Χωρίς συνοχή Ελλάδα και Ευρώπη

Χρίστος Αλεξόπουλος 09 Αυγ 2015

Φαίνεται, ότι η οικοδόμηση συνοχής, κοινωνικής και πολιτικής, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδιαιτέρως στην Ευρωζώνη γίνεται με ταχύτητες, οι οποίες δεν συμπορεύονται με την δυναμική της εξέλιξης σε πλανητικό επίπεδο αλλά ούτε και με τις δικές τους εσωτερικές ανάγκες. Η βραδύτητα δε είναι τόσο μεγάλη, που αναρωτιέται ο αντικειμενικός παρατηρητής, εάν υπάρχει προοπτική υπέρβασης των αιτίων αυτού του φαινομένου. Εάν αυτό δεν γίνει σύντομα, η παγκόσμια δυναμική της εξέλιξης θα προσπεράσει, ενώ η Ευρώπη δεν θα ακολουθήσει αναλαμβάνοντας την ευθύνη και το όφελος, που της αναλογούν και η Ελλάδα θα φυτοζωεί υπερήφανη για το απώτερο παρελθόν της.

 

Οι μεγαλοστομίες και οι ιδεοληπτικού χαρακτήρα φαντασιώσεις για το μέλλον από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος δεν αρκούν για την ανάπτυξη δυναμικής υπέρβασης της κρίσης και της ακινησίας, η οποία χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία.Η συνεχής πολιτική ρευστότητα δυσκολεύει επίσης πολύ την προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας, η οποία έχει καταρρεύσει. Βεβαίως δεν υπήρξε ποτέ παραγωγική.Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής ( Έθνος online, 29.07.2015 ) μάλιστα εκτιμάται, ότι οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν θα καταργηθούν άμεσα και αναφέρεται, ότι «η μείωση του εβδομαδιαίου Α.Ε.Π. εγγίζει τα 2,8 δις. Ευρώ ανά εβδομάδα με capital controls και έλλειψη ρευστότητας ή το 1,5% του ύψους του Α.Ε.Π. του 2014 στην περίπτωση που η μείωση της κατανάλωσης εγγίζει το 80% και τα 1,75 δις. Ευρώ ανά εβδομάδα ή 0,9% του Α.Ε.Π., όταν η μείωση της κατανάλωσης κυμαίνεται στο 50%»

Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για την οικονομική συγκυρία ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος επιδεινώθηκε για πέμπτο συνεχόμενο μήνα τον Ιούλιο του 2015, υποχωρώντας από τις 90,7 μονάδες τον Ιούνιο στις 81,3. Γενικά οι προβλέψεις δείχνουν, ότι η κατάσταση επιδεινώνεται σε όλους τους τομείς, από την καταναλωτική εμπιστοσύνη, την βιομηχανία και τις υπηρεσίες μέχρι το λιανικό εμπόριο και τις κατασκευές.

Την ίδια στιγμή σύμφωνα με μελέτη του επιστημονικού δυναμικού της ΓΣΕΕ ο φτωχός πληθυσμός στην Ελλάδα υπερδιπλασιάσθηκε τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα 4 στους 10 κατοίκους της χώρας να έχουν διαθέσιμο εισόδημα μικρότερο του αντίστοιχου ορίου φτώχειας το έτος 2009 (Βήμα online, 29.07.2015). Σε ό,τι αφορά δε την ανεργία σύμφωνα με τη Eurostat τον Απρίλιο του 2015 ήταν 25,6 %, μειωμένη σε σχέση με τον Απρίλιο του 2014 κατά 1,4 %. Τώρα βέβαια με τα capital controls και την πλήρη ακινησία της αγοράς το ποσοστό θα έχει ανέβει. Στους νέους η ανεργία είναι 53,2 %. Η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται, ότι είναι η πρωταθλήτηρια Ευρώπης στην ανεργία. Ακολουθεί η Ισπανία με 22,5 % και στους νέους 49,2 %. Την μικρότερη ανεργία έχει η Γερμανία με 4,7 %.

Αυτά τα στοιχεία δείχνουν την κατάσταση στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Η κοινωνική συνοχή βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης και η οικονομία σε κατάρρευση.

 

Στο χώρο της πολιτικής η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Το πολιτικό σύστημα μαθημένο να χειραγωγεί τους ψηφοφόρους του, αδυνατεί να αντιμετωπίσει με βιώσιμο τρόπο την κρίση και να κάνει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ώστε η ελληνική κοινωνία να εγκαταλείψει την ακινησία και να αποκτήσει παραγωγική δυναμική. Φοβάται το πολιτικό κόστος, διότι θα πρέπει να μετασχηματίσει κατεστημένες δομές και να δρομολογήσει την αλλαγή του τρόπου σκέψης των πολιτών και του ρυθμού ενεργοποίησης τους στα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Και αυτό συμβαίνει, διότι το ίδιο δεν έχει επεξεργασθεί ένα σύγχρονο σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης, συγκεκριμένο και κοστολογημένο με ακριβή περιγραφή του οδικού χάρτη μέχρι την επίτευξη των στόχων του σε βάθος χρόνου. Παράλληλα το πολιτικό σύστημα είναι ανίκανο να κάνει διάλογο και να καταλήξει σε συγκλίσεις και συναινέσεις, ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική συνέχεια και η αξιοπιστία σε σχέση με την κυβερνησιμότητα του τόπου. Το μόνο που είναι ικανά να κάνουν πολιτικά κόμματα και πολιτικό προσωπικό, είναι να μονολογούν παράλληλα στην προσπάθεια τους να αποδομήσουν τους αντιπάλους ως προς την ικανότητα τους να κυβερνήσουν ή τον πατριωτισμό τους. Σε αυτή δε την προσπάθεια ο λαϊκισμός και ο εκχυδαϊσμός του πολιτικού λόγου κυριαρχούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συζήτηση στη Βουλή ( 31.07.2015 ) με αφορμή ερώτηση του ΠΑΣΟΚ προς τον πρωθυπουργό για το «plan B» του πρώην υπουργού Οικονομικών Γ. Βαρουφάκη.

Ο πρωθυπουργός αξιολογώντας την ερώτηση απαντά στην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ κα. Φώφη Γεννηματά «καταλαβαίνετε, γιατί λέτε σαχλαμάρες». Επειδή δε ο πρωθυπουργός, χωρίς να απαντήσει στην ουσία του ερωτήματος, ενέπλεξε και τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ε. Βενιζέλο, χαρακτηρίσθηκε από τον τελευταίο «μοιραίος και θρασύδειλος». Κατά τα άλλα ομιλούν όλοι για εθνική συνεννόηση για να αποφύγει η χώρα την έξοδο από την ευρωζώνη, χωρίς να χρεωθεί ένα συγκεκριμένο κόμμα το πολιτικό κόστος από τα σκληρά και επώδυνα μέτρα, τα οποία αναγκαστικά θα ληφθούν στο πλαίσιο του Μνημονίου Νο 3. Γνωρίζουν πολύ καλά, ότι η χώρα θα βρεθεί για αρκετά χρόνια σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Η κοινωνική συνοχή θα δοκιμασθεί, ενώ το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν έχει προοπτική επιβίωσης με την σημερινή οργανωτική του μορφή και τον τρόπο πολιτικής σκέψης, που το διακρίνει. Δεν μπορεί να διαχειρισθεί την κυβερνητική εξουσία με τρόπο, που εγγυάται την προοπτική της χώρας σε ένα δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλη ρευστότητα και εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις. Η κοινωνική νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος είναι ήδη οριακή.

 

Στο οικονομικό πεδίο ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί στην Ευρώπη. Κινείται σε υπερεθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο του οποίου αξιοποιείται με καθαρά κερδοσκοπικά κριτήρια το κεφάλαιο και η εργασία προς όφελος μιας ολιγομελούς ελίτ. Στο πολιτικό επίπεδο ευδοκιμεί ο εθνικισμός και το λεγόμενο εθνικό συμφέρον, τα οποία βεβαίως αξιοποιούνται για την προώθηση υπερεθνικών συμφερόντων στον τομέα της οικονομίας και τον έλεγχο της διαμόρφωσης πολιτικών στάσεων στις τοπικές κοινωνίες.Ταυτοχρόνως λιμνάζει η πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αντ’ αυτής προωθείται η δημιουργία ενός μορφώματος, το οποίο θα ανταποκρίνεται στον πολιτικό σχεδιασμό της Γερμανίας ως προς το ευρωπαϊκό συμφέρον. Το περιεχόμενο αυτού του σχεδιασμού γίνεται ορατό, εάν λάβουμε υπόψη ορισμένα στοιχεία για την οικονομική της πορεία, τα οποία παραθέτει σε ένα άρθρο του στο περιοδικό Stern ο Hans Ulrich Jorges με τίτλο «Είμαστε το πρόβλημα της Ευρώπης» (Wir sind Europas Problem) στις 30.07.2015. Σύμφωνα με αυτά από το 2002 μέχρι το 2014 το πλεόνασμα από τις γερμανικές εξαγωγές από 132,8 δις. αυξήθηκε σε 216,9 δις. ευρώ το χρόνο.Την ίδια περίοδο η οικονομική πορεία του ευρωπαϊκού νότου είναι καθοδική.

 

Για πρώτη φορά, σημειώνει σε άρθρο του στη γερμανική εφημερίδα Suddeutsche Zeitung (26.07.2015) ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Joschka Fischer, ότι τη νύχτα της 13.07.2015 (κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής στις Βρυξέλλες) «η Γερμανία δεν ήθελε περισσότερη Ευρώπη αλλά λιγότερη. Και αυτό σημαίνει την μετατροπή της Ευρωζώνης από ευρωπαϊκό θεσμό σε ζώνη γερμανικής επιρροής» και λίγο πιο κάτω αναφέρει, ότι «σε μία χώρα-μέλος της Ευρωζώνης (την Ελλάδα) ασκήθηκε μαζική πίεση για να αποχωρήσει με «τη θέληση» της από τη ζώνη του ευρώ». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η αρθρογραφία και σε άλλες μεγάλες εφημερίδες όπως η Zeit, η Frankfurter Allgemeine Zeitung αλλά και το περιοδικό Der Spiegel. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι αυτή η αδιέξοδη και επικίνδυνη πολιτική για την ευρωπαϊκή προοπτική γίνεται αντικείμενο συζήτησης και κριτικής στο δημόσιο διάλογο στη Γερμανία.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο οξύ, διότι η γερμανική πολιτική στο πλαίσιο της ευρωζώνης ακολουθεί μια άκρως επικίνδυνη για την ευρωπαϊκή προοπτική κατεύθυνση, η οποία απαιτεί από τους εταίρους την ενσωμάτωση στο αξιακό τους σύστημα αξιών και ηθικών κανόνων, πού προϋποθέτουν την αλλαγή στάσης και φρονημάτων των εταίρων ως προς τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις σε σχέση με την πραγματικότητα και την αποδοχή της γερμανικής ορθοδοξίας.

Το οικονομικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής δεν το καρπούται ο γερμανικός λαός, αλλά τα ολιγάριθμα μέλη της γερμανικής οικονομικής ελίτ και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η τακτική της Γερμανίας σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και γενικότερα την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η οποία στοχεύει στην μεγιστοποίηση της επιρροής της σε θέσεις κλειδιά. Σύμφωνα με στοιχεία, που παρουσιάζει η Suddeutsche online στις 31.07.2015, 1382 γερμανοί πολίτες κατέχουν «υψηλές θέσεις» στη γραφειοκρατεία των Βρυξελλών, οι οποίοι με ποσοστό 10,2 % επί του συνόλου των υπαλλήλων αποτελούν την πιο πολυπληθή ομάδα. Μετά από αυτούς ακολουθούν οι Γάλλοι και οι Βέλγοι. Παράλληλα με κύρια αιχμή του δόρατος τον υπουργό οικονομικών Wolfgang Schauble η Γερμανία προσπαθεί να περικόψει αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στοχεύοντας «στην μεγαλύτερη αποδυνάμωση της Ευρώπης, ώστε να προωθήσει την δική του ατζέντα για μια δικής του έμπνευσης Ευρώπη», όπως είπε η Simone Peter από το προεδρείο των γερμανών Πρασίνων στη Frankfurter Allgemeine Zeitung.

Με βάση αυτά τα δεδομένα στην Ευρώπη αυτή την περίοδο, σε σύμπλευση με τον Thomas Piketty („Die Schlacht um den Euro“ Munchen, 2015), τίθεται το ερώτημα «εάν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η πολιτική της κοινωνικής προόδου έχουν μέλλον χωρίς την δημοκρατική επανίδρυση της Ευρώπης». Ταυτοχρόνως πρέπει να επισημανθεί με έμφαση, ότι η οικονομική διαφάνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη ευρωπαϊκής προοπτικής. Και αυτά δεν μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, εάν τις αποφάσεις για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος τις παίρνουν πολιτικοί και κόμματα, που δεν έχουν πολιτική νομιμοποίηση μέσα από ευρωπαϊκών διαστάσεων εκλογικές διαδικασίες, αλλά εκπροσωπούν το λεγόμενο εθνικό συμφέρον και μάλιστα με νεοφιλελεύθερη λογική στην πλειοψηφία τους. Δεν έχει άδικο ο Hans-Ulrich Jorges, όταν στο περιοδικό Stern γράφει με αυτοκριτική ματιά, ότι «οι Γερμανοί πρέπει να μάθουν να μοιράζονται και να λειτουργούν με πραγματική αλληλεγγύη». Το ίδιο ισχύει για όλους, με την προσθήκη όμως της αναγκαιότητας εκσυγχρονισμού όλων των χωρών, ώστε να είναι σε θέση να συμπορευθούν προς το μέλλον. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό είναι δύσκολο, διότι υπάρχει πρόβλημα συνοχής, κοινωνικής και πολιτικής, όχι μόνο σε χώρες με προβλήματα όπως η Ελλάδα, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πολιτική, που ακολουθείται, οδηγεί στον ευρωσκεπτικισμό και στην εθνική εσωστρέφεια τις κοινωνίες, ενώ ο νεοφιλελευθερισμός ως μοντέλο οικονομικής οργάνωσης και σύστημα αξιών αλωνίζει και μετατρέπει τους ανθρώπους σε φορείς συστημικών ρόλων, ώστε να εκδοκιμεί ο ίδιος και οι ολιγομελείς οικονομικές ελίτ.