Ιστορικά, ο αποκαλούμενος κεντροαριστερός χώρος είναι ο χώρος που κλήθηκε να συστεγάσει ένα μεγάλο ρεύμα της Αριστεράς (το ρεύμα του ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλισμού, δηλαδή το μη κομμουνιστικογενές τμήμα της) και μία διακριτή, σημαντική τάση του φιλελεύθερου ρεύματος, αυτή που έδινε προτεραιότητα στον πολιτικό και κοινωνικό φιλελευθερισμό και όχι στον οικονομικό.
Το αίτημα της συνύπαρξης των δύο ρευμάτων ήταν ισχυρό στο παρελθόν και είναι επίκαιρο σήμερα επειδή αρθρώνεται στην κύρια αλλά διαρκώς αναστελλόμενη επιδίωξη του ελληνικού κράτους εδώ και τουλάχιστον 100 χρόνια: να γίνει ένα «κανονικό» ευρωπαϊκό κράτος. Σε καμία άλλη πολιτική οικογένεια του τόπου (Δεξιά και Κομμουνιστική Αριστερά) το αίτημα αυτό δεν αναγνωρίστηκε ως ιστορικός όρος ύπαρξης του τόπου – αν και μετά το ’74 υπήρξαν σοβαρές θετικές διαφοροποιήσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Δεν είναι όμως τυχαίο ότι στους σκληρούς πυρήνες αυτών των δύο «πολιτικών οικογενειών» αναπτύσσονται οι εθνικοί εξαιρετισμοί και οι απομονωτισμοί. Και όταν δυνάμεις της κεντροαριστεράς εκφράζονταν με τέτοιους όρους, αυτό οφειλόταν στην επιρροή είτε της μιας είτε της άλλης «οικογένειας».
Το αίτημα της συνύπαρξης των δύο ρευμάτων ήταν ισχυρό στο παρελθόν επειδή οι μετεμφυλιακές πολιτικές συνθήκες με την παρανομία της Αριστεράς και τις διώξεις του δημοκρατικού/προοδευτικού χώρου έθεταν το ζήτημα της διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής πολιτικής δημοκρατίας.
Είναι επίκαιρο σήμερα επειδή οι υποτυπώδεις οικονομικές και κοινωνικές δομές και οι ασθενικοί θεσμοί της ψυχορραγούσας Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορούν να δρομολογήσουν την έξοδο από την πολύπλευρη κρίση.
Για να περάσουμε στην Τέταρτη Δημοκρατία, όπου η Ελλάδα θα είναι όχι τυπικά και επιφανειακά αλλά ουσιαστικά και οργανικά μέλος της Ε.Ε. (της Ομοσπονδιακής Ευρώπης), απαιτείται ένα ισχυρό πολιτικό υποκείμενο (κόμμα) που θα ηγηθεί αυτής της διαδικασίας, ενοποιώντας πολιτικά την εκπροσώπηση των ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων που έχουν να ωφεληθούν απ’ όλη αυτή την ιστορική πορεία.
Ένα ισχυρό κόμμα σημαίνει όχι μόνο (ίσως όχι και κυρίως) ενιαίο οργανωτικό σχήμα και μια ηγετική προσωπικότητα, αλλά πρωταρχικά μια δεσμευτική και δυναμική, σαφή και συνεκτική πολιτική ατζέντα.
Οι απαιτούμενες αλλαγές στο πολιτικό σύστημα (κατάργηση πρωθυπουργοκεντρικού μοντέλου, ριζική αλλαγή εκλογικού νόμου, δραστικός περιορισμός κρατικής χρηματοδότησης και απαγόρευση δανεισμού των κομμάτων, δύο θητείες κ.λπ.) και στην αρχιτεκτονική των οικονομικών μας δομών (όχι ολιγοπώλια στο χώρο των τραπεζών, έμφαση στον εκσυγχρονισμό του πρωτογενούς τομέα, διευκόλυνση της νέας, καινοτόμας επιχειρηματικότητας κ.λπ.) θα πρέπει να πάρουν το χαρακτήρα δεσμευτικών, συγκεκριμένων προγραμματικών προτάσεων γύρω από τις οποίες θα συγκροτηθεί ο νέος κεντροαριστερός πόλος.
Η συζήτηση αποκλειστικά για το οργανωτικό σχήμα της κεντροαριστεράς απέχει από τις ανάγκες της εποχής, παράγει τακτικισμούς και περιορίζει το κοινωνικό ακροατήριο.
Η μορφή του ενιαίου κόμματος πρέπει να καθοριστεί από τα εξής:
– Να είναι η ελληνική συνεκδοχή του ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλισμού.
– Να στηριχτεί εξαρχής στις αρχές της εσωκομματικής δημοκρατίας, της αποκέντρωσης και της ισότιμης συμμετοχής όλων των κοινωνικών κατηγοριών (π.χ. νέοι).
– Να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του κόμματος-θεσμού (όχι αρχηγισμοί, προγραμματικές συμφωνίες μέσα από συνέδρια, τακτικές λογοδοσίες κ.λπ.).
Η αναμονή για να ωριμάσουν (κι άλλο!) οι συνθήκες για έναν νέο και ενιαίο κεντροαριστερό φορέα είναι εκφυλιστική της όποιας δυναμικής έχει δημιουργηθεί τα τελευταία δύο χρόνια.
Η «κατάλληλη» χρονική στιγμή δεν μπορεί να καθοριστεί από ένα βολονταρισμό των λίγων, ούτε από την «επιστημονική» λεπτολογία των ειδημόνων.
Η «κατάλληλη» χρονική στιγμή, πάντως, δεν μπορεί να είναι μετά από εκλογές όπου το 40% δεν έχει τι να ψηφίσει…