Η ιστορική διαδρομή των κοινωνιών και ιδιαιτέρως των ανεπτυγμένων, έχει οδηγήσει στην εποχή των γενικευμένων προβλημάτων και των πλανητικής εμβέλειας ανισορροπιών, τα οποία πλέον είναι δύσκολα διαχειρίσιμα πολιτικά με στόχο την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος.
Αρκεί να αναφερθούν η πολυπλοκότητα, που προκύπτει από την παγκοσμιοποίηση και την ταχύτατη ροή του χρόνου (με αποτέλεσμα την συσσώρευση πολύ περισσότερων προϋποθέσεων, που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την λήψη αποφάσεων), η κλιματική αλλαγή, η μαζική μετακίνηση πληθυσμών και το ισχύον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο βασίζεται 1. στην παραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων, 2. στην διαμόρφωση κοινωνικών στάσεων με βάση την εικονική βίωση της πραγματικότητας της ψηφιακής εποχής και την επικοινωνιακή λογική του θεάματος και 3. στον καταναλωτισμό και όχι στην έκφραση και πραγμάτωση του κοινωνικού συμφέροντος και στην κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών.
Στο πλαίσιο αυτών των παραμέτρων, που οριοθετούν την σύγχρονη πραγματικότητα, το πολιτικό σύστημα δεν φαίνεται ικανό να ελέγχει την δυναμική της εξέλιξης, ενώ το πολιτικό προσωπικό αρκείται στην διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς να συνειδητοποιεί και πολύ περισσότερο να αναλαμβάνει τις ευθύνες του για τις επιπτώσεις των επιλογών και αποφάσεων του στις μελλοντικές γενιές και στο φυσικό περιβάλλον.
Ενώ η πραγματικότητα αλλάζει με ταχείς ρυθμούς λόγω της δυναμικής, που αναπτύσσεται στα επιμέρους κοινωνικά συστήματα (π.χ. οικονομικό, επιστημονικό με την συνεχή παραγωγή γνώσεων, που προσδίδουν μεγαλύτερη ταχύτητα στην εξέλιξη κ.λ.π.), το πολιτικό σύστημα δεν πληροί τις προϋποθέσεις, ως θεσμός με κοινωνική νομιμοποίηση, για την άσκηση του αναγκαίου ελέγχου και τον σχεδιασμό της πορείας προς το μέλλον χωρίς τον υψηλό βαθμό διακινδύνευσης της βιωσιμότητας των κοινωνιών και του φυσικού περιβάλλοντος.
Το πολύ αρνητικό στην σύγχρονη εποχή της πολυπλοκότητας και των γενικευμένων πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων είναι, ότι ορισμένα θέματα υπερβαίνουν την δυνατότητα των πολιτών να τα αντιληφθούν και να συνειδητοποιήσουν το εύρος τους και την σημασία, που έχουν για τον άνθρωπο.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κλιματική αλλαγή και η αντιμετώπιση της τόσο από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα όσο και από τους πολίτες σε πλανητικό επίπεδο.
Ενώ το Potsdam Institut fur Klimafolgenforschung (Ινστιτούτο έρευνας για τις επιπτώσεις του κλίματος του Πότσδαμ) στη Γερμανία επισημαίνει, ότι «η γη θα μπορούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα να υπερθερμανθεί κατά 4 έως 5 βαθμούς Κελσίου και να ανυψωθεί η στάθμη της θάλασσας από 10 έως 60 μέτρα», η γερμανική κυβέρνηση υπέγραψε την Συμφωνία για το Κλίμα στο Παρίσι, αλλά δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα και επιτρέπει την χρήση του άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας, ενώ ταυτοχρόνως μεταθέτει την επίτευξη των δεσμεύσεων της πέραν των χρονικών ορίων, που προβλέπονται στη Συμφωνία για το Κλίμα.
Είναι δε δείγμα ανευθυνότητας απέναντι στην ανθρώπινη οντότητα, αν ληφθεί υπόψη, ότι αυτό, που επισημαίνει το Ινστιτούτο του Πότσδαμ, είναι πιθανό να συμβεί, ακόμη και αν επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας, που υπεγράφη στο Παρίσι.
Επίσης αν λιώσουν οι πάγοι στην Αλάσκα, στον Βόρειο Καναδά και σε μεγάλα τμήματα της Σιβηρίας, θα απελευθερωθούν μεγάλες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου, ενώ με την άνοδο της θερμοκρασίας πάνω από 2 βαθμούς κινδυνεύει με κατάρρευση το τροπικό δάσος του Αμαζονίου.
Και όλα αυτά, ενώ οι κλιματικές ισορροπίες θα διαταραχθούν επικίνδυνα, εάν η άνοδος της θερμοκρασίας υπερβεί τους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Σημειώνεται, ότι με τα σημερινά δεδομένα δυστυχώς η άνοδος θα κυμανθεί στους 3 βαθμούς (Mojib Latif, Deutsches Klima-Konsortium).
Οι κυβερνήσεις και τα κόμματα αδυνατούν να λειτουργήσουν με βιώσιμο τρόπο για τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι κοινωνίες. Αρκεί να ληφθεί υπόψη η στάση των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και της Κίνας, οι οποίες δεν λαμβάνουν μέτρα για την μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, αν και αυτές οι χώρες είναι από τους μεγαλύτερους ρυπαντές του περιβάλλοντος σε πλανητικό επίπεδο.
Το λυπηρό είναι, ότι δεν αντιδρούν οι κοινωνίες, όσο είναι νωρίς και υπάρχουν περιθώρια αποφυγής της κλιματικής κατάρρευσης.
Επίσης η κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με την μη ισόρροπη ανάπτυξη στον πλανήτη πριμοδοτούν την μαζική μετακίνηση πληθυσμών.
Προκαλεί αγανάκτηση η έκθεση του Economic Policy Institute (Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής), σύμφωνα με την οποία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής οι διευθύνοντες σύμβουλοι σε 350 εταιρείες κέρδισαν κατά μέσο όρο το 2017 έως και 312 φορές περισσότερα χρήματα από τους εργαζόμενους.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν στις ΗΠΑ και γενικότερα σε πλανητικό επίπεδο με την παγκοσμιοποιημένη δραστηριοποίηση του κεφαλαίου, στην Αφρική ευδοκιμεί σε αρκετές χώρες η πείνα και η έλλειψη προοπτικής λόγω του μοντέλου οικονομικής οργάνωσης σε παγκόσμιο επίπεδο και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (ακραία καιρικά φαινόμενα, ξηρασίες, πλημμύρες, μείωση καλλιεργήσιμων εδαφών κ.λ.π.), τις οποίες κατά κύριο λόγο προκαλούν οι «ευημερούσες» χώρες του πλούσιου Βορρά.
Το πολιτικό σύστημα σε πλανητικό επίπεδο αντί να παίζει ρυθμιστικό ρόλο εκφράζοντας το κοινωνικό συμφέρον χωρίς «εθνικές παρωπίδες», αρκείται στην νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης, η οποία όχι μόνο δεν δίνει λύσεις στα παραγόμενα προβλήματα, αλλά ακολουθεί αδιέξοδες πολιτικές.
Το πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης του φαινομένου της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τις κυβερνήσεις με την προσπάθεια παρεμπόδισης εισόδου στις χώρες τους. Δεν αντιμετωπίζονται όμως τα γενεσιουργά αίτια.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι η παθητική αντίδραση στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με τα φαινόμενα υπερθέρμανσης σε διάφορες περιοχές, τα οποία βιώνονται τώρα με βίαιο τρόπο ή τις καταρρακτώδεις καλοκαιρινές βροχές και τις πλημμύρες, που προκαλούν. Αυτά πιστοποιούνται με τον καλύτερο τρόπο με τα ακραία καιρικά φαινόμενα το καλοκαίρι του 2018 στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως στην Βόρεια.
Με την στατικότητα όμως, η οποία χαρακτηρίζει το πολιτικό σύστημα και το περιχαρακώνει στα εθνικά όρια αναφοράς του και στην νομιμοποιητική λειτουργία σε σχέση με την δυναμική, που προσδίδει στις κοινωνίες το οικονομικό σύστημα και οι ελίτ, οι οποίες το διαχειρίζονται με γνώμονα το κέρδος και όχι το κοινωνικό συμφέρον, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την λειτουργική διακυβέρνηση της παγκόσμιας κοινότητας.
Επίσης δεν έχει τα μεθοδολογικά εργαλεία ούτε την δυνατότητα στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού για να διαχειρισθεί την σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα, η οποία θα γίνεται όλο και πιο σύνθετη και με υψηλού βαθμού ρευστότητα, όσο προχωρά η παγκόσμια κοινότητα προς το μέλλον.
Τέλος η ταχύτητα της εξέλιξης θα αυξάνεται, προσθέτοντας ακόμη περισσότερες προϋποθέσεις και δυσκολίες στη λήψη αποφάσεων στο επίπεδο της διακυβέρνησης.
Για να μπορέσει να διαχειρισθεί αυτή την ταχύτητα, θα πρέπει να σχεδιάζει σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Αυτό βέβαια συνεπάγεται αύξηση του βαθμού διακινδύνευσης.
Μπορεί το υπάρχον πολιτικό σύστημα να ανταποκριθεί στα δεδομένα, που δημιουργεί η μέχρι τώρα πορεία της παγκόσμιας κοινότητας σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του μέλλοντος, ώστε να λειτουργεί ως πολιτικό υποκείμενο;
Δεν είναι εύκολο, εάν δεν αλλάξει τρόπο λειτουργίας και αξιακό προσανατολισμό, αλλά συνεχίζει την πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας με σημείο αναφοράς την λειτουργικότητα και οικονομική των κοινωνικών συστημάτων και όχι την βιωσιμότητα του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος σε συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης σε πλανητικό επίπεδο.
Ειδάλλως το πολιτικό σύστημα θα εξαντλεί την δραστηριότητα του στην διεκπεραίωση και νομιμοποίηση συστημικών και οικονομικών συμφερόντων των ολιγομελών ελίτ, που τα διαχειρίζονται, ενώ ταυτοχρόνως θα συμβάλλει στην αύξηση του βαθμού διακινδύνευσης και ρευστότητας, διότι τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα συνεχώς θα διογκώνονται (π.χ. κλιματική αλλαγή, μαζική μετακίνηση πληθυσμών).