Η συζήτηση για το όνομα της γειτονικής χώρας «δίχως όνομα» άνοιξε εκ νέου. Σήμερα όμως, σε αντίθεση με το 1990, είναι ελάχιστοι οι ακραίοι (πλην καμμένων, χρυσαυγιτών και κάποιων γραφικών της σημερινής Βουλής) που επιμένουν στο να μην υπάρχει καμία αναφορά με τη λέξη «Μακεδονία» στο όνομά της.
Θα ήθελα να πιστεύω ότι μάθαμε από όσα πάθαμε το 1992. Μετά την απόρριψη του πακέτου Πινέιρο, σήμερα πάνω από 130 χώρες έχουν αναγνωρίσει τα «Σκόπια» (sic) ως Μακεδονία. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση στον αναγκαίο συμβιβασμό ευνοεί τους αδιάλλακτους των δύο χωρών. Η διαφορά είναι ότι ενώ οι αδιάλλακτοι της Ελλάδας κερδίζουν παίζοντας μόνοι τους, οι αδιάλλακτοι της γείτονος κερδίζουν παίζοντας με τη διεθνή κοινότητα που τους αναγνωρίζει. Ελπίζω ότι δεν θα χάσουμε μια ακόμη ευκαιρία ως χώρα και ως λαός να αποδείξουμε ότι δεν φοβόμαστε να γνωρίζουμε την ιστορία μας και τον εαυτό μας. Τώρα είναι επιτέλους η ώρα να αναλάβουν τις ευθύνες τους οι βουλευτές, ακόμη και αν έχουν πολιτικό κόστος.
Υπάρχουν όμως δύο ακόμη εστίες διαφωνιών. Η πρώτη που καλλιεργείται στην αντιπολίτευση – κυρίως στην αξιωματική, αν και μερικοί στη ΔΗΣΥ (όχι και στο Ποτάμι) βολεύονται πίσω από αυτήν – ισχυρίζεται ότι δεν ψηφίζουμε τίποτα αν δεν το ψηφίσουν και οι δύο κυβερνητικοί εταίροι. Τίθεται ζήτημα δεδηλωμένης. Συγγνώμη, αλλά αυτό είναι καταστροφικό και αντιδημοκρατικό. Αν και η δημοκρατία δεν είναι α λα καρτ, στα δημοκρατικά Κοινοβούλια οι αποφάσεις λαμβάνονται μόνο α λα καρτ. Σε αυτά συμπολίτευση και αντιπολίτευση προσέρχονται κάθε φορά σε διάλογο εκ του μηδενός. Μετά τον διάλογο αποφασίζουν αν ψηφίζουν, καταψηφίζουν ή απέχουν. Για αυτό και πριν υπάρχουν νομοπαρασκευαστικές και κοινοβουλευτικές επιτροπές, για να συζητούνται όλα τα σχέδια νόμου. Η στάση της αντιπολίτευσης δεν καθορίζεται από τη στάση του κόμματος ή των κομμάτων της συμπολίτευσης, αλλά από το αν συμφωνεί ή όχι με τις κυβερνητικές προτάσεις. Τηρουμένων των αναλογιών, τέτοια οφείλει να είναι και η στάση της συμπολίτευσης σε σχέση με τις προτάσεις της αντιπολίτευσης. Ή έχουμε Κοινοβούλιο ή έχουμε τακτικίστικους εξυπνακισμούς. Οι ευθύνες στις δημοκρατίες αναλαμβάνονται στα Κοινοβούλια. Ακροβατισμοί περί δεδηλωμένης δεν χωρούν. Ούτε περί δημοψηφισμάτων. Στις αντιπροσωπευτικές και όχι στις «τσαβικές δημοψηφισματικές» δημοκρατίες αποφασίζουν οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, όχι οι «κοινές γνώμες».
Η δεύτερη διαφωνία αφορά πιο σοβαρούς πολιτικούς, που δεν εξαρτούν τη στάση τους από το τι θα πουν ο Π. και ο Δ. Καμμένος, αλλά διαφωνούν με τον όρο «Νέα Μακεδονία». Η εμμονή σε γεωγραφικό προσδιορισμό και σε τίποτα άλλο είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Με την ιστορία όμως της χώρας, αυτή η εμμονή φαντάζει διαφωνία περί όνου σκιάς.
Οφείλουν όσοι αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας να γνωρίζουν την ιστορία της. Για αυτό ως ευτυχή συγκυρία έρχεται σήμερα το βιβλίο «Μετά το 1922» του Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου να μας θυμίσει ότι αυτή η χώρα ήταν χωρισμένη, επί Βενιζέλου, σε Νέες Χώρες και Παλαιά Ελλάδα, με τη συναίνεση της άλλης τότε μεγάλης παράταξης, του Λαϊκού Κόμματος. Ενώ σε δύο απογραφές (1928 και 1940) η Ελλάδα αναγνώριζε έξι μειονότητες. Μια εξ αυτών ήταν οι Τούρκοι της Θράκης (Τούρκοι, όπως το διαβάζετε) και μια άλλη οι Σλάβοι της Μακεδονίας (πάλι όπως το διαβάζετε), συν οι Τσάμηδες, οι Κουτσόβλαχοι, οι Σεφαραδίτες Εβραίοι και οι Αρμένιοι. Ο Μαυρογορδάτος ισχυρίζεται πως το ότι δεν υπάρχουν Τούρκοι αλλά μουσουλμανική θρησκευτική μειονότητα είναι οψιγενές επιχείρημα. Και έχει μεγάλο δίκιο.
Οι Σλάβοι χωρίζονταν σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: σλαβόφωνοι με ελληνική συνείδηση, λεγόμενοι και Γραικομάνοι, σλαβόφωνοι με βουλγαρική συνείδηση και Σλαβομακεδόνες. Ολοι ορθόδοξοι. Η Ελλάδα προσπάθησε το 1919 στο Νεϊγύ, με τη Συνθήκη Εθελοντικής Ανταλλαγής πληθυσμών με τη Βουλγαρία, να ανταλλάξει τους βούλγαρους υπηκόους ελληνικής καταγωγής και συνείδησης με τους έλληνες υπηκόους βουλγαρικής καταγωγής και συνείδησης. Οι δύο μειονότητες τελικά προτίμησαν να μείνουν εκεί όπου γεννήθηκαν. Στη δε Σύμβαση Υποχρεωτικής Ανταλλαγής με την Τουρκία (σε αντίθεση με τη Συνθήκη της Λωζάννης, στην οποία οι νικητές Σύμμαχοι επέβαλαν να γίνεται αναφορά σε θρησκευτικές μειονότητες, όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία) οι δύο χώρες έκαναν λόγο περί «ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών». Στο κείμενο της Σύμβασης (άρθρο 3) χρησιμοποιούνταν οι όροι «Ελληνες» και «Τούρκοι» και γινόταν αναφορά σε ελληνικούς και τουρκικούς πληθυσμούς.
Το Λαϊκό Κόμμα – το οποίο είχε το πλεονέκτημα ότι δεν κυβερνούσε – υπερθεμάτιζε υπέρ των μειονοτήτων, κυρίως υπέρ των σλαβόφωνων, για να αντισταθμίζει τα κέρδη που είχε η βενιζελική παράταξη από την υποστήριξη των προσφύγων. Ηταν ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης που επωφελήθηκε το 1932 και 1933 από την ψήφο κυρίως των σλαβόφωνων αλλά και της τουρκικής μειονότητας. Δεν κατηγορήθηκε για εθνική προδοσία! Εθεωρείτο κάτι απολύτως θεμιτό, μέσα στο πολιτικό παιχνίδι.
Η Ελλάδα του Βενιζέλου και του αστικού εκσυγχρονισμού δεν φοβόταν να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα όπως ήταν. Για αυτό και μεγαλούργησε. Οταν οι λαοί και οι ηγέτες φοβούνται τη σκιά τους, ταυτίζουν την ψυχή τους με το όνομά τους. Οταν δεν φοβούνται, ηγέτες και λαοί μεγαλουργούν. Ας ελπίσουμε ότι κάποια στιγμή οι σημερινοί τριαντάρηδες και κάτω θα δουν να ταυτίζεται η ψυχή της Ελλάδας με την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό και όχι με το όνομά της.
Εντάξει, δεν ψάχνω Βενιζέλους σήμερα, αλλά τουλάχιστον ας μάθουμε επιτέλους κάτι από αυτόν. Μόνο με καμμένους θα πορευόμαστε;