Χώρος εργασίας όλη η Ευρώπη

Αγγελος Στάγκος 15 Απρ 2012

Η πρόσκληση της υπουργού Εργασίας της Γερμανίας, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προς τους νέους της Ευρώπης και ιδιαίτερα των χωρών του Νότου να αναζητήσουν εργασία στη χώρα της, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Στη σημερινή Ελλάδα, βέβαια, που διακρίνεται για την προσκόλληση των παιδιών στους γονείς μέχρις ότου γίνουν… μεσόκοποι, η ενθάρρυνση για αντίστοιχη ανταπόκριση θα προκαλούσε πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Ωστόσο, η ζωή έχει αποδείξει περίτρανα ότι η περίφημη «ελληνική πραγματικότητα» ανατρέπεται πλέον, γιατί δεν μπορεί να… συντηρηθεί.

Η ανεργία που μαστίζει στη σημερινή συγκυρία την Ελλάδα και ειδικά η ανεργία των νέων, αγοριών και κοριτσιών, είναι τρομαχτική, δημιουργεί τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά δεν είναι εντελώς πρωτοφανής. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, πολλά και μεγάλα ήταν τα κύματα των Ελλήνων μεταναστών, που πήγαν να βρουν μια καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες, πιο μακρινές ή πιο κοντινές, και μάλιστα σε εποχές που οι συγκοινωνίες και η επικοινωνία ήταν εξαιρετικά δύσκολες. Οι Ελληνες άρχισαν να μεταναστεύουν προς τις ΗΠΑ το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στην πρώτη δεκαετία του 20ού, όμως, που η χώρα ήταν υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, η μετανάστευση πήρε μαζικό χαρακτήρα.

Παράλληλα με τους μαζικούς αριθμούς προς τις ΗΠΑ, Ελληνες έφευγαν και προς την Αίγυπτο και σε χώρες της Μαύρης Ηπείρου σε όλο το διάστημα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά το τέλος του και όταν η Ελλάδα δοκιμαζόταν από τον Εμφύλιο, την ανείπωτη φτώχεια και τις διώξεις αντιφρονούντων, τεράστιοι αριθμοί μετανάστευσαν προς Αμερική, Καναδά και Αυστραλία. Το τελευταίο μεγάλο κύμα μετανάστευσης παρατηρήθηκε σε περίοδο οικονομικής ανόρθωσης της χώρας, στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60, αυτήν τη φορά προς Γερμανία, Βέλγιο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Χωρίς να ξεχνούμε και τη ναυτιλία που έως το 1980, περίπου, απορροφούσε νέους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα μένοντας εδώ.

Στο παρελθόν, λοιπόν, ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ σε θέση να απορροφήσει την ανεργία, που ήταν σχεδόν ενδημικό φαινόμενο. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 με την ανάπτυξη του τουρισμού και, πολύ περισσότερο, μετά τη μεταπολίτευση, με τη θηριώδη διόγκωση του κρατικού τομέα και την υπερκατανάλωση που προήλθε από τα κοινοτικά κονδύλια και τα δανεικά. Υπερκατανάλωση που δημιούργησε τις εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζάκια και αυτοαπασχολούμενους. Ετσι δημιουργήθηκε η φούσκα της οικονομίας, αλλά και της απασχόλησης.

Τώρα όμως όλα αυτά έχουν τελειώσει με οδυνηρό τρόπο. Οι Ελληνες νέοι οφείλουν να καταλάβουν ότι ο χώρος εργασίας τους είναι ολόκληρη η Ευρώπη, αλλά και πέρα από αυτήν. Η διαφορά από το παρελθόν είναι ότι η ζήτηση δυναμικού τώρα αφορά εκείνους που έχουν προσόντα. Η αγορά εργασίας έχει διεθνοποιηθεί στην Ευρωζώνη και τα Ελληνόπουλα μπορούν να ανταγωνιστούν οπουδήποτε και οποιονδήποτε, αρκεί να τολμήσουν να ξεφύγουν από τον επαρχιωτισμό και την προσκόλληση στη στενή οικογένεια. Σε σύγκριση με τους νέους πολλών άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τα δικά μας παιδιά έχουν μεγαλύτερη γνώση και ευχέρεια σε ξένες γλώσσες, γεγονός που επίσης βοηθάει, αν θέλουν, να βρουν εργασία εκτός Ελλάδας.

Είναι διαδεδομένη η άποψη ότι με την αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες, η δική μας θα στερηθεί ένα μεγάλο μέρος του καλύτερου δυναμικού της. Κάτι τέτοιο θα ίσχυε αν η Ελλάδα μπορούσε να αξιοποιήσει τους ανθρώπους της, αλλά αυτό δεν ισχύει. Αντίθετα, η συσσώρευση μεγάλου αριθμού αποφοίτων ΑΕΙ διαφόρων ειδικοτήτων έχει συμβάλει στη δημιουργία συντεχνιών που μοναδικό μέλημά τους είναι η διατήρηση απολαβών με τεχνητούς τρόπους. Αλλωστε, η απασχόληση σε άλλες χώρες της Ευρώπης δεν σημαίνει απομάκρυνση από την Ελλάδα. Ο σύνδεσμος με την πατρίδα δεν χαλαρώνει. Ποιο η διαφορά σήμερα να δουλεύει ένας Αθηναίος στο Μόναχο και όχι στη Θεσσαλονίκη; Το κέρδος είναι ότι έχει δουλειά, ότι μαζεύει εμπειρίες, ότι εκτίθεται σε άλλη νοοτροπία, ότι γίνεται περισσότερο κοσμοπολίτης και όλα αυτά αποτελούν πολύτιμα εφόδια, αν και όταν κάποια στιγμή αποφασίσει να επιστρέψει. Η θητεία στο εξωτερικό θα ωφελήσει όσους το αποφασίσουν, αλλά και τη χώρα.