Κάποιες ισχνές ενδείξεις ότι η ραγδαία πτωτική πορεία της ελληνικής οικονομίας άρχισε να ανακόπτεται δίνουν πρόσφατα στοιχεία: Ο ετήσιος ρυθμός μείωσης του ΑΕΠ εμφανίζεται ηπιότερος το δεύτερο τρίμηνο του έτους σε σύγκριση με το πρώτο (4,6% έναντι 5,6%). Συγκρίσεις ανά συνεχόμενο τρίμηνο δεν δημοσιεύθηκαν, αλλά αναλυτές εκτιμούν ότι ίσως για πρώτη φορά μέσα σε τρία χρόνια είχαμε ένα τρίμηνο όπου η οικονομία δεν συρρικνώθηκε, αντίθετα αυξήθηκε ελαφρά (κατά 0,1%). Ρεαλιστικά θα πρέπει να αναμένουμε η τάση να ενισχυθεί με τη μεγάλη αύξηση του τουρισμού. Σημαντικά μειωμένο από πέρυσι ήταν άλλωστε μέχρι τον Ιούνιο το εξωτερικό έλλειμμα. Δεύτερον, θετικό καταγράφεται στο πρόγραμμα Εργάνη το ισοζύγιο προσλήψεων και απολύσεων το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου, υποδηλώνοντας μιαν ανάσχεση στην άνοδο της ανεργίας (ανάσχεση, όχι αντιστροφή, αφού ο συνολικός αριθμός των ανέργων τροφοδοτείται και από όσους – πολλούς – νέους εισερχομένους στην αγορά εργασίας δεν βρίσκουν δουλειά). Και, τρίτον, ο κρατικός προϋπολογισμός εμφανίζει στο επτάμηνο πρωτογενές πλεόνασμα – έσοδα μεγαλύτερα από τις δαπάνες, εξαιρουμένων των τόκων – παρά τη μεγάλη καθυστέρηση των φορολογικών δηλώσεων. Προοιωνίζεται έτσι επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για όλο το έτος, όρος απαράβατος για να συνεχισθεί η χρηματοδότηση της χώρας από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ.
Οπωσδήποτε πρόκειται για προσωρινά στοιχεία μικρής περιόδου. Αλλά και εφόσον επιβεβαιωθούν οι θετικές ενδείξεις, πόρρω απέχουν από το να σηματοδοτούν την έναρξη μιας πραγματικής βελτίωσης, αισθητής στην κοινωνία. Μπορεί εφέτος η πτώση του ΑΕΠ να περιοριστεί σε 4,2%, όπως προβλέπει η τρόικα, ή και λιγότερο. Προϋποθέσεις όμως για να βγούμε από την ύφεση το 2014 ακόμη δεν έχουν διαμορφωθεί. Προπάντων λείπουν χρηματοδοτικοί πόροι. Και αν μια νέα μείωση του ΑΕΠ κατά 2% ακούγεται καλύτερη από το 7% ή 5% προηγούμενων ετών, θα εξακολουθούσε να συνιστά σοβαρή ύφεση – αιτία συναγερμού σε «κανονικές» οικονομίες. Αντίστοιχα, μοιάζει καλό σημάδι αν προσλαμβάνονται πλέον περισσότεροι εργαζόμενοι από όσους απολύονται, όταν όμως η ανεργία ξεπερνά το 27%, στους νέους το 50%, απαιτούνται πολύ δραστικότερες αλλαγές. Δεν αρκούν μειώσεις 1-2 ποσοστιαίες μονάδες τον χρόνο· απάντηση στον κίνδυνο της χαμένης γενιάς δεν δίνει καμία.
Τέλος, εξασφάλιση πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων επιβάλλεται σε κάθε υπερχρεωμένη χώρα, είτε με μνημόνια είτε χωρίς. Αλλά ο τρόπος που για πρώτη φορά φαίνεται να ανταποκρινόμαστε εφέτος – με περισσότερες εισροές από τα ευρωπαϊκά ταμεία, ωστόσο πάντα μειώνοντας τις δημόσιες επενδύσεις, με το Δημόσιο να καθυστερεί πληρωμές και να κόβει δαπάνες όπου ευκολύνεται, αγνοώντας κριτήρια κοινωνικού οφέλους, ενώ αυξάνει και πάλι την επιβάρυνση των ίδιων φορολογουμένων (πολύ αργότερα ίσως μάθουμε τι μερίδιο θα έχουν συνεισφέρει οι διαφημιζόμενες κινήσεις περιορισμού της φοροδιαφυγής) – λίγο υπηρετεί συνολικά την οικονομία, και ακόμη λιγότερο την κοινωνική δικαιοσύνη.
Υστερα από τρία χρόνια προσαρμογής με τεράστιο κόστος κάποιες μακροοικονομικές ισορροπίες αποκαθίστανται. Αλλά διέξοδος σε μια πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης, που θα δημιουργεί απασχόληση και εισόδημα προστατεύοντας τους ασθενεστέρους και τα δημόσια αγαθά, δεν διακρίνεται. Για να ανοίξει απαιτούνται δύο πράγματα: μακρόπνοο, ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο, με κεντρική επιδίωξη να στηριχθεί και να διευρυνθεί η ανταγωνιστική παραγωγή στη χώρα, όπου θα προβλέπονται όλες οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις· και αναπροσανατολισμός στην ευρωπαϊκή πολιτική ώστε τέτοια εθνικά σχέδια να χρηματοδοτούνται. Το πρώτο, εθνική μας υπόθεση, προϋποθέτει πλατιά συνεργασία πολιτικών, οικονομικών και επιστημονικών δυνάμεων. Δεν θα ερχόταν κατ’ ανάγκη σε ρήξη με την τρόικα, θα επέτρεπε όμως να διαπραγματευθούμε τα ουσιώδη, όχι επιμέρους ζητήματα, όπως αναλώνονται διαδοχικές κυβερνήσεις από το 2010. Βάσει τέτοιου σχεδίου θα μπορούσε να αποδώσει μια μεγάλη διαπραγμάτευση στην EE, όπου ίσως οι όροι να γίνονται ευνοϊκότεροι. Το παράδειγμα έδωσε η Γαλλία, ξεκινώντας προχθές την κατάρτιση δεκαετούς εθνικού προγράμματος. Ειδικά για την Ελλάδα ακούσαμε την παραδοχή Σόιμπλε ότι θα χρειαστούμε νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα και πληροφορίες του γερμανικού Τύπου ότι οι πόροι μπορούν να προέλθουν από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, οπότε δεν θα προστεθούν στο χρέος.
Αλλά σε άλλο κλίμα προδιαγράφονται δυστυχώς οι επικείμενες νέες συζητήσεις με την τρόικα. Για άλλη μία φορά τον Σεπτέμβριο υπουργοί θα τρέχουν πίσω από όποια υποχρέωση δεν πρόλαβαν να εκπληρώσουν, χωρίς κανένας να ιεραρχεί τίποτα. Οσο δεν έχουμε σχέδιο, τις ελπίδες μας θα τις εναποθέτουμε στο ανεξακρίβωτο πετρέλαιο ή σε κάποια άγνωστη ξένη σούπερ επένδυση…