Η ανακίνηση για πολλοστή φορά, του θέματος χωρισμού Κράτους -Εκκλησίας, ευπρόσδεκτη πάντα, δεν πρέπει να προκαλέσει ανησυχία για το πόσο βαθιά θα πάει. Αλλά για το ακριβώς αντίθετο: να μην μείνει κι αυτή την φορά στα λόγια, ή (το πιθανότερο) να προταθούν μερικές μόνο, μικρές και ανεπαίσθητες τροποποιήσεις.
Η συζήτηση όμως που άνοιξε, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πολλές φορές στην Ελλάδα, όσον αφορά ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, το αυτονόητο παραβλέπεται.
Και δεν μπορεί παρά να είναι αυτονόητο στην εποχή μας ότι, το κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να θρησκεύεται. Οι άνθρωποι, μέσα από τα ατομικά βιώματα τους και τις ατομικές αναζητήσεις τους, θρησκεύονται ή όχι. Σε αυτές τις αναζητήσεις, τις πνευματικές και τις μεταφυσικές αγωνίες, ένα σύγχρονο κράτος οφείλει να μην αναμιγνύεται. Οφείλει να διαφυλάττει την θρησκευτική ουδετερότητα του.
Υποχρέωση της Πολιτείας είναι να διασφαλίζει την εφαρμογή ενός πλαισίου κανόνων για την ανεμπόδιστη άσκηση θρησκευτικής λατρείας από όσους το επιθυμούν. Πάντα, βεβαίως, χωρίς να παραβιάζονται, τόσο η ισότητα των πολιτών, όσο και τα ατομικά και τα συλλογικά δικαιώματα – ιδιαιτέρως αυτά των μειονοτήτων.
Το κεντρικό θέμα λοιπόν είναι ότι, το κράτος δεν μπορεί να έχει «πνευματικό καθοδηγητή», ούτε επίσημο συνεταίρο, καμιά συγκεκριμένη θρησκευτική οργάνωση, όσο μεγάλο αριθμό πιστών κι αν διαθέτει αυτή. Η αρχή αυτή πρυτάνευσε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, μετά την εποχή του Διαφωτισμού, αλλά και σε πολλές του εκτός Ευρώπης κόσμου. Και όχι μόνο στις αναπτυγμένες. Εδώ το παράδειγμα της Γαλλίας με τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, είναι φυσικά εμβληματικό. Δεν πρέπει όμως μεταξύ όλων αυτών των περιπτώσεων, να μας διαφεύγει και η περίπτωση της Τουρκίας, στην οποία θεσπίστηκε το κοσμικό κράτος μετά το 1923.
Το συνεχιζόμενο σφιχταγκάλιασμα Κράτους – Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, και τα ιδεολογικά στοιχεία στα οποία βασίζεται, βρίσκονται σε αντίθεση με τις προσπάθειες για τη διαμόρφωση μιας ανοιχτής και ανεκτικής κοινωνίας, μέσω της άρσης θρησκευτικών διακρίσεων, για τις οποίες η χώρα μας έχει επανειλημμένως καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το καθεστώς αυτό μετατρέπει την Εκκλησία σε παράρτημα του Κράτους, αλλά και το Κράτος σε αγωγό των αντιλήψεων της διοίκησης της Εκκλησίας προς την κοινωνία, μέσω των κρατικών μηχανισμών.
Η μεν Εκκλησία πρέπει, επιτέλους, να εγκαταλείψει την πάγια τακτική της προσκόλλησης στο «γκουβέρνο» και στο «δοβλέτι», που ακολούθησε από την βυζαντινή εποχή, συνέχισε στην οθωμανική περίοδο, και διατηρεί μετά την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Το δε Κράτος είναι καιρός να απαλλαγεί από την παράδοση να διοικεί την κοινωνία μέσω εθνικής ομογενοποίησης (περισσότερο ή λιγότερο βίαιης), και μέσω θρησκευτικής «νομιμοποίησης» με μοχλό μια «κρατική» θρησκεία. Πρέπει να σταματήσει να εκχωρεί κρατικές λειτουργίες σε ιερείς, όπως ληξιαρχικές αρμοδιότητες (βλ. γάμους, βαφτίσια κλπ).
Η Εκκλησία θα πρέπει πλέον να πείσει για τις θρησκευτικές και θεολογικές απόψεις της, ακόμα και για τις κοσμικές αντιλήψεις της (συνήθως εθνικιστικές και βαθύτατα αναχρονιστικές), χωρίς την υπερπροστασία του ελληνικού κράτους. Και βεβαίως κρινόμενη, όπως όλοι μας.
Ο πλήρης διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας δεν είναι μόνον ένα ώριμο θέμα, από πολλού χρόνου αναμενόμενο. Αποτελεί αναγκαίο βήμα για έναν στοιχειώδη εκσυγχρονισμό του κράτους και της κοινωνίας. Γι αυτό και υπήρξε αίτημα όλων των προοδευτικών κομμάτων στην Ελλάδα, καθώς και ορισμένων δυνάμεων της ευρωπαϊστικής φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς, το οποίο συμπεριλήφθηκε και στο Κυβερνητικό Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, όταν αυτό ανήλθε για πρώτη φορά στην εξουσία το 1981.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία της Αναθεώρησης του Συντάγματος που έχουμε μπροστά μας. Οι αναγκαίες αλλαγές πρέπει να προωθηθούν: απάλειψη από το Προοίμιο του Συντάγματος της διατύπωσης «στο όνομα της… Αγίας Τριάδος», κατάργηση του άρθρου 3, επαναδιατύπωση των άρθρων 13 και 72, καθώς και των άρθρων περί όρκου βουλευτών και Προέδρου της Δημοκρατίας.
Αν γίνουν αυτά, θα πρόκειται για μια πραγματική πρόοδο και σε βάθος αλλαγή. Δεν είναι εποχή για πασαλείμματα και μικρο-διευθετήσεις. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε βήμα προς την εκκοσμίκευση του κράτους είναι πάντα θετικό.