Όσο περνάει ο χρόνος, πληθαίνουν οι ενδείξεις, ότι η ελληνική κοινωνία έχει μπει σε μια τροχιά αποσταθεροποίησης της συνοχής της. Το ανησυχητικό δε είναι, ότι δεν φαίνεται να συνειδητοποιείται τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από τις δομές της κοινωνίας πολιτών από το ένα μέρος και από το άλλο οι μεμονομένοι πολίτες γεμάτοι ανασφάλεια και έλλειψη ελπίδας αγωνιούν, χωρίς προς το παρόν να βλέπουν προοπτική διεξόδου από την κρίση.
Έχουν πολύ ενδιαφέρον τα στοιχεία, που προέκυψαν από πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης, πανελλαδικών διαστάσεων, η οποία πραγματοποιήθηκε από την Κάπα Research για λογαριασμό της εφημερίδας «το Βήμα της Κυριακής» (Βήμα online, 29.12.2013) από 18 έως 19 Δεκεμβρίου 2013 με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε 1010 άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών με αναλογική κατανομή στις 13 περιφέρειες της χώρας. Σύμφωνα με αυτήν το 56 % των ερωτηθέντων δηλώνει, ότι θα έφευγε από την Ελλάδα, αν του εδίδετο η ευκαιρία, ενώ το 52 % δεν είναι καθόλου σίγουρο, ότι θα καταφέρει να αντιμετωπίσει την κατάσταση κρίσης. Σε ό,τι αφορά δε το μέλλον της χώρας, οι λέξεις που το χαρακτηρίζουν, σύμφωνα με τις απαντήσεις που δίνουν, είναι «καταστροφή» (27,5 %), «στασιμότητα» (25 %) και «κρίση» (18,5 %). Επίσης με ποσοστά που κυμαίνονται από 84 % έως 95 % θεωρούν, ότι οι θεσμικοί φορείς από το χώρο του συνδικαλισμού και των επιχειρήσεων μέχρι το πολιτικό σύστημα (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) δεν έχουν κάνει τα δέοντα για την προώθηση της απασχόλησης.
Η αμφισβήτηση της επάρκειας των θεσμικών φορέων για την αντιμετώπιση της πολυδιάστατης και όχι μόνο οικονομικής κρίσης επιβεβαιώνεται και από την πολιτική πραγματικότητα, η οποία οδηγεί τους πολίτες στην αποστασιοποίηση από την πολιτική. Αρκεί να λάβουμε υπόψη «Πρωτοχρονιάτικες Ευχές για το 2014», οι οποίες εστάλησαν ηλεκτρονικά από τοπική οργάνωση πολιτικού κόμματος της αντιπολίτευσης.
«Σύντροφοι/σες, Συναγωνιστές/στριες, Φίλοι/ες!
Να έχουμε Καλή Χρονιά, γιατί αυτή τη χρονιά……. δεν θα υπάρξει οδός διαφυγής για τους δυνάστες, τους στρατοδίκες, τους δοσίλογους, τα λαμόγια, τους γερμανοτσολιάδες, τους κιοτήδες, τις ρεμούλες, τους χίτες και ταχματασφαλίτες, για όλους όσους ταπείνωσαν και ποδοπάτησαν το λαό μας!!! Η εξέγερση, η αλληλεγγύη, η επώδυνη μάχη και η επίμονη αλλά σταθερή πορεία μας, θα σηκώσουν από τη λάσπη της μιζέριας, της καταφρόνιας, της αναξιοπρέπειας, του διχασμού το λαό μας και θα τον οδηγήσουν ξανά με σταθερά βήματα στη χαρά και στη δημιουργία!!!
Χρόνια Πολλά σε όλους μας!!!!!»
Σε μία περίοδο κρίσης, η οποία επιβάλλει συστηματικό διάλογο και εθνική προσπάθεια από όλους στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, διαπιστώνουμε μια «πολιτική αντιπαράθεση», η οποία κινείται στα όρια του παραλογισμού και του προσανατολισμού στο παρελθόν. Ειδάλλως πως να εξηγήσει κάποιος τα περί γερμανοτσολιάδων, χιτών, στρατοδικών και ταμγατασφαλιτών. Και όλα αυτά, όταν δεν κατατίθεται μια τεκμηριωμένη πολιτική πρόταση με μετρήσιμες στοχεύσεις για την έξοδο από την κρίση. Και αυτό δεν αφορά μόνο στο χώρο της αντιπολίτευσης. Και στην κυβερνητική πλευρά γίνεται απλή διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας. Ειδάλλως πως να ερμηνευθεί η ματακίνηση του μεγαλύτερου κόμματος από τον αντιμνημονιακό χώρο στον μνημονιακό, από τη στιγμή που ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας. Αυτού του είδους οι ακροβατισμοί πιστοποιούν επίσης με τον καλύτερο τρόπο την έλλειψη στρατηγικής και τεκμηριωμένης πρότασης εθνικής ανασυγκρότησης, την οποία όλοι τόσο εύκολα επικαλούνται για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την μελλοντική της πορεία στο πλαίσιο της Ευρώπης.
Το δε τραγικό είναι, ότι δεν αντιλαμβάνονται, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, τις επιπτώσεις της έλλειψης βιώσιμης πολιτικής πρότασης στην συνοχή της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με μια στείρα μετωπική πολιτική αντιπαράθεση χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο.
Ιδιαίτερο βάρος στην αποσταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής έχει η επίκληση της πολιτικής για αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, έστω με μεγάλες διαφορές μεταξύ κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης, ενώ η ανισότητα και η ανισοκατανομή των βαρών στην περίοδο της κρίσης μεγαλώνει υπέρ των ολίγων εχόντων και σε βάρος των πολλών ή καλύτερα της συντριπτικής πλειοψηφίας. Η προσέγγιση του Γάλλου ιστορικού Pierre Rosanvallon („La Societe des Egaux“, Παρίσι, 2011), ότι,ενώ στη σύγχρονη εποχή γίνεται πολύ συζήτηση για την ανισότητα, το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών μεγαλώνει με υψηλή συγκέντρωση πλούτου, χωρίς όμως να γίνεται το ελάχιστο για την αλλαγή αυτής της κατάστασης, φαίνεται ότι καλύπτει πλήρως την πραγματικότητα. Και αυτό ισχύει όχι μόνο για αυτούς που κυβερνούν, αλλά και για τους αντιπολτευόμενους, διότι δεν έχουν ρεαλιστικές και μετρήσιμες ως προς τις επιπτώσεις τους προτάσεις. Ο Rosanvallon πιστεύει μάλιστα, ότι η πολιτική απάθεια, η οποία χαρακτηρίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα, οφείλεται στην κρίση της ισότητας. Αυτή η κρίση, θεωρεί ο Γάλος ιστορικός, έχει οδηγήσει και στην πτώση της αριστεράς και στην αδυναμία της να λειτουργήσει ως δύναμη αλλαγής, η οποία «ερμηνεύει τον κόσμο και του προσδίδει δυναμική κίνηση».
Με βάση αυτά τα δεδομένα και τις ιδιαίτερες παθογένειες της ελληνικής πραγματικότητας, όπως είναι ο μη λειτουργικός δημόσιος τομέας, η αδυναμία ή έλλειψη βούλησης για την ουσιαστική αντιμετώπιση της διαφθοράς και άλλα αντίστοιχης εμβέλειας προβλήματα, το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα έχει χάσει την αξιοπιστία του. Ακόμη χειρότερο όμως θα είναι, εάν η αποστασιοποίηση από την πολιτική οδηγήσει και σε αδυναμία ανάδειξης νέων πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες θα μπορέσουν να εκφράσουν πολιτικά την προοπτική του τόπου. Αν μάλιστα συνδυασθεί και με μαζική φυγή των νέων ανθρώπων σε άλλες χώρες, τότε τα προβλήματα θα αποκτήσουν μη αναστρέψιμη δυναμική, διότι η χώρα δεν θα μπορεί να βασισθεί στη σύγχρονη γνώση και τις τεχνολογικές της εφαρμογές για την ανάπτυξη της οικονομίας της και την αναζήτηση ενός λειτουργικούς μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης. Ήδη οι νέοι, επιστήμονες κυρίως, μεταναστεύουν μαζικά. Σε συνδυασμό δε και με τη γήρανση της κοινωνίας το πρόβλημα διογκώνεται επικίνδυνα.Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα μέλη των κομμάτων και θα διασπιστώσει, ότι και αυτά γηράσκουν επικίνδυνα.
Είναι όμως ανεπίτρεπτο τουλάχιστον, να χρηματοδοτεί η ελληνική κοινωνία την εκπαίδευση και την επαγγελματική ειδίκευση των νέων της χώρας και αυτοί να αναγκάζονται να μεταναστεύουν και να συμβάλλουν στην οικονομική λειτουργία άλλων πλουσιότερων χωρών.
Εκτός και αν θεωρούν ορισμένοι, ότι το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Δυστυχώς η συντριπτική πλειοψηφία των μετακινούμενων δεν ανταποκρίνεται στις εργασιακές ανάγκες μιας οικονομίας, η οποία βασίζεται στη σύγχρονη επιστημονική γνώση. Από το άλλο μέρος διαμορφώνονται εκρηκτικές συνθήκες ρατσιστικού χαρακτήρα, όταν αδειάζει η χώρα από τους νέους, ενώ υποσκάπτεται και η ευρωπαϊκή προοπτική, διότι αναπτύσσεται ο ευρωσκεπτικισμός. Και πως να μην γίνει αυτό, όταν το 2013 το ποσοστό αυτών που πλήττονται από τη φτώχεια έχει προσεγγίσει το 44 % (Ομάδα ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Η πολιτική κατά της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης») και ο στυχοβάτης του ισχύοντος μοντέλου οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, η μεσαία κοινωνική τάξη, είναι σε διαδικασία διάλυσης.
Η κοινωνική συνοχή δεν απειλείται, είναι ήδη σε φάση αποσταθεροποίησης. Ενισχυτικά προς αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί και η μεγάλη ρευστότητα, η οποία υπάρχει στον τομέα των κοινωνικών αξιών. Η σχετικοποίηση της ισχύος τους, ανάλογα με την θέση του ατόμου στην κλιμακα οικονομικής επιφάνειας και την πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης εξουσιας, δεν επιτρέπει την ύπαρξη ενός δεσμευτικού συστήματος κοινωνικών αξίων, το οποίο θα ισορροπεί λειτουργικά τις κοινωνικές σχέσεις. Και προς το παρόν δεν φαίνεται στον ορίζοντα ως πιθανή η ανάδειξη ενός νέου συστήματος, το οποίο θα ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα, τα οποία διαμορφώνουν η παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου και της εργασίας και οι επιπτώσεις τους. Διότι προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολλά επίπεδα, από την αλληλεξάρτηση σε σχέση με την ανάπτυξη και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας μέχρι την μη παραγωγή αξιών στο επίπεδο της τοπικής κοινωνίας αλλά σε ευρύτερο πλανητικό επίπεδο. Αυτό προωθείται σε μεγάλο βαθμό από την ψηφιακή τεχνολογία, η οποία δευκολύνει την διακίνηση της πληροφορίας και την ελαχιστοποίηση των αποστάσεων μεταξύ των κοινωνιών. Σε παράλληλη προς αυτή τη νέα πραγματικότητα κίνηση λειτουργεί και η κοινωνία του θεάματος, η οποία διοχετεύει μαζικά νέα, καταναλωτικά πρότυπα και μόνο. Οπότε το αξιακό κενό παραμένει και το άτομο δεν έχει σταθερά σημεία, τα οποία λειτυργούν συνεκτικά, όταν του στερείς την καταναλωτική του δυνατότητα και πολύ περισσότερο το καταδικάζεις στη φτώχεια.
Σε αυτή την περίπτωση δεν οικοδομείται η κοινωνική συνοχή με ιδεοληπτικές επικλήσεις «απελευθέρωσης από ταγματασφαλίτες, χίτες….» και ό,τι άλλο μπορεί να επαναφέρει στη μνήμη το παρελθόν, ούτε με ανυπαρξία στρατηγικής και πρότασης εθνικής ανασυγκρότησης. Η απλή διαχείριση κυβερνητικής εξουσίας δεν αρκεί.