Από την πολιτική αντιπαράθεση στη Βουλή και τον γενικότερο «διάλογο» των κομμάτων μέχρι τον τρόπο επιδίωξης της θετικής εκλογικής στάσης των πολιτών και διεκδίκησης της διαχείρισης κυβερνητικής εξουσίας διαφαίνεται, ότι η ελληνική κοινωνία πορεύεται χωρίς αξιόπιστο πολιτικό υποκείμενο τόσο στο κυβερνητικό όσο και στο αντιπολιτευτικό επίπεδο.
Το αποτέλεσμα αυτού του πολύ σημαντικού κενού για την προοπτική του τόπου βιώνεται από τους πολίτες όχι μόνο εξαιτίας της πολύ αρνητικής οικονομικής κατάστασης και της γενικότερης παρακμής, αλλά και λόγω της μεγάλης ταχύτητας των εξελίξεων στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, ενώ η Ελλάδα αδυνατεί να συμπορευθεί.
Χάνεται πολύτιμος χρόνος, χωρίς να γίνονται οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την βιωσιμότητα του τόπου σε βάθος χρόνου. Σε λίγο, αν δεν είναι ήδη αργά, η κατάσταση δεν θα μπορεί να αναστραφεί εύκολα, ώστε να διασφαλισθεί η πορεία προς την ευημερία.
Παρά ταύτα το πολιτικό σύστημα δεν ευαισθητοποιείται και συνεχίζει να λειτουργεί, χωρίς να είναι σε θέση να αναλάβει τις ευθύνες, που του αναλογούν στο πλαίσιο των διαφόρων θεσμικών ρόλων.
Κατ’ αρχήν η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται σε κλίμα πόλωσης, ενώ δεν απευθύνεται στον πολίτη με στόχο την ενεργοποίηση της ορθολογικής σκέψης, προκειμένου να επεξεργασθεί νοητικά το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου. Κύριος αποδέκτης των μηνυμάτων, που απευθύνονται στους πολίτες, είναι το θυμικό και δευτερογενώς η εξιδανικευτική προσέγγιση τους, ώστε να θεωρούνται οι διοχετευόμενες φαντασιώσεις για το μέλλον, ότι είναι σίγουρα πραγματοποιήσιμες.
Γι’ αυτό δεν είναι αναγκαίος ο ουσιαστικός πολιτικός λόγος είτε μεταξύ των κομμάτων είτε στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης. Με αυτό τον τρόπο βέβαια αποφεύγεται η κοινωνική συμμετοχή και ο κοινωνικός έλεγχος.
Είναι κάτι παραπάνω από εμφανές, ότι το πολιτικό σύστημα δεν συνειδητοποιεί την ευθύνη του απέναντι στην κοινωνία και ούτε την αναλαμβάνει. Γι’ αυτό και η δημοκρατία στην Ελλάδα δεν αποκτά ουσιαστικές διαστάσεις, αλλά αποτελεί διαδικασία, η οποία αναδεικνύει διαχειριστές εξουσίας, οι οποίοι μάλιστα δεν εκφράζουν την πλειοψηφία της κοινωνίας, αλλά επιμέρους συμφέροντα κοινωνικών ομάδων.
Η πολιτική ευθύνη δεν έχει κοινωνική αναφορά. Σχετίζεται με την διασφάλιση της λειτουργικότητας και οικονομικής απόδοσης των κοινωνικών συστημάτων και επικεντρώνεται στην αναπαραγωγή τους στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, ακόμη και αν αυτή η πρακτική δεν εγγυάται την ομαλή και χωρίς προβλήματα πορεία προς το μέλλον. Αυτό επιβεβαιώνεται στην πράξη.
Είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένες οι αρνητικές εξελίξεις όχι μόνο σε σχέση με την Ελλάδα αλλά γενικότερα σε πλανητικό επίπεδο, εάν δεν μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Αυτό βεβαίως σημαίνει, ότι πρέπει να επαναπροσδιορισθεί το μοντέλο ανάπτυξης και η ενεργειακή πολιτική, εάν πρόκειται να αντιμετωπισθεί με αποφασιστικότητα το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη και οι επιπτώσεις του.
Και ενώ στην Ελλάδα, για παράδειγμα, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την κάλυψη των αναγκών της χώρας και εξαγωγής καθαρής ενέργειας (ηλιακής, αιολικής κ.λ.π.), κανένα κόμμα, τόσο κυβερνητικό όσο και από την αντιπολίτευση, δεν καταθέτει μια ολοκληρωμένη πρόταση. Όλοι κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος επενδύοντας στην άντληση πετρελαίου στις διάφορες θαλάσσιες περιοχές της επικράτειας.
Κονταροχτυπιούνται μάλιστα για το ποιός μπορεί να εγγυηθεί περισσότερο την πορεία καταστροφής του περιβάλλοντος με την καλλιέργεια φαντασιώσεων για το μέλλον, το οποίο θα φέρει την ευημερία σε όλους.
Ουσιαστικά ο πολωτικός διάλογος γίνεται με θέμα την θετικότερη συμβολή, που μπορεί να έχει ένα κόμμα, στην αυτοκτονική πορεία της κοινωνίας στα «αχαρτογράφητα νερά» του μέλλοντος. Κανένα κόμμα δεν είναι σε θέση να λειτουργήσει ως πολιτικό υποκείμενο και μηχανισμός σχεδίασης της εξέλιξης σε βάθος χρόνου, λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό κοινωνικό συμφέρον, το οποίο δεν έχει την δυνατότητα να προσδιορίσει και να εκφράσει ούτε η κοινωνία, με τον τρόπο που είναι οργανωμένη και λειτουργεί.
Κατά τα άλλα υποτίθεται, ότι στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος οι πολίτες θα κρίνουν και θα εγκρίνουν την πιο ολοκληρωμένη πρόταση. Αντί για αυτή βέβαια καλλιεργούνται συνειδητά φαντασιώσεις, οι οποίες είναι εύπεπτες και δρομολογούν ονειρικές καταστάσεις για την μελλοντική τους ζωή. Τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο ελπίζουν, μέχρι να έλθει η ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα αργότερα.
Αρκεί να ληφθεί υπόψη η πορεία προς την οικονομική κρίση και την κοινωνική παρακμή των τελευταίων ετών. Ξαφνικά οι πολίτες βιώνουν μια πρωτόγνωρη κατάσταση, η οποία απειλεί να τινάξει στον αέρα την κοινωνική συνοχή, ενώ σταδιακά συνειδητοποιούν την ανεπάρκεια των κομμάτων.
Δεν φαίνεται όμως να επεκτείνουν αυτή την συνειδητοποίηση και στην αναγκαιότητα απομάκρυνσης από τις παθογένειες του παρελθόντος, όπως είναι η καλλιέργεια φαντασιώσεων και ο περιορισμός της πολιτικής δραστηριοποίησης στην περίοδο των εκλογών ή η ανοχή στην διαφθορά, αρκεί να ικανοποιούνται πρόσκαιρα ατομικά συμφέροντα.
Συνειδητά ή ασυνεινήδητα οι πολίτες έχουν αφεθεί στην λογική της κοινωνίας του θεάματος, η οποία διαμορφώνει μια πλασματική εικονική πραγματικότητα ως προς το παρόν και το μέλλον, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή των στερεότυπων του παρελθόντος στην προσπάθεια κατανόησης των προβλημάτων του παρόντος, διότι αυτή η εικονική πραγματικότητα είναι προέκταση του παρελθόντος ως προς τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά.
Με άλλα λόγια δεν αλλάζουν τρόπο σκέψης και λειτουργίας στους διάφορους τομείς δραστηριοποίησης τους, ώστε να γίνουν αφετηρία για την επανεκκίνηση του πολιτικού συστήματος και την πραγματοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για να αποκτήσει σύγχρονη αναφορά.
Το ίδιο το πολιτικό σύστημα επαναπαύεται στην ακινησία και την ανεπάρκεια του να επεξεργασθεί ένα μακροπρόθεσμο, τεκμηριωμένο και κοστολογημένο σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκείνο, που μπορεί να κάνει πολύ καλά ένα κόμμα, είναι να λειτουργεί επικοινωνιακά με την λογική του θεάματος και να χρησιμοποιεί τον λόγο για την διαμόρφωση αρνητικής εικόνας σε σχέση με τους αντιπάλους (κόμματα και πρόσωπα). Γι’ αυτό και οι λεκτικές «μαγκιές» και «κοκορομαχίες» κυριαρχούν στο πλαίσιο ενός πολωτικού κλίματος, που δημιουργούν, ώστε να ενεργοποιείται στους πολίτες το θυμικό και όχι ο ορθολογισμός για την διαμόρφωση γνώμης.
Με αυτό τον τρόπο περνά η πόλωση και στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα είναι να μην συνειδητοποιείται η ανάγκη έκφρασης του κοινωνικού συμφέροντος σε πολιτικό επίπεδο.
Εκείνο, που μετράει, είναι το ατομικό συμφέρον και μάλιστα ακόμη και σε βάρος των συμπολιτών. Σε αξιακό επίπεδο, δηλαδή, νομιμοποιείται ο άκρατος ανταγωνισμός και η διαφθορά.
Οπότε στο όνομα της «κυβερνησιμότητας» η δημοκρατία καταντά τεχνητή διαδικασία ανάδειξης μειοψηφικών διαχειριστών εξουσίας με ποσοστά, που δεν αντιπροσωπεύουν ούτε το 50% του εκλογικού σώματος.
Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής δεν χρειάζεται διάλογος ούτε και συναινέσεις, ώστε να εκφράζεται στο κυβερνητικό επίπεδο η κοινωνική πλειοψηφία. Εξάλλου ο διάλογος προϋποθέτει την ύπαρξη πολιτικού σχεδιασμού, ο οποίος θα γίνει αντικείμενο συζήτησης και κριτικής με στόχο την βελτίωση του και συγκλίσεις με άλλες προγραμματικές προτάσεις, ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο με κριτήριο το κοινωνικό συμφέρον.
Η απάντηση από τα ήδη υπάρχοντα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό είναι, ότι δεν μπορούν να συνεργασθούν, διότι δεν θα εφαρμόσουν το δικό τους πρόγραμμα. Στη σημερινή εποχή όμως του πολιτικού πραγματισμού αυτοδιαψεύδονται. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η πορεία του ισχυρότερου κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το οποίο ακολουθεί τώρα την πολιτική, στην οποία ασκούσε σκληρή και με «ιδεολογική» τεκμηρίωση κριτική, όταν ήταν στην αντιπολίτευση.
Τελικά η διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας είναι η επιδίωξη των κομμάτων και του πολιτικού προσωπικού. Οι πλουσιοπάροχες υποσχέσεις στοχεύουν στην πρόκληση φαντασιώσεων, ώστε να είναι εύκολη η υφαρπαγή της ψήφου.
Με αυτά τα δεδομένα η χώρα προχωρά χωρίς πολιτικό υποκείμενο, το οποίο θα μπορούσε να ηγηθεί αυτής της πορείας, εκφράζοντας ταυτοχρόνως την κοινωνική πλειοψηφία και πραγματώνοντας ουσιαστικά την δημοκρατία. Με «βάρκα την ελπίδα» και μάλιστα σε «αχαρτογράφητα νερά» στο πλαίσιο μιας πολύπλοκης παγκόσμιας πραγματικότητας, το μέλλον είναι αβέβαιο.
Η προοπτική της κοινωνίας προϋποθέτει εκσυγχρονισμό της πολιτικής σκέψης, αποστασιοποίηση από την στατική λογική του παρελθόντος και επαναπροσέγγιση της σύγχρονης πραγματικότητας της παγκοσμιοποίησης και της κυριαρχίας της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς δραστηριοποίησης, που οριοθετούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πολιτών και της κοινωνίας ως ατομικών ή συλλογικών υποκειμένων.
Ειδάλλως η συμπόρευση με την δυναμική της εξέλιξης θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.