Χαρτομάντιλα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 09 Ιαν 2018

Η συνέντευξη της συζύγου του πρωθυπουργού δεν συνιστά από μόνη της πολιτική είδηση? ιδίως όταν η συνέντευξη αυτή είναι γεμάτη από στερεότυπα, θυμικές εξάρσεις και εύκολη συνθηματολογία για τις «μπότες» των δανειστών και τα επετειακά δάκρυα του δημοψηφίσματος. Ακριβώς όμως για αυτό, η συνέντευξη της κ. Μπαζιάνα έχει μια ιδιαίτερη σημασία: επειδή παραπέμπει σε ένα ιδιαίτερο είδος «εθνορομαντισμού της κρίσης»[1], ο οποίος ανθρωπολογικά και πολιτισμικά έχει γίνει οργανικό τμήμα της πολιτικής ρητορικής, που εκφέρει μόνιμα η «πρώτη φορά» Αριστερά. Μέσα στις άλλες παραμέτρους της κρίσης, όπως παρατηρούσε έγκαιρα ο Ν. Σεβαστάκης, η μνημονιακή εποχή δημιούργησε μια συγκυρία στην οποία ξανάγινε θέμα «η ψυχή του ελληνικού λαού, το πνεύμα του τόπου και η αλήθεια του ελληνισμού». Αυτή ήταν η συνθήκη μέσα στην οποία οργανώθηκε μια δέσμη ιδεών, συναισθημάτων και λόγων, που δεν υποσχέθηκαν απλώς την ιστορική αναβίωση του ηττημένου Ελληνισμού αλλά έφεραν στο προσκήνιο μια νέα «ταξική» λαϊκότητα με επικαιροποιημένη την ιδέα περί ενός «αντιστασιακού έθνους», σε διαρκή μάχη με τους «δανειστές-δυνάστες».

Σε μεγάλο βαθμό, η ρητορική αλλά και η δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ ξεπήδησε μέσα από αυτή τη «ριζοσπαστική» πολιτικοποίηση των παθών και των συναισθημάτων, στην οποία η αριστερή «αντιστασιακή ηθική» —συνοδευμένη από τις παλιές θεωρίες της «ξένης εξάρτησης»— δημιούργησε τον τύπο μιας ιδιάζουσας «κοινωνικής δημοκρατίας». Την αντίληψη αυτή την εξέφρασε, με πολύ παραστατικό τρόπο, ο πρωθυπουργός στην τελευταία συνέντευξή του:  «Ο ελληνικός λαός έκανε μια επιλογή. Να στρέψει την πλάτη του σε ακραίες πολιτικές λιτότητας και ύφεσης που εφαρμόστηκαν από πολιτικές δυνάμεις που αγνόησαν τη λαϊκή βούληση. Ο λαός μας το έπραξε αυτό χρησιμοποιώντας την ασύγκριτη δύναμη της δημοκρατίας. Εκλέγοντας μια κυβέρνηση, η οποία, ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές, ποτέ δεν έχασε την εμπιστοσύνη της προς τον λαό».[2] Η άποψη αυτή μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: οι προηγούμενες κυβερνήσεις αγνόησαν τη λαϊκή βούληση, για αυτό ο λαός τις ανέτρεψε δημοκρατικά και εξέλεξε μια νέα κυβέρνηση, που, ακόμη και στα δύσκολα, εμπιστεύεται το λαό. Ο πρωθυπουργός δεν εξηγεί πειστικά πώς και πότε οι προηγούμενες δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις «αγνόησαν το λαό» ούτε πώς και πότε η δική του κυβέρνηση έδειξε την εμπιστοσύνη της στον λαό. Αν εννοεί πάντως το δημοψήφισμα, καλό είναι να δανειστεί και αυτός μερικά χαρτομάντιλα από την κ. Μπαζιάνα, που κλαίει κάθε φορά την 5η Ιουλίου. Ή έστω να δει ξανά το βίντεο με τους χορούς του «Όχι» στο Σύνταγμα για να καταλάβει τι επιτέλους από όλη αυτή τη συνταγματική παρωδία είναι για γέλια και τι για κλάματα.

Σε αυτό που επιμένει πάντως τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και η κ. Μπαζιάνα είναι το ότι δεν πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του λαού. Δεν πρόκειται απλώς για ένα λανθασμένο και προφανώς λαϊκιστικό επιχείρημα «αυθεντικής εκπροσώπησης» της λαϊκής βούλησης αλλά για μια συναισθηματική ταύτιση με συμβολική σημασία. Το να τονίζει κανείς διαρκώς πως όλοι οι προηγούμενοι πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του λαού συρρικνώνει την λαϊκή κυριαρχία σε μια τεχνική χειραγώγησης και εξομοιώνει τη δημοκρατική διαδικασία των εκλογών με μια μονοπωλιακή αντίληψη για την ίδια τη διακυβέρνηση. Η απροσμέτρητου βάθους και λενινιστικής κοπής ανοησία, το κλισέ «πήραμε την κυβέρνηση αλλά δεν πήραμε την εξουσία», συμπυκνώνει την διαμόρφωση μιας νέας «συναισθηματικής» ταυτότητας για τη ριζοσπαστική αριστερά. Πρόκειται για μια ταυτότητα που «ο πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος λαός» ζει μόνιμα έξω από τον κλειστό κόσμο μιας ορισμένης παλαιάς πολιτικής τάξης, περιμένοντας τη μεσσιανική έλευση ενός ηθικά ακέραιου ηγέτη. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το «αντιστασιακό έθνος» και η «ταξική λαϊκότητα» περιμένουν τη δικαίωση τους όχι μέσα από το ανταγωνιστικό πεδίο του δημοκρατικού διαλόγου αλλά μέσα από την εθνορομαντική σωτηρία της ψυχής τους.

Αξιοποιώντας τη μεταδημοκρατική κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ υποβαθμίζει σταθερά και συστηματικά την ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και τη θεσμική θέση των αντιπάλων του, της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης. «Αν έχει νόημα με κάποιον να συγκριθεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με τον ίδιο τον εαυτό του»,[3] δήλωσε πρόσφατα ο κ. Τζανακόπουλος, σε μια σπάνια στιγμή πολιτικού ναρκισσισμού. Αυτή η αφελής (ή μήπως κυνική;) αυτό-αναφορικότητα δείχνει πως η αντίληψη για τη σχέση της κοινωνίας με το κόμμα που κυβερνά είναι πια τόσο στρεβλή, που γίνεται επικίνδυνη. Η «αποθέωση του εαυτού», (του έθνους, του λαού, του κόμματος – ο εαυτός αλλάζει ανάλογα με την περίσταση) γίνεται πια η νέα προ-εκλογική πίστα, στην οποία θα τερματίσει το καλοκαίρι ο ΣΥΡΙΖΑ θριαμβολογώντας : «εμείς σας βγάλαμε από τα μνημόνια». Ευτυχώς, αυτό το καλοκαίρι της «καθαρής εξόδου», οι τράπεζες θα είναι ανοιχτές και τα σουπερμάρκετ γεμάτα από όλα τα αγαθά ? ίσως μάλιστα να έχουν και μερικές προσφορές στα χαρτομάντιλα για τα δάκρυα χαράς που θα τρέξουν μετά την «αριστερή μελαγχολία».

[1] Για τον όρο βλ. Νικόλας Σεβαστάκης, Φαντάσματα του καιρού μας. Αριστερά, κριτική, φιλελεύθερη δημοκρατία, Πόλις, Αθήνα, 2016, 83.

[2] https://primeminister.gr/2018/01/04/19139

[3] http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=929351

για τη στήλη Ανώμαλα Ρήματα