Ακόμη και άνθρωποι που περιμένεις να διαβάζουν προσεκτικά την πραγματικότητα και να μετρούν τα λόγια τους παγιδεύονται στην ιδέα των ανάλγητων εταίρων. Αναφέρομαι στον προκαθήμενο της Εκκλησίας που δηλώνει: «Δεν βλέπω σήμερα μια Ευρώπη αλληλεγγύης, αλλά βλέπω κάθε μέρα περισσότερο και φανερότερα την Ευρώπη της εκμετάλλευσης» εδώ.
Στους ανθρώπους αυτούς απευθύνω το άρθρο, ακολουθώντας τα ίχνη της αλληλεγγύης των εταίρων μας στο ζήτημα του χρέους και το πώς εμείς, ως κοινή γνώμη, (δεν) την αντιληφθήκαμε.
Διάγραμμα Ι: Χρέος Γενικής Κυβέρνησης & δαπάνες για τόκους (Πηγή Eurostat εδώ)
Το 2003 πληρώσαμε τους λιγότερους τόκους (8,8 δις.€) της περιόδου 1995 ως 2012. Τότε απολαμβάναμε την εμπιστοσύνη των αγορών, ισχυρή οικονομία και χρέος «βιώσιμο» (181 δις.€).
Το 2016 με σχεδόν διπλάσιο χρέος, πληρώσαμε 3,2 δις.€ λιγότερους τόκους (5,6 δις.€).
Διπλάσιο χρέος – Μισοί Τόκοι. Δεν είναι μαγική εικόνα. Είναι η νέα πραγματικότητα μετά τις παρεμβάσεις PSI+OSI 2012, όπως καταγράφεται στους ελληνικούς προϋπολογισμούς των ετών 2013-2016.
Άρα, παρά τα ψέματα της αντιμνημονιακής προπαγάνδας, οι εταίροι το 2012 στάθηκαν στο πλάι της Ελλάδας αλληλέγγυοι με τρόπο αποτελεσματικό και γενναιόδωρο.
Το μεγάλο κούρεμα του 2012 συνέβη χωρίς πολυετή και δραματική αντιπαράθεση με τους εταίρους μας. Ήταν προϊόν συνεργασίας, όχι σύγκρουσης.
Η ελληνική κοινή γνώμη δεν το έμαθε, γι΄αυτό επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει για χάρη της κούρεμα χρέους και εθνική αξιοπρέπεια. Και κερδίσαμε ομαδικό εισιτήριο σε παρανοϊκή παράσταση: εμείς παριστάνουμε το θύμα, που διεκδικεί ένα θαύμα από τους… θύτες του! Τόση αξιοπρέπεια κερδίσαμε!
2015: Η δεύτερη απόδειξη Αλληλεγγύης της Ευρώπης
Με το 3ο Μνημόνιο, 35-40 δις.€ υψηλότοκων δανείων (4-5,5%) & κοντινών λήξεων (2015-2018) θα αναχρηματοδοτηθούν από δάνεια του ESM που λήγουν σε 40 χρόνια με επιτόκιο της τάξης του 1%. Αυτό ισοδυναμεί με ελάφρυνση χρέους (εδώ λεπτομέρειες), που πέρασε απαρατήρητη, επειδή συνέπεσε με τις δυσάρεστες εξελίξεις του 2015 που επιδείνωσαν σημαντικά το προφίλ του ελληνικού χρέους.
Όσο χειρότερα εξελίσσονται τα πράγματα στην οικονομία μας, τόσο μεγαλύτερη ελάφρυνση επιτυγχάνουμε. Αλλά αυτός είναι επαρκής λόγος να διαλύουμε αυτοβούλως την οικονομία μας;
Τη φορά αυτή οι εταίροι δεν έδειξαν μόνο αλληλεγγύη αλλά και υπομονή. Διότι η μεγάλη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012 πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας συμφωνίας βασισμένης σ’ ένα πρόγραμμα. Η Ελλάδα έλαβε προκαταβολικά το όφελος από τη συμφωνία (κούρεμα χρέους & επιτοκίων, επιμήκυνση λήξεων) και το 2015 την αμφισβήτησε, αρνήθηκε την υλοποίησή της, ακύρωσε το πρόγραμμα και επιδείνωσε το προφίλ του χρέους. Αλλά η Ευρώπη για μια ακόμη φορά στάθηκε αλληλέγγυα, δεσμεύοντας 86 επιπλέον δισ.€ βοήθειας.
Μας καταδικάζουν σε διαρκή λιτότητα!
Πιστεύετε ότι οι εταίροι καταδικάζουν την Ελλάδα σε διαρκή λιτότητα επιβάλλοντας υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, για να εξοφλούμε το χρέος;
Ας δούμε, λοιπόν, σε ποιο ύψος θέλουμε εμείς- εμείς, όχι οι εταίροι- να φτάνει το πλεόνασμά μας, για να διαφυλάξουμε την εθνική αξιοπρέπεια και κυριαρχία.
Αν είχαμε χρέος 100% του ΑΕΠ, θα έπρεπε να επιτυγχάνουμε 2% πρωτογενή πλεονάσματα, για να μη διογκώνουμε το χρέος, μεταφέροντάς το στα παιδιά μας. Δηλαδή η στοιχειώδης σύνεση, διαγενεακή αλληλεγγύη και δημοσιονομική υπευθυνότητα επιβάλλουν πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2%. Αυτή είναι η σωστή πολιτική, ακόμη κι αν το χρέος ήταν στο 100% του ΑΕΠ κι όχι στο 179% που είναι σήμερα, ακόμη και αν δεν υπήρχαν μνημόνια & υπερχρέωση.
Ο πίνακας Ι δείχνει αναλυτικά πώς θα εξελισσόταν το χρέος σε ετήσια βάση, αν ήταν ίσο με 100% του ΑΕΠ.
Ξεκινούμε στην αρχή του έτους με χρέος 100€. Λόγω τόκων αυξάνεται κατά 4,5€, μειώνεται λόγω Πλεονάσματος κατά 2€ και, στο τέλος του έτους, διαμορφώνεται στα 102,5€.
Το ΑΕΠ ξεκινά από 100€ και αυξάνεται λόγω πληθωρισμού και ανάπτυξης αθροιστικά κατά 2,5€. Έτσι, στο τέλος του έτους ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 100% = 102,5/102,5.
Σημείωση: Το παράδειγμα βασίστηκε στις ακόλουθες εύλογες υποθέσεις:
Α) Μέσο επιτόκιο χρέους 4,5%. Ακόμα κι όταν τα ελληνικά επιτόκια είχαν συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά(2003-2007), το χαμηλότερο μέσο επιτόκιο στο χρέος μας ήταν 4,5% (2006).
Β) Μέση ετήσια αύξηση ονομαστικού ΑΕΠ κατά 2,5%. Τόση ήταν η μέση αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ στην Ευρωζώνη των 12 το διάστημα 2001-2016 (Eurostat εδώ), μεγαλύτερη από της Ιταλίας (1,70%) και Πορτογαλίας (2,07%).
Ξεκινούμε στην αρχή του έτους με χρέος 100€. Λόγω τόκων αυξάνεται κατά 4,5€, μειώνεται λόγω Πλεονάσματος κατά 2€ και, στο τέλος του έτους, διαμορφώνεται στα 102,5€.
Το ΑΕΠ ξεκινά από 100€ και αυξάνεται λόγω πληθωρισμού και ανάπτυξης αθροιστικά κατά 2,5€. Έτσι, στο τέλος του έτους ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 100% = 102,5/102,5.
Σημείωση: Το παράδειγμα βασίστηκε στις ακόλουθες εύλογες υποθέσεις:
Α) Μέσο επιτόκιο χρέους 4,5%. Ακόμα κι όταν τα ελληνικά επιτόκια είχαν συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά(2003-2007), το χαμηλότερο μέσο επιτόκιο στο χρέος μας ήταν 4,5% (2006).
Β) Μέση ετήσια αύξηση ονομαστικού ΑΕΠ κατά 2,5%. Τόση ήταν η μέση αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ στην Ευρωζώνη των 12 το διάστημα 2001-2016 (Eurostat εδώ), μεγαλύτερη από της Ιταλίας (1,70%) και Πορτογαλίας (2,07%).
Ξεκινούμε στην αρχή του έτους με χρέος 100€. Λόγω τόκων αυξάνεται κατά 4,5€, μειώνεται λόγω Πλεονάσματος κατά 2€ και, στο τέλος του έτους, διαμορφώνεται στα 102,5€.
Το ΑΕΠ ξεκινά από 100€ και αυξάνεται λόγω πληθωρισμού και ανάπτυξης αθροιστικά κατά 2,5€. Έτσι, στο τέλος του έτους ο λόγος Χρέους/ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 100% = 102,5/102,5.
Σημείωση: Το παράδειγμα βασίστηκε στις ακόλουθες εύλογες υποθέσεις:
Α) Μέσο επιτόκιο χρέους 4,5%. Ακόμα κι όταν τα ελληνικά επιτόκια είχαν συγκλίνει με τα ευρωπαϊκά(2003-2007), το χαμηλότερο μέσο επιτόκιο στο χρέος μας ήταν 4,5% (2006).
Β) Μέση ετήσια αύξηση ονομαστικού ΑΕΠ κατά 2,5%. Τόση ήταν η μέση αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ στην Ευρωζώνη των 12 το διάστημα 2001-2016 (Eurostat εδώ), μεγαλύτερη από της Ιταλίας (1,70%) και Πορτογαλίας (2,07%).
Διάγραμμα ΙΙ: Κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως % του ΑΕΠ – 2016 (Eurostat εδώ)
Το χρέος των χωρών αυτών, εκ των πραγμάτων θέτει όριο στην ελάφρυνση που μπορεί να παραχωρήσει η Ευρώπη στην Ελλάδα. Άλλωστε, μετά το 2012 η Ελλάδα καταβάλλει λιγότερους τόκους ως % του ΑΕΠ από την Πορτογαλία και την Ιταλία (Διάγραμμα ΙΙ). Χάρις στην ελάφρυνση του 2012, το προφίλ του ελληνικού χρέους βελτιώθηκε και η απόσταση από Ιταλία και Πορτογαλία μειώθηκε. Γι’ αυτό οι παρεμβάσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι σχετικά μικρές.
Για την πατρίδα μας, άμεσος στόχος είναι να καταστήσουμε την οικονομία λειτουργική τουλάχιστον στο βαθμό που τα κατάφεραν Ιταλοί και Πορτογάλοι. Και στο πλαίσιο αυτού του στόχου, το ύψος του χρέους είναι μεν επιβαρυντικός αλλά δεν είναι απαγορευτικός παράγοντας.
Όπως και στην περίπτωση της Πορτογαλίας, η υπερχρέωση δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας που την οδήγησε εκτός αγορών το 2011, ούτε την εμπόδισε το 2013 να επιστρέψει στις αγορές. Και σημειώστε ότι μπήκε σε μνημόνιο με χρέος 111% του ΑΕΠ και δύο χρόνια αργότερα δανείστηκε από τις αγορές με πολύ χαμηλά επιτόκια, ενώ το χρέος της είχε φτάσει 130% του ΑΕΠ! Και τότε δεν υπήρχε QE.
Τι χρειαζόμαστε, μέτρα ελάφρυνσης ή δηλώσεις «βιωσιμότητας»;
Στα πρακτικά του τελευταίου Eurogroup (σχετικό ρεπορτάζ εδώ) διαπιστώνουμε ότι ο Ευ. Τσακαλώτος εξέφρασε απογοήτευση. Όχι για τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που πρόσφεραν οι ευρωπαίοι αλλά επειδή το ΔΝΤ δεν δήλωνε καθαρά ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Παλαιότερα βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλούσε εκείνους που χαρακτήριζαν «βιώσιμο» το χρέος (εταίρους, ΔΝΤ και την κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων).
Τώρα ο κ. Τσακαλώτος δείχνει να αντιλαμβάνεται πόσο σημαντικές είναι οι δηλώσεις «βιωσιμότητας» για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Διότι η ανόρθωση της οικονομίας και η έξοδος από την κρίση θα βασιστεί στο τρίπτυχο : Εμπιστοσύνη -> Επενδύσεις -> Ανάπτυξη. Η δήλωση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους είναι χρήσιμη στην πρώτη φάση, για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.
Tην πολυπόθητη δήλωση βιωσιμότητας του χρέους εκ μέρους του ΔΝΤ, που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να γυρίσει σελίδα και να επιστρέψει στις αγορές, την είχαμε το 2014 και τη χάσαμε τον Ιούλιο του 2015 μετά το καταστροφικό 6μηνο. (Συνοπτική περιγραφή της μεταβολής της στάσης του ΔΝΤ μπορείτε να βρείτε στην εισαγωγή των εκθέσεων του ΔΝΤ (2/7/2015 εδώ και 14/7/2015 εδώ).
Τώρα το ΔΝΤ ζητά από τους ευρωπαίους πράγματα που γνωρίζει ότι δε μπορούν να δώσουν. Αυτό που τους χωρίζει σχετίζεται με τους ρυθμούς ανάπτυξης της Ελλάδας τα επόμενα 40 χρόνια. Το ΔΝΤ προβλέπει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και γι΄αυτό ζητά μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους. Οι εταίροι προβλέπουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και δίνουν μικρότερη ελάφρυνση.
Οι εταίροι, που θα πληρώσουν την ελάφρυνση, έχουν λόγους να είναι αισιόδοξοι στις προβλέψεις τους. Το ΔΝΤ, γιατί άραγε δεν μετακινείται από την απαισιόδοξη πρόβλεψη ότι η Ελλάδα θα αναπτύσσεται με 1% ετησίως τα επόμενα 40 χρόνια; Όχι, δεν είναι αμετακίνητο επειδή είναι απόλυτα βέβαιο για την αξιοπιστία μιας πρόβλεψης σε βάθος 40 ετών!
Ευρώπη και ΔΝΤ είχαν διαφωνίες και στα προηγούμενα προγράμματα. Τώρα είναι αγεφύρωτες, επειδή το Ταμείο είναι ανυποχώρητο. Κι έχει τους λόγους του. Συμμετείχε στα 2 πρώτα ελληνικά προγράμματα, παραβιάζοντας το καταστατικό του χάριν των πολιτικών ιδιαιτεροτήτων της Ευρωζώνης. Το δάνειο προς την Ελλάδα ήταν το μεγαλύτερο εκταμιευμένο δάνειο στην ιστορία του Ταμείου. Και τον Ιούνιο του 2015, η Ελλάδα έγινε η πρώτη και μοναδική στην ιστορία του Ταμείου ανεπτυγμένη χώρα που απέτυχε-αρνήθηκε να εκπληρώσει εμπρόθεσμα τις υποχρεώσεις της στο ΔΝΤ.
Εκτέθηκε, λοιπόν, το ΔΝΤ. Και σήμερα, με τον ανυποχώρητο τρόπο του, λέει στους ευρωπαίους πως δεν προτίθεται να παραβιάσει ξανά το καταστατικό του για να διευκολύνει το «πολιτικό τσίρκο» της Ευρωζώνης.
Θα τις πληρώνουμε για πολλά χρόνια, με πολλούς τρόπους, τις αμαρτίες του 2015.
Eχει όμως και ο Ευ. Τσακαλώτος το δίκιο του
Οι Έλληνες και ο κ. Τσακαλώτος έχουμε ένα εύλογο, δίκαιο παράπονο. Εφόσον οι εταίροι δεσμεύονται για κάποια ελάφρυνση χρέους, άρα αναγνωρίζουν τη χρησιμότητά της στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος και στην ανάκαμψη της εμπιστοσύνης, γιατί τη μεταθέτουν στο τέλος του προγράμματος;
Η απάντηση είναι απλή. Συζητάμε με τους εταίρους για το μείζον θέμα της «εμπιστοσύνης» των αγορών, αλλά οι ίδιοι οι εταίροι δεν μας εμπιστεύονται. Κρατούν το δωράκι για το τέλος για να διασφαλίσουν την εφαρμογή των συμφωνηθέντων. Πιθανότατα, στη θέση τους θα είχαμε την ίδια επιφύλαξη, γιατί α) το 2015 αμφισβητήσαμε μονομερώς την εφαρμογή της συμφωνίας του 2012, β) το Μάιο του 2016 υπογράψαμε μια συμφωνία για το χρέος -προέβλεπε καθορισμό και εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος μετά τη λήξη του 3ου προγράμματος- και πριν στεγνώσει το μελάνι της υπογραφής αρχίσαμε να ζητάμε τροποποίηση της συμφωνίας και γ) το Δεκέμβρη του 2016 αποφασίσαμε μονομερώς ένα χριστουγεννιάτικο δώρο στους συνταξιούχους.
Εσείς, δηλαδή, εμπιστεύεστε κάποιον που δεν τηρεί συστηματικά τις συμφωνίες που υπογράφει;
Θα ήταν χρήσιμη μια εθνική γραμμή για το χρέος;
Στην αρχή, το χρέος ήταν επαχθές, θα το διαγράφαμε μονομερώς. Τότε είχαμε αυταπάτες και επιδιώκαμε συναίνεση στις αυταπάτες-ευτυχώς δεν δόθηκε. Μετά θα κουρεύαμε το μεγαλύτερο μέρος του χρέους, αλλά αυτό δεν ήταν πολιτικά εφικτό, έχουν και οι εταίροι ψηφοφόρους. Μετά θα παίρναμε μια καθαρή βιώσιμη λύση με μεγάλες επιμηκύνσεις, αλλά καταλάβαμε ότι δε γίνεται, είναι κι άλλες χώρες της Ευρωζώνης υπερχρεωμένες. Τελικά, «λύση να ‘ναι και ό,τι να ’ναι», διεκδικούμε μια «δήλωση βιωσιμότητας», που την είχαμε αλλά τη χάσαμε, όπως χάσαμε πολλά άλλα: τρία χρόνια ανάπτυξης, τις τράπεζες, τις καταθέσεις κ.α.
Σήμερα, σε ποια ακριβώς εθνική γραμμή πρέπει να συνταχθούμε;
Επί δυόμισι χρόνια η κυβέρνηση διεξάγει έναν παράδοξο δονκιχωτικό αγώνα για το χρέος. Ηττήθηκε. Αλλά δεν είναι ήττα της Ελλάδας, είναι ήττα μιας ανερμάτιστης και αδιέξοδης διαπραγματευτικής γραμμής. Η ήττα όμως της κυβέρνησης ζημιώνει την Ελλάδα, θα πληρώνει πολλά χρόνια τις ζημιές.
Τώρα, η κυβέρνηση επαναφέρει το «χρέος» για λόγους επικοινωνιακούς και εσωκομματικούς. Είναι τακτική εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά επιζήμια. Οπως ενορχηστρώνεται η συζήτηση για το χρέος, με νταούλια, καριοφίλια και καλλιτεχνικά δηλητήρια στο Facebook, κάνει μεγαλύτερη ζημιά, παράγει περισσότερη αβεβαιότητα κι απ’ το ίδιο το χρέος. Το ίδιο έγινε και στο Μακεδονικό. Oσοι γέμιζαν τις πλατείες με αγανακτισμένους εναντίον της Ευρώπης και των «γυφτοσκοπιανών» έλυσαν το πρόβλημα του ονόματος της γειτονικής χώρας ή απέτρεψαν τη λύση του;