Χωροταξία και ανάπτυξη: Δύο ξένοι στην ίδια χώρα

Αλέκος Κρητικός 03 Σεπ 2019

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ

Ευχάριστη ήταν η έκπληξη από την είδηση ότι στο υπό επεξεργασία αναπτυξιακό νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων θα συμπεριλαμβάνονται και προτάσεις που αφορούν χωροταξικά και πολεοδομικά θέματα, όπως ο καθορισμός χρήσεων γης, η μεταφορά συντελεστή δόμησης ή ο Ψηφιακός Χάρτης.

Και λέμε ότι πρόκειται για έκπληξη, επειδή μέχρι τώρα στη χώρα μας, η αναπτυξιακή και η χωροταξική πολιτική διάγουν «βίους παραλλήλους»: σχεδιάζονται και εφαρμόζονται η μία ανεξάρτητα από την άλλη, χωρίς να συναντώνται, συχνά με ασύμβατες ή και αντικρουόμενες παρεμβάσεις. Κλασικό παράδειγμα: οι πόλεις/πόλοι ανάπτυξης του ΕΣΠΑ 2007-2013 δεν συνέπιπταν με τους αντίστοιχους πόλους ανάπτυξης του Γενικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού της ίδιας περιόδου. Δυο ξένοι στην ίδια χώρα δηλαδή, για να παραφράσουμε ελαφρά τον τίτλο της παλιάς γνωστής ταινίας με τον Αλαίν Ντελόν και τον αξέχαστο Ζαν Γκαμπέν.

Ο αναπτυξιακός προγραμματισμός και ο χωροταξικός σχεδιασμός πρέπει να αποτελούν μια ενιαία και αδιαίρετη διαδικασία. Και τούτο επειδή η διαδικασία της ανάπτυξης δεν συντελείται σε ένα ουδέτερο και ομότροπο χώρο: κάθε παρέμβαση εγγράφεται στον γεωγραφικό χώρο, ο οποίος όχι μόνον αντιδρά, αλλά και αναδρά.

Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα που δείχνει την αντίδραση και ανάδραση του χώρου σε μια παρέμβαση που, εκ πρώτης όψεως , δεν έχει χωροταξική διάσταση, όπως η θέσπιση μεσημβρινής διακοπής του ημερήσιου ωραρίου εργασίας. Μια τέτοια παρέμβαση θα είχε ως συνέπεια τη δημιουργία πλήθους καταστημάτων εστίασης σε κάθε περιοχή εργασίας με τις συνακόλουθες επιπτώσεις στις ανάγκες στάθμευσης ,εφοδιασμού και συγκοινωνίας, με αυξήσεις στα ενοίκια της περιοχής, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την απομάκρυνση χρήσεων που δεν θα μπορούν να καλύψουν τα αυξημένα ενοίκια κ.ο.κ. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν θα αφήσουμε αυτές τις χωρικές επιπτώσεις να εκδηλωθούν αυθόρμητα και , εν πολλοίς, αυθαίρετα ή αν θα προσπαθήσουμε να τις προβλέψουμε και να σχεδιάσουμε την οργανωμένη και συμβατή με τους στόχους μας εξέλιξή τους. Το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό και η απάντηση αυτονόητη. Δεν είναι όμως πάντοτε αυτή η πρακτική που ακολουθείται.

Υπάρχουν, βεβαίως, και παραδείγματα περισσότερο προφανή, όπως οι δραστηριότητες που συνοδεύουν τη δημιουργία ενός νοσοκομείου, ενός αεροδρομίου, μιας οδικής αρτηρίας κ.ο.κ. Δραστηριότητες που αναπτύσσονται ούτως ή άλλως και είναι στο χέρι μας, με τον κατάλληλο χωρικό σχεδιασμό, να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη της παρουσίας τους και να ελαχιστοποιήσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις.

Από τα παραδείγματα αυτά φαίνεται ότι δεν είναι δυνατόν να σχεδιάζουμε τις οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, ερήμην της οργάνωσης του χώρου, και αντιστρόφως. Η ανθρώπινη δραστηριότητα – οικονομική κοινωνική, οικιστική – και ο χώρος πάνω στον οποίο αναπτύσσεται και εξελίσσεται είναι ένα ενιαίο σύστημα.

Παρά το προφανές των ανωτέρω διαπιστώσεων, μέχρι σήμερα στη χώρα μας η επικοινωνία και συνέργεια μεταξύ του αναπτυξιακού και του χωροταξικού σχεδιασμού είναι προβληματική. Αυτό οφείλεται , κατά κύριο λόγο, στη διαφορετική αντίληψη για τη σχέση της χωροταξίας με τον αναπτυξιακό σχεδιασμό και στο διαφορετικό επιστημονικό υπόβαθρο των υπευθύνων τους, γεγονός που με τη σειρά του τροφοδοτεί την έλλειψη συντονισμού και συνεννόησης μεταξύ των κρατικών υπηρεσιών και οδηγεί σε ένα κακώς νοούμενο ανταγωνισμό. Πίσω βέβαια από αυτές τις αντιθέσεις βρίσκονται και οι διαφορετικές προτεραιότητες και τα, καλώς ή κακώς νοούμενα, συμφέροντα που ο ένας ή ο άλλος σχεδιασμός είναι ταγμένος να προασπίζει.

Η εκ των πραγμάτων τοποθέτηση της χωροταξικής πολιτικής σε δεύτερη θέση στο διοικητικό μηχανισμό σε σχέση με τον αναπτυξιακό-οικονομικό προγραμματισμό, οδήγησε τους υπευθύνους της σε αμυντικές τακτικές περιφρούρησης , με αποτέλεσμα την απομάκρυνση της χωροταξίας από τον οικονομικό προγραμματισμό και τη στροφή της προς οικιστικές και περιβαλλοντικές κατευθύνσεις. Προς επίρρωση αυτής της διαπίστωσης, αρκεί να δει κάποιος τη σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας, όπου, πέραν των εκπροσώπων φορέων, επιμελητηρίων κ.λπ. , προβλέπεται ειδικά η συμμετοχή εκπροσώπων δύο μη κυβερνητικών περιβαλλοντικών οργανώσεων και ενός καθηγητή Πολεοδομίας-Χωροταξίας . Αντίστοιχο επιστημονικό υπόβαθρο (χωροταξία) πρέπει να έχει και ο πρόεδρος του Συμβουλίου. Κανείς όμως οικονομολόγος μεταξύ αυτών. ( Για να μην προσαφθούν στον γράφοντα συντεχνιακές σκοπιμότητες , διευκρινίζεται ότι δεν είναι οικονομολόγος αλλά Αρχιτέκτων Ε.Μ.Π και κάτοχος D.E.A. Γεωγραφίας-Χωροταξίας).

Για να επανέλθουμε στην αρχή αυτού του άρθρου, το γεγονός ότι το αναπτυξιακό νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει και διατάξεις σχετικές με τη χωροταξική πολιτική, σηματοδοτεί άραγε τη συνειδητοποίηση της ανάγκης ενιαίου οικονομικού και χωρικού σχεδιασμού; Της αναγνώρισης της χωροταξικής διάστασης του οικονομικού προγραμματισμού, όπως και της ανάγκης δημιουργίας οικονομικής/αναπτυξιακής συνείδησης σε όσους εμπλέκονται στις διαδικασίες οργάνωσης και χρήσης του χώρου;
Και για να πάμε λίγο πιο πέρα. Σημαίνει το γεγονός αυτό ότι τα γενικά και ειδικά χωροταξικά θα σχεδιασθούν ταυτόχρονα και αλληλένδετα με το νέο ΕΣΠΑ αλλά και με τον νέο νόμο αναπτυξιακών κινήτρων, κάτω από την ενιαία ομπρέλλα ενός Εθνικού Αναπτυξιακού Σχεδίου και υπό την ευθύνη ενός ενιαίου κέντρου συντονισμού; Έχει επιτέλους γίνει αντιληπτό ότι το ΕΣΠΑ και ο νόμος των κινήτρων αποτελούν όχι μόνον αναπτυξιακές αλλά και χωρικές παρεμβάσεις, που μπορούν να έχουν θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις ανάλογα με τις πρόνοιες που θα έχουν υπάρξει; Αλλά και ότι οι χωροταξικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις μπορούν να είναι βασικοί συντελεστές ανάπτυξης αν σχεδιασθούν υπό σωστό οικονομικό/αναπτυξιακό πρίσμα;

Δεν ξέρω αν, πότε και σε ποιο βαθμό θα απαντηθούν τα ανωτέρω ερωτήματα. Τα οποία είναι πάντως επίκαιρα, δεδομένου ότι έχει αρχίσει η διαδικασία σχεδιασμού του νέου ΕΣΠΑ ενώ εξαγγέλλεται ο καθορισμός χρήσεων γης, με στόχο την κάλυψη, σε ορίζοντα τετραετίας, του 50% των ΟΤΑ.

Φαίνεται πάντως ότι κάτι κινείται προς την κατεύθυνση αυτή. Ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης σε πρόσφατη ραδιοφωνική συνέντευξή του χαρακτήρισε ρητορικό το ερώτημα για το αν η μεταφορά συντελεστή δόμησης έπρεπε να περιληφθεί σε νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Δηλαδή μη χρήζον απαντήσεως.