Χίλιες και μια όψεις της αφήγησης: εβραϊσμός και λογοτεχνία

dimart 27 Ιαν 2017

—της Ελένης Κοσμά και του Στέργιου Μήτα—

Το κεντρικό αφιέρωμα του τεύχους 474 (Απρίλιος 2008) του γαλλικού περιοδικού Le Magazine Litteraire, απλωμένο σε εικοσιδύο σελίδες, επιχειρεί να ξαναπιάσει ένα ζήτημα γνώριμο από τα παλιά, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960 και εξής: τη σχέση του εβραϊσμού με τη λογοτεχνία. Το αφιέρωμα του περιοδικού συμπίπτει χρονικά με την 28η έκθεση βιβλίου στο Παρίσι [28e Salon du Livre], που είναι αφιερωμένη στην ισραηλινή λογοτεχνία. «Από το Βιβλίο στα βιβλία. Οι Εβραίοι και η λογοτεχνία» είναι ο κεντρικός τίτλος, έτσι όπως εμφανίζεται στο εξώφυλλο του περιοδικού. Με κείμενα των Αλαίν Φινκελκρότ, Ραχήλ Ερτέλ, Ζακ Λε Ριντέρ, Ελί Μπαρναβί, Μαρκ Βάιτσμαν, Πιέρ Ασουλίν, το αφιέρωμα καλύπτει μια ευρεία γκάμα θεμάτων που σχετίζονται τόσο με τη σημερινή βιβλιοπαραγωγή εντός και εκτός των συνόρων του Ισραήλ (και με συγγραφείς όπως ο Φίλιπ Ροθ, ο Σωλ Μπέλλοου ή ο Νόρμαν Μαίηλερ, για παράδειγμα) όσο και με παλαιότερα κείμενα εβραίων συγγραφέων, από τον Ρασί, σχολιαστή των ιερών κειμένων, μέχρι τους μάρτυρες της θηριωδίας του Ολοκαυτώματος, όπως ο Λέβι, ο Βίζελ, ο Αμερύ ή ο Κέρτες. Υπάρχει, τελικά, μια «εβραϊκή σχολή» στη λογοτεχνία και κατά πόσο νομιμοποιούμαστε να μιλάμε για κάτι τέτοιο, αναρωτιέται ο Λακρουά στο εναρκτήριο κείμενο του αφιερώματος. Η υπαγωγή κάποιων αριστουργηματικών κειμένων της παγκόσμιας λογοτεχνίας στις ρίζες των συγγραφέων τους, είναι μάλλον ένας αρκετά περιοριστικός τρόπος να μιλήσουμε για τη λογοτεχνία, σημειώνει ο Φίνκελκροτ. Μπορούμε, όμως, να μιλήσουμε για το έργο του Κάφκα, για παράδειγμα, δίχως να τονίσουμε όχι τόσο την καταγωγή (τις ρίζες) του συγγραφέα, όσο το «φορτίο» που κουβαλάει και που διαπερνά τα κείμενά του, κατά τρόπο καθοριστικό; Ποιος δεν διαβάζει τον εβραίο Κάφκα πίσω από τον Κάφκα της Δίκης;

eli-barnavi

Ελί Μπαρναβί

«H επινόηση μιας εθνικής λογοτεχνίας» είναι ο τίτλος που δίνει ο Ελί Μπαρναβί στο κείμενό του, και μας βάζει αμέσως αμέσως σε ένα από τα πλέον σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τους εβραίους συγγραφείς: η επινόηση της εθνικής λογοτεχνίας συνδέεται άμεσα με την επανοικειοποίηση της εβραϊκής γλώσσας, μιας γλώσσας «μισοζωντανής και μισοπεθαμένης», όπως πολύ εύστοχα το διατυπώνει ο εβραίος συγγραφέας Γιοσέφ Χαΐμ Μπρενέρ, η οποία θα αποτελέσει και τον φορέα αυτής της λογοτεχνίας. Αυτή η γλώσσα, που δεν θα καταναλώνεται ως μουσειακό είδος, αλλά θα μιλιέται και θα γράφεται, θα είναι ακριβώς σε θέση να εκφράσει τον ατομικό και συλλογικό χώρο εντός του οποίου ζει και εργάζεται ο εβραίος νεωτερικός συγγραφέας. Υπάρχουν ομάδες ισραηλινών εβραίων συγγραφέων που γράφουν στα γίντις, για παράδειγμα, και άλλοι, όπως ο Σωλ Μπέλλου ή ο Φίλιπ Ροθ, οι οποίοι έχουν επιλέξει τη γλώσσα της χώρας στην οποία ζουν, δίχως αυτό να σημαίνει καμιάς μορφής έκπτωση της εβραϊκής τους ταυτότητας, σημειώνει ο Βάιτσμαν. Το ακανθώδες ζήτημα της γλώσσας (της επινόησης, της επανοικειοποίησης και των εκτροπών που αυτή υπέστη) δεν είναι καινούριο στον χώρο της εβραϊκής γραμματείας. Μετά το Ολοκαύτωμα υπήρξε ένα από τα πλέον κεντρικά θέματα, με τα οποία έπρεπε να αναμετρηθούν οι εβραίοι συγγραφείς.

Οι αφηγήσεις των ανθρώπων που επιβίωσαν από τη μαζική βιομηχανία θανάτου που έστησε ο Χίτλερ τη δεκαετία του 1940, και που στον χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ιστορίας ταξινομούνται ως «μαρτυρίες», εξυπηρετούν έναν διπλό στόχο: αφενός, τη «θεραπεία» του μάρτυρα και την «απελευθέρωσή» του (διά της αφήγησης) και, αφετέρου, τη διατήρηση και διαχείριση της μνήμης, καταστατικό πρόταγμα της εβραϊκής φιλοσοφίας πολύ πριν από το Ολοκαύτωμα: η λέξη «ζαχόρ» [μνήμη] εμφανίζεται πολλές φορές στην Πεντάτευχο –και συνδέεται πάντα με την έννοια της (κατα)γραφής.

70th Anniversary Commemoration of the Liberation of Auschwitz.

Επιζήσαντες του Άουσβιτς επισκέπτονται το στρατόπεδο στις 27 Ιανουαρίου 2015, κατά τον εορτασμό των 70 χρόνων από την απελευθέρωσή του.

Η καταγραφή της εμπειρίας του επιζήσαντος είναι η υπεσχημένη καταβολή των οφειλών του στην «τύχη» που του επέτρεψε την επιβίωση και την ίδια στιγμή ένα καθήκον προς τη φιλοσοφική και ηθική παράδοση της φυλής του και μια ευθύνη προς τις επόμενες γενιές. Το πρόβλημα που προκύπτει στην ιδιαίτερη περίπτωση του Ολοκαυτώματος είναι το εξής: ποια γλωσσικά υλικά θα επιστρατευτούν προκειμένου να καταγραφεί αυτή η αφήγηση και κατά πόσο αυτή η αφήγηση θα συνιστά ιστορικό τεκμήριο: θα εντάσσεται στον χώρο της ιστοριογραφίας. Στην περίπτωση των αφηγήσεων από το Ολοκαύτωμα η τέχνη μπορεί να αποτελέσει ξεκάθαρα (και δίχως επιστημονικές αμφιθυμίες) ιστορική μαρτυρία. Ίσως, άλλωστε, μόνο μέσα στην τέχνη μπορεί να υπάρξει το μη αναπαραστάσιμο, το μη απεικονίσιμο: και άρα η ειδική συνθήκη του Ολοκαυτώματος οφείλει να πριμοδοτήσει αυτόν τον χώρο –τον μόνο ίσως χώρο που μπορεί να την αφηγηθεί. Ποιες είναι οι λέξεις όμως που θα μπορέσουν να «κατασκευάσουν» αυτήν την αφήγηση; Που θα μπορέσουν να περιγράψουν τη ζωή του εβραίου haftling μέσα στο στρατόπεδο· ιδίως από τη στιγμή που η ίδια η γλώσσα υπέστη τον μεγαλύτερο εξευτελισμό από το ναζιστικό μηχανισμό;

Μετά το Ολοκαύτωμα καμία Φιλοσοφία και καμία Τέχνη δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες επάρκειας, καμιά «λέξη» δεν μπορεί να ταιριάξει στο «πράγμα» και καμία «λέξη» δεν μπορεί να το περιγράψει. Η γραφή ως καταγραφή της ακραίας εμπειρίας του Ολοκαυτώματος συνδέεται με την «ερμηνεία» αυτού του γεγονότος, διαδικασία απαραίτητη για τη διαχείριση της μνήμης. Οπότε, η σιωπή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει εναλλακτική λύση. Οι επιζήσαντες οφείλουν να γράψουν, διότι, σε τελική ανάλυση, γι’ αυτό επέζησαν, για να εξιστορήσουν «αυτήν την τεράστια κοινωνική και βιολογική εμπειρία» του Λάγκερ, όπως γράφει ο Λέβι. Και ακόμη, αποσιωπώντας το Ολοκαύτωμα, θέτουμε έμμεσα είτε άμεσα ερωτήματα για την ύπαρξή του (το τερατούργημα του αναθεωρητισμού καλά κρατεί ακόμη και στις μέρες μας).

primo-levi

Πρίμο Λέβι

H επιλογή της λέξης «ερμηνεία» δεν είναι καθόλου τυχαία: η διαδικασία «ερμηνείας» στην εβραϊκή γραμματεία λέγεται «Μιντράς» [Midrash], και σε αυτήν τη λέξη μπορεί να συμπυκνωθεί η λύση που προέκρινε ο Έσδρας προκειμένου να μετατρέψει το κείμενο της Τορά σε έναν πλήρη οδηγό βίου, που στόχο θα είχε τη διατήρηση της συνοχής του εκτοπισμένου εβραϊκού λαού στο ξένο και εχθρικό περιβάλλον της Βαβυλώνας. Με αυτόν τον τρόπο, ο Έσδρας κατάφερε να ξαναζωντανέψει την εβραϊκή κοινότητα και να της δώσει το αναγκαίο «κέντρο», που θα τη βοηθούσε ακριβώς να επιβιώσει και να μην αφομοιωθεί: να διατηρήσει, με λίγα λόγια, τη θρησκευτική και κατ’ επέκταση ηθική, διαφορετικότητα που θα αποτελούσε το συνεκτικό στοιχείο του υπό εξαφάνιση εβραϊκού λαού –και άρα το μόνο και βασικό όπλο στον αγώνα για την επιβίωσή του. Έτσι προέκυψε το Ταλμούδ. Οπότε, μπορούμε να πούμε πως η λέξη «ερμηνεία» έχει βαθιές ρίζες στην εβραϊκή παράδοση και συνδέεται άμεσα με την υπόθεση της επιβίωσης, στον βαθμό που αποτελεί την πρακτική εφαρμογή της «μνήμης» [της ζαχόρ]. Όλα αυτά συνδέονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τον λογοτεχνικό χώρο, τον χώρο της διήγησης.

talmoud

Μαθητές μελετούν το Ταλμούδ στη Μερόν (Παλαιστίνη, 1912)

Από την άλλη μεριά, οι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος αφηγητές βρίσκονται μπροστά σε ένα καινούριο ψευδοπρόβλημα: από τη στιγμή που επέζησαν είναι κατά έναν εξωφρενικά παράδοξο τρόπο μάρτυρες ακριβώς του αντίθετου από αυτό που θέλουν να μαρτυρήσουν: «Κανείς δεν μαρτυρεί για το μάρτυρα», γράφει ο Τσέλαν. Από τη στιγμή που επέζησαν, λένε οι νονοί του αναθεωρητισμού, είναι η ζωντανή απόδειξη ότι αυτά που αφηγούνται δεν έγιναν, διότι αν γινόντουσαν, δεν θα επιζούσαν. Πρέπει και σε αυτή την αδιανόητη στρέβλωση της ανθρώπινης συλλογιστικής να απαντήσουν οι μάρτυρες του Ολοκαυτώματος.

Εάν, λοιπόν, «η Τέχνη είναι η εποχή της όπως αυτή έχει συλληφθεί μέσα σε σκέψεις» (παραφράζοντας τον γνωστό εγελιανό αφορισμό), τι «μορφή» μπορεί να έχει η Τέχνη μετά το Ολοκαύτωμα – και ακόμη: μπορεί να υπάρξει τέχνη μετά το Ολοκαύτωμα; Η τέχνη μετά το Ολοκαύτωμα θα είναι μια τέχνη που θα μεταγράψει την πραγματικότητα στο νεόκοπο ιδίωμά της, ανατρέποντάς την εκ θεμελίων, και σε αυτό το σύστημα λόγου το έργο τέχνης θα αποτελέσει ακριβώς την εναλλακτική επιστημολογική μέθοδο της γνώσης, όπως προτάσσει, παρά την συνολική του απαισιοδοξία σε αυτό το θέμα, ο Αντόρνο.

Πρώτη δημοσίευση: Εντευκτήριο, τ. 81, Απρίλιος-Ιούνιος 2008

marc-sagale

Εικόνα εξωφύλλου: «Πόλεμος», Μαρκ Σαγκάλ, 1966