιαζε, ότι, τελικά, η βιομηχανία απαιτεί πολύ περισσότερους συγγραφείς από ότι αναγνώστες.
Το βιβλίο της Χριστίνας μεταφράζεται, στην πρωτη του ανάγνωση, σε μερικά δρομολόγια ΙΚΕΑ-Καρολου Ντηλ, με το 3, κάθε πρωί με καθαρό μυαλο… Μάλιστα, ήτανε μέρες, που απέφευγα να με κατεβάσει η Άννα μου, με το αυτοκίνητο, μέχρι κάτω, για να μην χάσω τη σειρά μου.
Αυτό το χάρισμα της, λοιπόν, να αφηγείται, σε τούτο το βιβλίο, βρίσκει την απόλυτη εφαρμογή του και κυρίως την πελώρια ευεργετική επίδρασή του, στον αναγνώστη.
Και επειδή είναι χειμαρρώδης και ο λόγος της και η ίδια, απορροφιέσαι, όχι με την έννοια του χάνομαι γιατί ρεμβάζω, αλλά με την έννοια, κοίτα ρε παιδί μου τι μαθαίνουμε και στα γεράματα μας.
Εγώ προσωπικά, την ευγνωμονώ για ένα πολύ ουσιαστικό γνώρισμα, αυτού του βιβλίου. Τις πληροφορίες που άντλησα, για τη σχέση Καθολικών και Ορθοδόξων στη Σύρο. Καθώς επίσης οι εικόνες που γεννήθηκαν μέσα μου για τα πρώτα σαλόνια της αστικής ταξης στην Ελλάδα που δεν βρίσκονταν μόνον στην Αθήνα προφανώς… Ειλικρινά δε με νοιάζει η ιστορική ακρίβεια των γεγονότων και των συμβάντων και δεν με ενδιαφέρει ποιος και πως έκτισε το νεώριο…αλλά τρελαίνομαι να διαβάζω και μαθαίνω για τα σουαρέ, τα ντινέ, τα σουπέ, τα τέια και άλλα τέτοια σπουδαία κοινωνικά γεγονότα… όταν πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία μέσα σε έναν πρωινό καφέ, όχι σαν των χαλασμένων στην πολιτική, αλλά με την πικρή μικρή μου αγάπη, τη γιαγιά Τράντα, την κυραΚίτσα, τη θεια Αγγελική και πάει λέγοντας, τρελαίνομαι να διαβάζω τέτοιες σκηνές και φυσικά να τις ζω εάν ημπορώ… Με ενθουσίασε δε το ότι, περιγράφει πεντακάθαρα, αυτά που γνωρίζει και αυτό φαίνεται από τη στερεότητα του λόγου και τη λάμψη των στιγμών που αποδίδει… δε διστάζει διόλου όταν το γεγονός που θα περιγράψει το ζει και η ίδια, κι όχι μοναχά οταν μιλάει στα σύγχρονα και τρώει τις πίτες, αλλά και στα παλιακά που της τάπανε οι θειάδες που τις αγαπάει τόσο πολύ…και φαινεται….
Δεν γνωρίζω ποιος ο μύθος και ποια η πραγματικότητα, αν και μέσα μου, με έτρωγε το κατά πόσον ο Χιώτης –Αιγυπτιώτης και χαρχουδιώτης, είχε την οποιαδήποτε σχέση με τη Σύρο.
Είμαι όμως απολύτως σίγουρος, βλέποντας το προσεκτικά ότι η Πουλίδου ή Πουπουλίδου, επί το πραγματικόν, θα γινόταν κώλος και βρακί, στην κυριολεξία, με ολόκληρο το νησί και όχι μόνο με το μισό, σε λιγότερο από ένα χρόνο.
Και αυτό χάρισμα.
Δεν ξέρω εάν το κρατάει ακόμα, αλλά το είχε από μικρή. Και δεν εννοώ, την ευθύτητα και τον ψιλοτσαμπουκά του μπαίνω, ρωτώ, ψάχνω και τα λοιπά. Όχι, σε καμιά περίπτωση.
Εννοώ, το ρωτάω και νοιάζομαι. Γνώρισμα σαφές της κυρίας συγγραφέως. Πεντακάθαρο, βέβαια και από όλη την πλοκή, όπως αποδεικνύεται, για έναν που θέλει να το διαβάσει το βιβλίο αυτό, ως τα μεδούλια του. Νοιάζεται με τρόπο έντονο και ιδιαίτερα εμφανή…Ακόμη και για τη φιλεναδα της που έκλεψε τον γκομινο της αλληνής δειχνει φανερά που το πηγαίνει… Νοιάζεται για την κολλητή της… Η αφήγηση γίνεται διεισδυτική σε όλα τα σημεία, από την αρχή μέχρι το τέλος. Επειδή νοιάζεται η συγγραφέας, πολύ λιγότερο για τις ανάγκες της πλοκής. Και αυτά που σας λέω πιστεύω ότι είναι πολύ πιο κοντά, από αυτό που θέλει να σας πει η ίδια. Γιατί τώρα, μετά από πάρα πολλά χρόνια, ξαναβρίσκω την παλιά μου φιλενάδα. Την κα Πουλίδου, ειλικρινά, όπως την άφησα.
Και το λέω αυτό γιατί, σε ένα σπίτι στην Εβρου, πέρασα τόσες πολλές ευχάριστες ώρες της ζωής μου, δημιουργικές, παραγωγικές και το πιο σημαντικό, απολύτως ανθρώπινες.
Γιατί θέλουμε, δεν θέλουμε, όλα αυτά τα λέσια, που δήθεν κυβερνούν, τα βλέπαμε απέναντι μας, να ξετυλίγουν μεγάλα κομμάτια της αθλιότητας τους, που έμελε να θέλουν να την ονομάσουν πολιτική. Οι σερσερίδες.
Και για να μην νομίζετε, ότι όλα ήταν ρόδινα, ευχάριστα και χαρωπά, είμαστε εξαφανισμένοι μεταξύ μας, χρόνια πάρα πολλά. Και ξανανταμώσαμε, στην κυριολεξία και το λέω για μένα, προσωπικά, όταν ένιωθα τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου, με το θάνατο του Λεωνίδα. Εκεί, ξαναβρεθήκαμε.
Και μάλιστα φοβήθηκα ότι κάποια στιγμή, λόγω της παρόδου τόσων χρόνων, προφανές και φυσιολογικό ήταν, να έχουμε αλλάξει, πάρα πολύ.
Και για να μην νομίσετε ότι στέκομαι θετικά και πανηγυρίζω ένα βιβλίο, λόγω της στενής μου, από ετών, σχέσης με τη συγγραφέα, στη Σύρο, έχω πάρα πολλούς φίλους διαφορετικών προελεύσεων, εποχών, αντιλήψεων, καταγωγής κλπ..
Ζήτησα, απ’ όλους, να διαβάσουν το βιβλίο, για να καταλάβω και να επανεπιβεβαιώσω, την αντίληψή μου, για την Πουλίδου, ότι έψαξε, κουβέντιασε, μιρμίρισε , με θείους, θείες, ότι βρήκε σε αυτό το νησί.
Μου επιβεβαίωσαν, με τις παρατηρήσεις τους, ότι είχα πολύ δίκιο. Δηλαδή ότι πάνω από όλα, το βιβλίο έχει μια πελώρια κατάθεση ψυχής, για έναν τόπο, που τον αντιμετώπισε σαν, το χωριό της.
Τον υιοθέτησε μπορώ να πω.
Διαβάστε το.