Παρά τα πολλά χρόνια συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, γεγονός είναι ότι δεν αφομοιώσαμε την αξία του εγχειρήματος της ενοποίησης. Στην πραγματικότητα, η σχέση μας είναι ερμαφρόδιτη. Η ευρωπαϊκή προοπτική μας, περισσότερο αντιμετωπίζεται σαν μια τυπική υποχρέωση έναντι των εταίρων. Και λιγότερο ως ζωτική ανάγκη για να υπερβούμε την παραγωγική, οικονομική, κοινωνική και αναπτυξιακή υστέρηση.
Η εξήγηση είναι εύλογη. Το κομματικό σύστημα δεν μπόρεσε να απεξαρτηθεί από τον υπαρκτό πολιτικό του επαρχιωτισμό. Παγιδευμένο σε λογικές εσωστρέφειας, παραμένει δέσμιο μιας αχρείαστης ελληνοκεντρικής αντίληψης. Η αντίληψη αυτή διαπερνά οριζόντια το σύνολο των δυνάμεων. Μάλιστα, είναι ιδιαίτερα έντονη και στην επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα.
Μολονότι πολλοί διακηρύσσουν την προσήλωσή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αυθεντικοί ευρωπαϊστές αποτελούν μειοψηφία. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην κοινή γνώμη υπάρχουν σημαντικές επιφυλάξεις, έως και άρνηση. Στην ουσία, βλέπουμε την ένταξή μας σαν ευκαιρία απορρόφησης κοινοτικών πόρων, οι οποίοι επί το πλείστον δεν αξιοποιούνται και σωστά.
Βέβαια, υπήρξαν αναλαμπές στη σχέση μας με την Ευρώπη. Χαρακτηριστική ήταν η θεσμοθέτηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων έπειτα από παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου, προκειμένου να αμβλυνθούν οι διαφορές Βορρά-Νότου. Και, βεβαίως, η ένταξή μας στην ΟΝΕ με την προσωπική σφραγίδα του Κώστα Σημίτη.
Αξιολογώντας την ευρωπαϊκή διαδρομή μας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλες επιτυχίες δεν υποστηρίχθηκαν από πολιτικές που θα συνέτειναν στη σύγκλισή μας με τις προηγμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Τα ποικιλώνυμα κατεστημένα -πολιτικά, κομματικά, συνδικαλιστικά, επιχειρηματικά- αντιστρατεύθηκαν με κάθε τρόπο τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Τους ενδιέφερε μόνο να απομυζούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την εξυπηρέτηση κοντόφθαλμων επιδιώξεων και ιδιοτελών συμφερόντων. Μοναδικό τους μέλημα, η συντήρηση και η αναπαραγωγή της συντεχνιακής και παρασιτικής οργάνωσης και λειτουργίας του κοινωνικού σχηματισμού. Είτε για λόγους πελατειακούς είτε εξαιτίας της επικράτησης συντηρητικών δυνάμεων.
Η Ελλάδα κράτησε και κρατά ιδιότυπη στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, διεκδικώντας ειδική μεταχείριση. Αυτή ενισχύθηκε με την επικράτηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ακόμη και μετά το ανερμάτιστο πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής τους, όπου βρεθήκαμε με το ένα πόδι έξω από την ΟΝΕ, οι επιλογές τους αντιστρατεύονται την προοπτική της χώρας στην Ε.Ε. Βρίσκονται σε διάσταση με μια πραγματική ευρωπαϊκή στρατηγική. Απόδειξη είναι η έλλειψη πολιτικής βάθους για τις σημερινές δυσλειτουργίες της Ένωσης, η απουσία συγκεκριμένων θέσεων για την πολιτική ενοποίηση, καθώς και οι επιδερμικές απόψεις τους για καίρια ζητήματα, όπως η ασυμμετρία της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης, οι εξωτερικές σχέσεις και η άμυνα, το περιβάλλον, το μεταναστευτικό – προσφυγικό κ.λπ.
Η εγχώρια Κεντροαριστερά, με το έργο της, αλλά και διαχρονικά με τις προτάσεις της, παραμένει αυθεντική έκφραση του ευρωπαϊσμού στην Ελλάδα. Το αποδεικνύει και το ευρωψηφοδέλτιο του Κινήματος Αλλαγής, το οποίο συγκροτείται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, αλλά και γνώστες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.