Κάτι που ενοχλεί αφόρητα όσους από εμάς έχουμε ιστορικά βιώματα λόγω ηλικίας είναι ότι ο πολιτικός διάλογος, έτσι όπως διεξάγεται, δείχνει να αγνοεί ότι περνάμε περίοδο κρίσιμων εθνικών και κοινωνικών κινδύνων. Υπάρχει μια σαφής δυσαναλογία ανάμεσα στο επίπεδο των κινδύνων και στην καθοδηγητική δραστηριότητα που οφείλουν να αναπτύσσουν σχετικά τα κόμματα στον πυρήνα του κοινωνικού διαλόγου. Τα κόμματα σχεδόν στο σύνολό τους έχουν ελαχιστοποιήσει την διαλογική τους παρέμβαση στον δημόσιο χώρο και αρκούνται σε ατάκες των εκπροσώπων τους. Άλλοτε τα κόμματα είχαν τις οργανώσεις βάσης τους που μετέφεραν τακτικά τον πολιτικό διάλογο στην ευρύτερη κοινωνία. Τώρα τα κόμματα εκφυλίστηκαν σε ευκαιριακούς εκλογικούς μηχανισμούς. Κάποτε η Αριστερά ως εκφραστής της δυναμικής της κοινωνικής προόδου, είχε τις μαζικές της οργανώσεις αλλά και τις πιο περιορισμένες «λέσχες» της για να τροφοδοτεί τον δημόσιο χώρο με ιδέες και προτάσεις. Κάποτε, βρε αδελφέ, γινόταν πολιτικές συζητήσεις στους καφενέδες. Κάποτε…
Τώρα, τα μεν κόμματα διάγουν μια κλειστή εσωστρεφή ζωή και αφήνουν την επικοινωνία στις δημόσιες σχέσεις, που η ηγεσία και ορισμένα στελέχη τους δείχνουν ότι τα καταφέρνουν. Αδυνατούν να μεταφέρουν το λόγο τους στην ανοιχτή πιάτσα, δηλαδή στον γνήσιο δημόσιο χώρο. Κατά τα άλλα, η πολιτική ζύμωση έχει αφεθεί σχεδόν αποκλειστικά στις προσχεδιασμένες φόρμες των εμπορευματοποιημένων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στις καφετέριες που αντικατάστησαν το κλασσικό καφενείο, οι θαμώνες είναι στραμμένοι πια στην οθόνη της τηλεόρασης και όχι στους φίλους τους που κάθονται στο ίδιο ή στα γειτονικά τραπέζια. Η ενημέρωση έχει γίνει πλέον προκατασκευασμένη κονσέρβα που έχει σχεδιαστεί ως δόλωμα ακροαματικότητας επειδή έτσι αυξάνουν τα έσοδα των διαφημίσεων. Ακόμη και τα δελτία ειδήσεων εισάγονται κάθε βράδυ με φωνές και υποσχέσεις «βομβών» όπως παλιά στα παζάρια οι έμποροι διαφήμιζαν τα «τεφαρίκια» τους. Κι έτσι, τελικά, ο μέσος πολίτης αποπλένεται από κάθε ιδέα του τι σημαίνει πολιτική διαβούλευση και ποια σημασία έχει για την αναπαραγωγή της Δημοκρατίας.
Η ατμόσφαιρα στον δημόσιο χώρο είναι πλέον ατμόσφαιρα καυγά για κάποιο πάπλωμα λες και το πάπλωμα που υποκατέστησε το παλιό «κοινό συμφέρον» μπορεί να τανυστεί για να γίνει χίλια κομμάτια που θέλουν ο εραστές της εξουσίας να μοιραστούν για πάρτη τους. Χειρότερα ακόμη, ο δημόσιος χώρος έχει μεταβληθεί σε πολυδιασπασμένη αρένα μονομάχων από όπου έχει εκλείψει πλέον κάθε ιδέα εμπιστοσύνης αφού επικρατεί απλώς η αντίληψη ότι όλα επιτρέπονται αρκεί να πέσει το κεφάλι του αντιπάλου. Κοινωνία, όμως, χωρίς δεσμούς εμπιστοσύνης και ανοχής δεν έχει ελπίδες να μακροημερεύσει.
Έτσι, σκέφτομαι ότι ο κίνδυνος της ιδιώτευσης μεγάλου μέρους του δυναμικού της κοινωνίας για τον οποίο κάποιοι προειδοποιούν, είναι απείρως μικρότερος από τον κίνδυνο της σιωπής. Ο ιδιωτεύον πολίτης διατηρεί τον πολιτικό του πολιτισμό σε ύπνωση. Ο σιωπηρός πολίτης, όμως, μπορεί να κρύβει μέσα του μεγάλη οργή, που στη δεδομένη στιγμή θα τον οδηγήσει σε εκτός ορθού λόγου αντιδράσεις. Και εκεί κρύβεται ακριβώς ο μεγάλος κίνδυνος του απρόβλεπτου.
Όσοι, λοιπόν, έχουμε ιστορική μνήμη, ξέρουμε ότι τέτοιες καταστάσεις οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε φάση κάθαρσης που πάντα έχει χαρακτηριστικά εθνικής και κοινωνικής τραγωδίας. Έχω την έντονη αίσθηση ότι ήδη έχουμε μπει σε αυτή τη φάση του πολιτικού μας βίου. Ιδού γιατί.
Τρία χαρακτηριστικά της εποχής που ζούμε είναι αρκετά για να προοιωνίσουν μια επερχόμενη καταστροφή: Η συστηματική υπονόμευση του Κράτους Δικαίου από την κυβέρνηση, η συστηματοποίηση της τουρκικής απειλής και η περιθωριοποίηση του ενός τρίτου περίπου του πληθυσμού που έχει περιέλθει σε κατάσταση ανάγκης «φιλανθρωπικής επιχορήγησης».
Με κορωνίδα την εφαρμογής του «Σχεδίου Νοβάρτις» η κυβέρνηση εμπραγμάτωσε τις αντιλήψεις και την πρακτική της για την πρωτοκαθεδρία της εκτελεστικής εξουσίας έναντι όλων των άλλων θεσμών. Ενέπλεξε φανερά ήδη την δικαστική εξουσία σε συνωμοτικό δίκτυο δημιουργώντας κυβερνητικό παραδικαστικό κύκλωμα για πρώτη φορά μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Από στόματος πρωθυπουργού έχουμε ακούσει συγκρουσιακές απόψεις για την σχέση εκτελεστική βούλησης που τάχα πηγάζει από τον Λαό, και θεσμών που τους μεταχειρίζεται ως βαρίδια της λαϊκής βούλησης. Το Κράτος δικαίου και η διάκριση των εξουσιών έχει επισήμως πρακτικά και θεωρητικά κουρελιαστεί. Αυτό που μένει είναι ένα εκλογικό πραξικόπημα στηριγμένο στο λαϊκό παροξυσμό, για να επισημοποιηθεί η μετάβαση από το κράτους δικαίου σε λατινοαμερικανικού τύπου λαϊκίστικό καθεστώς.
Η τουρκική απειλή, από την άλλη, έχει ήδη αγγίξει τα όρια εθνικής ήττας. Τα Ίμια de facto αφαιρέθηκαν από τα όρια της ελληνικής κυριαρχίας και η δυνατότητα επίδειξης αλληλεγγύης στην Κυπριακή Δημοκρατία μπλοκαρίστηκε με την αυθαίρετη τουρκική ουσιαστικά κατάληψη μέρος της κυπριακής ΑΟΖ. Τι άλλο χρειάζεται για να ξεσπάσει σε κάποιο δεδομένη στιγμή ανεξέλεγκτη κρίση είτε στο Αιγαίο είτε στην Κύπρο; Τι εμποδίζει αυτή την εθνική μειοδοσία να τροφοδοτήσει μια θανατερή εσωτερική πολιτική κρίση; Όλα είναι στη κόψη του ξυραφιού με μια κυβέρνηση που αυτοσχεδιάζει χωρίς στρατηγικό σχέδιο και με μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που συμπεριφέρεται σαν στρατευμένο τάγμα προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία και τις καρέκλες της. Ο πολιτικός διάλογος στην Βουλή έχει εκφυλιστεί σε διασταυρούμενους μονολόγους μεταξύ μιας σκεπτόμενης και αγωνιούσας δημοκρατικής αντιπολίτευσης και ενός λόχου συμπολιτευόμενων βουλευτών που δεν έχουν δική τους φωνή συνειδήσεως. Ο κίνδυνος είναι πράγματι οφθαλμοφανής.
Τέλος, αν και όχι τελευταίο στην σημασία του είναι το γεγονός ότι η χρεοκοπία έσπρωξε το ένα τρίτο και κάτι του κοινωνικού σώματος, στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, καρφώνοντάς το σε ένα επίπεδο φτώχιας που ενεργοποιεί περισσότερο πολιτικές ανθρωπιστικής κρίσης παρά σχέδια οικονομικής ανάκαμψης. Φαντάζομαι ότι ο αναγνώστης θα καταλάβει την διαφορά χωρίς να χρειάζεται μεγαλύτερη ανάλυση. Η κυβέρνηση ενδιαφέρεται περισσότερο να αναπαράγει την φτώχεια για να δημιουργεί πελάτες των επιδομάτων της, παρά να πολεμήσει τη φτώχια με νέες και ανταγωνιστικές επενδύσεις.
Η εικόνα εν τέλει παραπέμπει σε μια θρυμματισμένη κοινωνία, ένα έθνος σε παρακμή που η τραγωδία στεφανώνεται από το ότι κυβερνιέται από μία πολιτική συμμορία που πιστεύει ότι μπορεί να διαιωνίσει την εξουσία της ποντάροντας στην διαιώνιση ακριβώς αυτού του θρυμματισμού και αυτής της παρακμής. Η Ιστορία μας έχει μπλέξει άσχημα.
Ιστορικές και κοινωνικές κρίσης μπορεί να ξεπεραστούν πολλές φορές χωρίς να περάσουν την φάση της τραγωδίας, αλλά μόνο εάν το πολιτικό σύστημα έχει εσωτερική δυναμική ανάταξης. Χαρακτηριστικό δείγμα ύπαρξης ενός τέτοιου δυναμικού είναι ευρύτητα και η ποιότητα του πολιτικού διαλόγου, της δημόσιας διαβούλευσης που δείχνει το κοινωνικό σώμα. Κατά κανόνα το δυναμικό αυτό ενεργοποιείται από τις δυνάμεις της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Αυτό είναι που λείπει και με ανησυχεί περισσότερο: Η αναποτελεσματικότητα της παρέμβασης της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στο κοινωνικό σώμα. Περισσότερο ασχολείται με τα εσωτερική θέματα παρά με τον διάλογο με τους πολίτες. Αυτή την ασυμμετρία φοβούμαι ότι θα την πληρώσουμε πολύ ακριβά. Ίσως ο βασικός παράγοντας της σιωπής να είναι η αδυναμία της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να «παράγει» πολιτικό διάλογο και να ενεργοποιήσει τον δημόσιο χώρο.