Το ακούμε εδώ και καιρό. Η μόνιμη προπαγάνδα της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι ότι η κρίσιμη δεύτερη αξιολόγηση δεν κλείνει, επειδή οι δανειστές θέτουν διαρκώς νέους όρους. Προχθές, όμως, ζήσαμε τα αποκαλυπτήρια και αυτής της απάτης και, μάλιστα, από επίσημα κυβερνητικά χείλη, στο κορυφαίο επίπεδο.
Ο κ. Τσίπρας, σε συνέντευξή του στη σέρβικη εφημερίδα Politico, επανέλαβε για πολλοστή φορά τη γνωστή φράση: «Η κυβέρνηση είναι συνεπής προς τις υποχρεώσεις της, αλλά οι κακοί δανειστές ζητούν απαράδεκτα πράγματα». Την ίδια μέρα, το κορυφαίο πρακτορείο Bloomberg δημοσίευε την είδηση ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει μόνον το ένα τρίτο των συμβατικών της υποχρεώσεων. Στο άκουσμα των ειδήσεων, οι κυβερνώντες επιχείρησαν να ψελλίσουν κάποιες ψευτοδικαιολογίες, όμως σε λίγο, με ανεπίσημο (πιο επίσημο δεν γίνεται) έγγραφο, υποχρεώθηκαν να παραδεχθούν την αλήθεια.
Με την παραδοχή αυτή κατέρρευσε όλη η κυβερνητική προπαγάνδα. Έγινε, πλέον, σαφές, ότι η δεύτερη αξιολόγηση, η οποία έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί εδώ και αρκετούς μήνες προκειμένου να εισρεύσει χρήμα στη χώρα και να κινηθεί επιτέλους η οικονομία, δεν κλείνει, αποκλειστικά και μόνον επειδή η κυβέρνηση δεν υλοποιεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε και, για πολλοστή φορά, αποδεικνύεται απολύτως αναξιόπιστη προς τους εταίρους και δανειστές.
Με αυτή την ευκαιρία διαλύθηκε, επίσης, το κυβερνητικό παραμύθι περί δήθεν «σκληρής διαπραγμάτευσης», αφού αποδείχθηκε ότι Τσίπρας και Τσακαλώτος δεν διαπραγματεύονται απολύτως τίποτα, αλλά σε κάθε συνεδρίαση του Eurogroup απλώς αναζητούν δικαιολογίες για τις καθυστερήσεις τους. Την ίδια ώρα, η πολιτική αναίδεια που τους διακρίνει και η έλλειψη κάθε φραγμού στην εκφορά ψεμάτων, τους οδηγούν στην παρουσίαση διχαστικών διλημμάτων προς την αντιπολίτευση, του τύπου: «είστε με τον Σόιμπλε και του ΔΝΤ ή με την κυβέρνηση και το λαό;»!
Απέναντι σε αυτά, η αντιπολίτευση εμφανίζεται σταθερά αμήχανη. Απαντά με γενικόλογα συνθήματα κι επαναφέρει διαρκώς το αίτημα για εκλογές. Έτσι χάνει σε αξιοπιστία, ιδιαίτερα απέναντι στο μεγάλο τμήμα του λαού που αγωνιά πραγματικά για μιαν άλλη, ρεαλιστική πρόταση εξόδου από την κρίση. Όμως, μια άλλη πρόταση για τη χώρα προϋποθέτει ότι η αντιπολίτευση ασκείται με σοβαρότητα και τεκμηριωμένα επιχειρήματα.
Μέχρι σήμερα, στις πολύ κρίσιμες ώρες για τη χώρα, δεν έχουμε δει από την αντιπολίτευση μια προσπάθεια να παρουσιάσει αναλυτικά τις διαρθρωτικές αλλαγές που δεν πραγματοποιεί η κυβέρνηση. Αυτές που απαιτούνται για να υλοποιήσει η κυβέρνηση τις δεσμεύσεις που ανέλαβε και, κυρίως, για να ξεμπλοκάρει την οικονομική λειτουργία της χώρας, ιδιαίτερα τις επενδύσεις.
Τι αφορούν, για παράδειγμα, τα δύο τρίτα των δράσεων του συμφωνημένου προγράμματος που δεν εκτελούνται; Πώς θα μπορούσαν να υλοποιηθούν; Τι αλλαγές θα επέφεραν προς το συμφέρον της χώρας και της χειμαζόμενης κοινωνίας; Για όλα αυτά τηρείται σιγή ασυρμάτου. Κυριαρχεί η ευκολία της αναμονής της πτώσης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ υπό το βάρος της αποτυχίας τους. Και, μαζί, η σιωπηρή αναμονή της καταστροφής της χώρας.
Αυτή η ανεύθυνη στάση δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να ισχυρίζονται ότι δεν έχουν δα και μεγάλες διάφορες από τη ΝΔ! Την ίδια στιγμή, καθόλα σοβαροί άνθρωποι σε κάθε επίπεδο αρχίζουν στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους να ψελλίζουν ότι η δραχμή ίσως είναι τελικά «μια κάποια λύσις». Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται δυστυχώς μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες που, ζώντας με την ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας και την ανυπαρξία τραπεζών, οδηγούνται σε σκέψεις απελπισίας, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην απόλυτη καταστροφή τόσο τους ίδιους όσο και την κοινωνία, με εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανέργους.
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζουν πολύ καλά πως η δραχμική τάση ισχυροποιείται ραγδαία στην ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της καταστροφικής πολιτικής τους. Και, φυσικά, με δηλώσεις τύπου Ξυδάκη, στις οποίες δεν αντέδρασαν επίσημα, προσπαθούν να κρατήσουν επαφή με αυτό το διογκούμενο κοινωνικό ρεύμα. Μοιάζει παράξενο, μα είναι σαφές: από τη μία πλευρά οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δημιουργούν συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής διάλυσης που τρέφει τα συναισθήματα υπέρ της δραχμής, άρα της καθολικής καταστροφής, κι από την άλλη δεν αποκλείεται κάποια στιγμή να επιδιώξουν να ηγηθούν αυτής τάσης.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, κάποιοι επαναπαύονται σε δημοσκοπήσεις κυβερνητικής αυτοδυναμίας, ενώ κάποιοι άλλοι, «ζώντες και περιλιπόμενοι», κλείνονται στα μικρομάγαζα της ελάχιστης κοινοβουλευτικής τους αναπαραγωγής.
Και η χώρα συνεχίζει να καταστρέφεται.