Διαβάζω σε ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ του Πανεπιστημίου Αθηνών ότι η ομάδα φοιτητών που κράτησε σε ομηρία τα μέλη του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ ήθελε απλώς να διαμαρτυρηθεί ειρηνικά και κακώς το Συμβούλιο επέλεξε, αντί του διαλόγου και της διαβούλευσης, να καλέσει την Αστυνομία. Οι φοιτητές δεν ήρθαν για να διαμαρτυρηθούν, όπως δεν είχαν έρθει απλώς να διαμαρτυρηθούν πριν από τρεις μήνες σε άλλη συνεδρίαση του Συμβουλίου. Ηρθαν για να διαλύσουν τη συνεδρίαση, όπως την είχαν διαλύσει και τότε. Ηρθαν για να μας βρίσουν χυδαία, να μας λοιδορήσουν και να μας απειλήσουν όπως το έκαναν και την άλλη φορά. Αλλωστε, πώς μπορεί να γίνει διάλογος με βανδαλισμούς και αχαρακτήριστες ύβρεις («λαμόγια», «γερμανοτσολιάδες», «σιχαμένοι», «ξεφτιλισμένοι» κ.λπ.);
Αν είχαν ζητήσει να μιλήσουν με το Συμβούλιο για να ενημερώσουν, να διεκδικήσουν και να διαμαρτυρηθούν, είμαι σίγουρη ότι το Συμβούλιο με χαρά θα τους δεχόταν και θα τους άκουγε με προσοχή. Αν μάλιστα είχαν εκλέξει τον εκπρόσωπό τους στο Συμβούλιο, αυτός ή αυτή θα συμμετείχε κανονικά σε όλες τις συνεδρίες ψηφίζοντας για κάθε απόφαση. Δεν είχαν ζητήσει και δεν τους ενδιέφερε καμία συνάντηση. Αυτοί οι ελάχιστοι φοιτητές, που δεν εκπροσωπούν παρά μόνον τον εαυτό τους, ήθελαν να εκδιώξουν από το ίδρυμα το κορυφαίο του όργανο που έχει εκλεγεί δημοκρατικότατα από το 80% των καθηγητών. Ηθελαν να τρομοκρατήσουν τα μέλη του και να τα εξευτελίσουν. Στο όργανο αυτό μετέχουν σπουδαίοι επιστήμονες από το εξωτερικό, με σπάνιο κύρος, που άφησαν τους φοιτητές τους, την έρευνά τους και την ησυχία τους στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου για να ασχολούνται με τα δικά μας αρχαϊκά προβλήματα, ανήκουστα σε οποιοδήποτε ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα συνήθισε επί μεγάλο διάστημα να ανέχεται και να συμβιώνει με την ανομία, την ασυδοσία και την αλητεία. Μοιρολατρικά αποδεχόταν να διαλύονται όργανα, να παρακωλύονται συστηματικά οι διαδικασίες, να προπηλακίζονται καθηγητές, να ασκείται βία από οικτρές μειοψηφίες που καταρράκωναν ατιμωρητί, με θράσος και προπέτεια κάθε έννοια ακαδημαϊκής λειτουργίας. Ηταν, και είναι εν πολλοίς, η καθημερινότητα που βιώνουμε. Η καθημερινότητα του «σιγά, δεν έγινε και τίποτε» που έγραψε ο Πάσχος Μανδραβέλης. Αυτό το «τίποτε» όμως, που επέτρεπε στα «παιδιά» να κάνουν ασκήσεις επαναστατικής γυμναστικής επιβάλλοντας μια κουλτούρα τρομοκρατίας, επέτρεπε συγχρόνως στο βαθύ πανεπιστήμιο να κάνει τη δουλειά του ακώλυτα στα παρασκήνια χρησιμοποιώντας αυτές τις ομάδες είτε σε ευθεία συναλλαγή είτε εμμέσως, αφού δημιουργούσαν το ασφαλές προπέτασμα για να κρύβονται πίσω του η αβελτηρία, η κακοδιαχείριση και το αδιαφανές μοίρασμα της εξουσίας. Τα θύματα αυτής της κατάστασης είναι η ίδια η χώρα, οι φοιτητές μας που εγκαταλείπονται στη μοίρα τους και οι σοβαροί ακαδημαϊκοί που προσπαθούν μόνοι και αβοήθητοι να επιβιώσουν σε έναν βάλτο αναξιοκρατίας.
Η εμφάνιση των Συμβουλίων στη σκηνή τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της σιωπής και του «δε βαριέσαι». Οσα προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους σοβαρά έδειξαν γρήγορα ότι δεν θέλουν να είναι διακοσμητικά όργανα, αλλά όργανα ουσιαστικής εποπτείας και άσκησης στρατηγικής. Αποτελούν ήδη πόλο αναφοράς για όσους υποφέρουν από την αυθαιρεσία και πηγή ανησυχίας για όσους λυμαίνονται τα ιδρύματα.
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Αθηνών κάλεσε την Αστυνομία όχι γιατί κινδύνευε η ζωή μας, αλλά γιατί κινδύνευε η αξιοπρέπειά μας και παραβιάζονταν κατάφωρα η νομιμότητα και τα δικαιώματά μας ως ανθρώπων και ακαδημαϊκών. Προασπίσαμε το συμφέρον του πανεπιστημίου και τον τίτλο του ακαδημαϊκού δασκάλου που δεν μπορεί να στέκεται περιδεής απέναντι στη βάναυση περιφρόνηση και τον ευτελισμό ανθρώπων και θεσμών. Ηταν το χρέος μας απέναντι στους φοιτητές μας και στη χώρα μας.