Η συζήτηση του εργασιακού νομοσχεδίου, εντός και εκτός Βουλής, υποτάχθηκε περισσότερο στις επικοινωνιακές ανάγκες των κομματικών και συνδικαλιστικών μηχανισμών αντί να επικεντρωθεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των αναγκών των εργαζομένων, στις σύγχρονες συνθήκες. Η κυβέρνηση το ονόμασε «νομοσχέδιο προστασίας της εργασίας» ενώ η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα το κατήγγειλαν ως επιχείρηση «εξαθλίωσης των εργαζομένων». Την ώρα που η ψηφιακή εποχή έχει βάλει την καθημερινότητά μας σε νέες ράγες, κάποιοι εξακολουθούν να δίνουν μάχες οπισθοφυλακών αρνούμενοι να αποδεχτούν τόσο τη σημερινή πραγματικότητα, όσο και τις καταιγιστικές αλλαγές που έρχονται στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η τηλεργασία που επιβλήθηκε βίαια, λόγω της πανδημίας, είναι ενδεικτική των αλλαγών αυτών.
Σήμερα, η πραγματικότητα είναι ότι από το σύνολο των επιχειρήσεων της χώρας το 98,2% απασχολεί μέχρι 9 εργαζόμενους. Η τύχη των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις αυτές δεν μπορεί να διαχωριστεί από την τύχη των ίδιων των επιχειρήσεων, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κυριότερο δικαίωμά τους, αυτό της εργασίας. Είναι βέβαιο ότι πολλοί επαγγελματίες αυτής της κατηγορίας αδυνατούν, αντικειμενικά, να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Γι αυτό και είναι κρίσιμες οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν στον χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με στόχο να τις καταστήσουν βιώσιμες, είτε πρόκειται για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους, είτε για την παροχή κινήτρων για συνέργιες και συγχωνεύσεις,
Βέβαια, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχει θέμα προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων των μισθωτών της χώρας. Η προστασία αυτή πρέπει να είναι διττή και να αφορά τόσο την ασυδοσία όσων εργοδοτών εξακολουθούν να έχουν την αυταπάτη ότι η μείωση του κόστους εργασίας ή η απλήρωτη υπερεργασία θα τους εξασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα στην αγορά, όσο και την προστασία από τον συντεχνιασμό των συνδικάτων που ενδιαφέρονται κυρίως για τη διατήρηση των δικών τους κεκτημένων. Η στήριξη των συμφερόντων των εργαζομένων δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική παρά μέσω συλλογικών συμβάσεων τις οποίες διαπραγματεύονται συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπου υπάρχουν, που εκφράζουν την πλειοψηφία των μισθωτών και όχι τις συντεχνιακές μειοψηφίες. Πολύ περισσότερο σήμερα, που η πλειοψηφία αυτή έχει την ευκαιρία να εκφραστεί και με τις δυνατότητες που παρέχει πλέον η νέα τεχνολογία.
Η κύρια συζήτηση, και ταυτόχρονα η αναζήτηση λύσεων, πρέπει να γίνει με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Το εργασιακό νομοσχέδιο, και ο διάλογος γύρω απ? αυτό, αφορά κυρίως στη ρύθμιση ζητημάτων για την προστασία των δικαιωμάτων και τη βελτίωση των συνθηκών της μισθωτής εργασίας αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των επερχόμενων αλλαγών. Όταν όλες οι σχετικές μελέτες συμφωνούν ότι μέχρι το 2030 θα υπάρχει μόνο το 15-20% των θέσεων εργασίας με το ίδιο αντικείμενο που έχουν σήμερα και ότι κάθε μισθωτός θα αλλάξει 3 ή 4 φορές ειδικότητα στον εργασιακό του βίο, αντιλαμβάνεται κανείς ότι χρειάζεται να υιοθετήσουμε διαφορετική αντίληψη και να κάνουμε νέο συνολικό σχεδιασμό. Ένας σχεδιασμός που δεν θα αφορά μόνο την εργασία αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα, συνολικά, καθώς και τα δημόσια και ιδιωτικά προγράμματα διαρκούς επιμόρφωσης και επαγγελματικού (ανα)προσανατολισμού.
Η Πρωτομαγιά στο Σικάγο θα συνεχίσει να συμβολίζει την επαναστατική, για την εποχή της, κατοχύρωση της 8ωρης εργασίας. Σήμερα, οι εργαζόμενοι χρειάζονται ένα νέο, «ψηφιακό» Σικάγο ώστε να διεκδικήσουν τη συμμετοχή και να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους στη σύγχρονη αγορά εργασίας. Οι ανθρώπινες δεξιότητες είναι το κεφάλαιο στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.
Πηγή: www.tanea.gr