Χαρτογραφώντας τον μέσα τόπο

04 Δεκ 2016

Χαρτογραφώντας τον μέσα τόπο | dimart

Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε

—της Ελένης Κοσμά— 

band-054-rainer-maria-rilke-die-aufzeichnungen-des-malte-laurids-brigge2 Αυγούστου 1926. Η Μαρίνα Τσβετάγιεβα σε επιστολή της προς τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε γράφει: «Διαρκώς ταξιδεύεις. Δεν ζεις πουθενά, και συναντιέσαι με Ρώσους που δεν είναι εγώ. Άκου, για να το ξέρεις: στη χώρα του Ράινερ μόνον εγώ εκπροσωπώ τη Ρωσία. Ράινερ, τι είσαι πραγματικά; Γερμανός όχι, αν και ολόκληρη η Γερμανία! Βοημός όχι, αν και γεννημένος στη Βοημία (σημ. γεννημένος σε μια χώρα που ακόμη δεν υπήρχε –αυτό είναι αλήθεια), Αυστριακός όχι, διότι η Αυστρία υπήρξε, ενώ εσύ θα υπάρχεις διαρκώς! Δεν είναι υπέροχο; ΕΣΥ χωρίς πατρίδα!»[1] Οι διαρκείς μετατοπίσεις, οι αδιάκοπες πνευματικές και γεωγραφικές μετεγκαταστάσεις, υπήρξαν ένα σταθερό μοτίβο τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του Ρίλκε, ο οποίος δεν είχε ποτέ μόνιμη κατοικία[2]  –και δεν κατέληξε ποτέ σ’ ένα οριστικό, «κλειστό», σώμα κειμένων: η γραμμή ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο δημόσιο έργο του, ανάμεσα στην ιδιωτική και στη δημόσια «εικόνα» του, είναι εξαιρετικά λεπτή είτε παντελώς ανύπαρκτη, αν σκεφτούμε ότι κάποιες από τις επιστολές του προορίζονταν από την αρχή για δημοσίευση[3] ή ακόμη και το ότι μεγάλα κομμάτια από επιστολές του ενσωματώνονται σε λογοτεχνικά του κείμενα.[4] Η επιλογή αυτή της εσωτερικής και εξωτερικής «διασποράς», του πνευματικού και γεωγραφικού εκπατρισμού, συνιστά δομικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του «ανέστιου» ποιητή και καταστατικό πρόταγμα ενός ανθρώπου για τον οποίο η κατάλυση σε έναν τόπο είναι ανεπίτρεπτη, στον βαθμό που όλα εδώ (και μόνον εδώ) κερδίζονται: στον ίδιο τον πειραματισμό, στη διαρκή και προγραμματική αναβολή της αυτοεικόνας, στη δυνατότητα και κυρίως στην α-δυνατότητα της ανάγνωσης (αλλά και της καταγραφής) της:  

 «Έγραψα σήμερα ένα γράμμα, σ’ αυτό επάνω μου ήρθε στο νου, πως βρίσκομαι εδώ μόλις τρεις βδομάδες. Τρεις βδομάδες κάπου αλλού, στην εξοχή λόγου χάρη, θα ήτανε σαν μια μέρα, εδώ είναι χρόνια και δεν θέλω πια να γράψω γράμμα. Για ποιο λόγο να πω σε κάποιον ότι αλλάζω; Αφού αλλάζω, δεν μένω βέβαια αυτός που ήμουν, κι αφού είμαι κάτι διαφορετικό από πρώτα, είναι φανερό πως δεν έχω γνωστούς. Και σε ξένους, σ’ ανθρώπους που δεν με γνωρίζουν, είναι αδύνατο να γράψω.»[5]

Marina_Tsvetaeva_1914

Μαρίνα Τσβετάγιεβα, 1914

186x300_p6969Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, ενός έκπτωτου δανού αριστοκράτη και ποιητή, γραμμένες στο Παρίσι στη διάρκεια μιας επταετίας (από το 1903 μέχρι το 1910), κυκλώνουν τον παρισινό κύκλο, δίνοντάς του τις πλέον τραγικές αποχρώσεις: θάνατος, εξαθλίωση, ανωνυμία, αποξένωση και απελπισία, είναι οι λέξεις κλειδιά της ανεστραμμένης αυτοβιογραφίας του ποιητή, για τον οποίο οι διαρκείς εσωτερικές και εξωτερικές μετατοπίσεις έχουν έναν και μόνον στόχο: να αμβλύνουν και ταυτόχρονα να bookimageπαροξύνουν το αίσθημα της μοναξιάς του. Ο ασκητής συγγραφέας, ο «ερημίτης», των Γραμμάτων σε ένα νέο ποιητή, είναι το πρότυπο του καλλιτέχνη για τον Ρίλκε. Η ποίηση είναι ακριβώς ένας τρόπος διαχείρισης της απομόνωσης, αλλά και αυτή η ίδια η δικαίωση της απομόνωσης. Η «αληθινά μεγάλη»[6] μοναξιά, την οποία ο Ρίλκε συμβουλεύει στον νεαρό ποιητή Φραντς Κάπους, είναι η μόνη μήτρα του καλλιτέχνη:

«Μονάχα μια μοναξιά υπάρχει και είναι μεγάλη και βαραίνει πολύ στους ώμους μας. Για όλους έρχονται ώρες, που θα τις αντάλλαζαν πρόθυμα με οποιονδήποτε «συγχρωτισμό» -και τον πιο κοινότοπο ακόμα και τον πιο φτηνό[…] Μπορεί, όμως, τις ώρες ίσα ίσα τούτες να αξαίνει και να μεστώνει η Μοναξιά. Γιατί το μέστωμά της είναι οδυνηρό σαν το μέστωμα των παιδιών και θλιβερό σαν τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες. Μη σας παραπλανάει όμως τούτο. Ένα και μόνο μας είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά.»[7]

Ταιριάζει ίσως να σταθούμε σε μια «σύμπτωση» που θα μπορούσε να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα για τη γενεαλόγηση ακριβώς αυτής της οντοθεολογίας που του επιβάλλει την απομόνωση όχι ως δευτερεύουσα ποιότητα, αλλά πρωταρχική «θυσία» σε μια ανώτερη πνευματική δύναμη: ως τον «υπέρτατο φαροδείκτη» της μίας και αρχετυπικής Αλήθειας, της αλήθειας της ίδιας της ύπαρξης. Ο δανός ποιητής Μάλτε μοιράζεται την καταγωγή του με δύο ανθρώπους που ο Ρίλκε ομολογημένα θαύμαζε σε όλη τη ζωή του: τον ποιητή Χενς Πέτερ Γιάκομπσεν και τον φιλόσοφο Σαίρεν Κίρκεγκωρ.

Soren Kierkegaard

Σαίρεν Κίρκεγκωρ

«Σε όλα τα πράγματα προσαρμόστηκα στην εγκαρτέρηση, στη μη πρόνοια, σ’ αυτό για το οποίο τα πτηνά στον Κίρκεγκωρ υπερτερούν απέναντί μας. Η καθημερινή εργασία που γίνεται αβίαστα, πρόθυμα, με μεγάλη υπομονή και με το: obstacle qui excite l’ ardeur ως γνώμονα, είναι το μόνο είδος πρόνοιας που δεν εμπλέκεται στο δίκαιο του Θεού […]»[8], γράφει ο Ρίλκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1906 στη γυναίκα του, Κλάρα Βέστχοφ. Οι αναφορές στον δανό φιλόσοφο, διάσπαρτες και ενίοτε έμμεσες, είναι, ωστόσο, συχνές στο σώμα των επιστολών του Ρίλκε.[9] Οι εκλεκτικές συγγένειες του ποιητή με τον «φιλόσοφο της απόκλισης»[10],  ο οποίος έζησε σε πλήρη και εθελουσία απομόνωση το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, δεν πρέπει καθόλου να παραβλεφθούν, στον βαθμό που (είτε ως απόφαση είτε ως κατάφαση[11] προς τις θέσεις του φιλοσόφου) διαμορφώνουν το ανεστραμμένο πρότυπο του «θεολόγου-ποιητή» ·μια καθοριστική στιγμή στην ποιητική διαδρομή του Ρίλκε.

Clara Rilke Westoff & Rainer Maria Rilke ca. 1903

Κλάρα Βέστχοφ και Ρίλκε, c. 1913

Αυτή η «σύμπτωση» για την οποία κάναμε λόγο προηγουμένως συμπληρώνεται και οξύνεται στο έπακρο, αν συνδέσουμε την επιλογή του Ρίλκε να αφηγηθεί τον εαυτό του μέσα από έναν Άλλο, τον δανό ποιητή Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, με την έμμονη προσφυγή του Κίρκεγκωρ στην ψευδωνυμία,[12] η οποία συμπυκνώνει για τον φιλόσοφο ένα μεγάλο θεολογικό, και κατ’ επέκταση ηθικό, ζήτημα. Η ψευδωνυμία, στον βαθμό που λειτουργεί ως επικύρωση της απόστασης (του συγγραφέα από τον εαυτό του και από τον αναγνώστη του, του δημιουργήματος από τον Θεό)[13],  υψώνεται σε πρόταγμα αυθεντικής επικοινωνίας τόσο με τον Άλλο όσο και με τον εαυτό, διότι ακριβώς μόνον εντός της συνθήκης της απόστασης επιτρέπεται η ελεύθερη εκδίπλωση της υποκειμενικότητας: «Το Εγώ του ανθρώπου είναι μια σχέση που τέθηκε κατά παρέκκλιση, η οποία, αυτο-αναφερόμενη, αναφέρεται σε κάτι άλλο»[14], γράφει ο Κίρκεγκωρ στην Ασθένεια προς θάνατον, και γενεαλογεί την έννοια της απελπισίας ακριβώς στο σημείο όπου η σύνθεση «άνθρωπος» διεκδικεί και κατακτά τη σχέση Εγώ ως διάσχεση προς τον Άλλο.

Τα ερωτήματα (μορφής και ουσίας) που θέτει ο Ρίλκε μέσα από τις σελίδες των Σημειώσεων απηχούν ίσως το συγκεκριμένο κείμενο του Κίρκεγκωρ[15]: η απελπισία ως «ασθένεια προς θάνατον», ως «βασανιστική αντίφαση»[16], ως «ασθένεια του Εγώ που πεθαίνει διαρκώς, που πεθαίνει δίχως να πεθαίνει, που πεθαίνει το θάνατο»[17] και η ίδια η έμμονη και όλως ιδιότυπη πραγμάτευση του θανάτου από τον Ρίλκε, διατρέχουν καθοριστικά το κείμενο των Σημειώσεων. Γράφει ο Μάλτε σε μια επιστολή προς εαυτόν:[18]

«Όταν περάσει ο καιρός και ιδείς, πως τ’ όνομά σου κυκλοφορεί μέσα στους ανθρώπους, μην το παίρνεις αυτό σοβαρότερα απ’ όλα τ’ άλλα που βρίσκεις μέσα στο στόμα τους. Σκέψου πως χάλασε και πέταξέ το. Πάρε ένα άλλο, ένα οποιοδήποτε, για να μπορεί να σε καλεί ο Θεός τη νύχτα. Και κρύψε το από όλους. Ω, παντέρημε, παραμερισμένε, πώς σε προϋπαντήσανε για τη δόξα σου! […]Και τα λόγια σου τα παίρνουν μαζί τους μες στα κλουβιά της υπεροψίας τους […]Όλα τα φοβερά σου θηρία. Και σε πρωτοδιάβασα, όταν μου ξέφυγαν και μου ρίχτηκαν στην έρημό μου, τ’ απελπισμένα. Απελπισμένα όπως εσύ, που ο δρόμος σου στέκει χαραγμένος λαθεμένα σ’ όλους τους χάρτες. Σαν ένα σκίσιμο διασχίζει τους ουρανούς, αυτή η απελπισμένη γεωμετρική υπερβολή του δρόμου σου, που μόνο μια φορά μας σιμώνει καθώς στρέφει κι απομακρύνεται όλο φρίκη.»[19]

Rainer Maria Rilke at work, Hotel Biron, Paris

Ο Ρίλκε στο Hotel Biron στο Παρίσι

Στη διάρκεια του πολέμου ο Ρίλκε γνώρισε τον φιλόσοφο και αποκρυφιστή Άλφρεντ Σούλερ, μια εξαιρετικά ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου, του οποίου η νεόκοπη θεωρία για το θάνατο τον επηρέασε βαθιά –βρίσκοντας, βέβαια, αρκετά πρόσφορο το έδαφος ήδη από την προηγούμενη αναμέτρηση του ποιητή με τον δανό φιλόσοφο. Ο Σούλερ πίστευε πως ο θάνατος είναι η πεμπτουσία της ύπαρξης, ένα στιγμιότυπο της ζωής που συμπυκνώνει τον σύνολο βιωμένο χρόνο. [20] Γράφει στην πριγκίπισσα Μαρί βον Τουρν ουντ Τάξις για αυτόν:

«Φανταστείτε ότι ένας άνθρωπος που διατυπώνει διαισθητικές θεωρίες για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποφάσισε να δώσει μια ερμηνεία του κόσμου, σύμφωνα με την οποία το κραταιό βασίλειο των νεκρών αποτελεί μόνιμη και έντονη παρουσία, που συγκριτικά με αυτήν η τόσο σύντομη ζωή μας αποτελεί μια μορφή εξαίρεσης.»[21]

Η «μόνιμη και έντονη παρουσία» του «κραταιού βασιλείου των νεκρών», η συμπλοκή ζωής και θανάτου, παρουσίας και απουσίας, είναι η «εικόνα στο χαλί» των Σημειώσεων: το στοίχημα της αυτοαπεικόνισης του ποιητή κρίνεται ακριβώς στη μεθόριο της γραφής και της σιωπής, της απουσίας και της παρουσίας, της απόστασης και της εγγύτητας: «Αγγιζόμαστε. Με τι; Με φτερουγίσματα, / ακόμη και με αποστάσεις αγγιζόμαστε», γράφει ο Ρίλκε στην Τσβετάγιεβα ως αφιέρωση στο αντίτυπο των Ελεγειών του Ντουίνο που της χάρισε. «Στις Ελεγείες», γράφει ο ποιητής σε μια επιστολή του προς τον πολωνό μεταφραστή του, Βίτολντ Χούλεβιτς, «κατάφαση της ζωής και κατάφαση του θανάτου αποδεικνύονται ένα και το αυτό»[22].

tumblr_nemdp9kg5x1qf6wbmo1_500

Επιστολή του Ρίλκε στην Τσβετάγιεβα, 23/7/1926

 

[1] Παστερνάκ – Τσβετάγιεβα – Ρίλκε, Η αλληλογραφία των τριών, πρόλογος Σούζαν Σόνταγκ, Μεταίχμιο, 2005, σελ. 295

[2] Από την Ιταλία (1898) και το Φλωρεντιανό Ημερολόγιο ή τις Ελεγείες του Ντουίνο μέχρι τη Ρωσία (1899 και 1900) της Lou Andreas Salome και της Tsvetaeva, με ενδιάμεσους σταθμούς το Παρίσι, τη Βιέννη, τη Βρέμη, το Μόναχο, την Ισπανία κ.α.

[3] Michael Hamburger, «Introduction» στο: Rainer Maria Rilke, Turning Point, Miscellaneous Poems 1912 – 1926, selected and translated by Michael Hamburger, Anvil, 2003, σ., 9

[4] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: αυτούσιο τμήμα της επιστολής του της 12ης Οκτωβρίου 1907 προς τη γυναίκα του [Επιστολές για τον Σεζάν] ενσωματώνεται στις Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε: «Πόσα δεν κατορθώνει…τίποτα δεν της λείπει» (Σημειώσεις, μτφρ. Δ. Κ. Μπέσκου, Γαλαξίας, σ., 17) και «Πόσα μπορεί να κάνει…φωτεινών συσχετισμών» (Επιστολές για τον Σεζάν, εισ.-σχ.-επιμ. Αναστασία Αντωνοπούλου, Σοκόλης, σ.σ., 83-84)

[5] Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Οι Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, μτφρ. Δ. Κ. Μπέσκου, Γαλαξίας, 1965, σ., 8

[6] Rainer Maria Rilke, Γράμματα σε έναν νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Ίκαρος, 2005, σ., 60

[7] Ό.π. σσ., 60 – 61,

[8] Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Επιστολές για τον Σεζάν, εισ.-σχ.-επιμ. Αναστασία Αντωνοπούλου, Σοκόλης, 2004, σ., 48

[9] Τρία παραδείγματα: στη Marie Von Thurn und Taxis στις 30 Αυγούστου 1910 γράφει «Τώρα διαβάζω Kierkegaard. Είναι σπουδαίος, πραγματικά σπουδαίος». Στην Lou Andreas Salome στις 7 Φεβρουαρίου 1912 αναφέρεται στην κιρκεργκοριανή «μελαγχολία» και στην Katharine Kippenberg κάνει λόγο για τον «τρομαχτικά σπουδαίο Kierkegaard» (11 Φεβρουαρίου 1915) (βλ. Geoffrey A. Hale, Kierkegaard and the ends of language, Minnesota University Press, 2002, σ., 74)

[10] Ζαν Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της νεοτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Καστανιώτης, 2001, σ., 399

[11] Clive H. Cardinal, “Rilke and Kierkegaard: some relations between Poet and Theologian”, The Bulletin of the Rocky Mountain Modern Language Association, Vol. 23, No. I, (Mar. 1969), σ.σ., 34 – 39

[12] Ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του Kierkegaard είναι δημοσιευμένο ψευδωνύμως. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιούσε ευφάνταστα ψευδώνυμα, όπως: Ιωάννης της Σιωπής, Κωνσταντίνος Κωνστάντιος, Βίκτωρ Ερημίτης, Ιωάννης ο της Κλίμακας, ο της Αντι – Κλίμακας κ.α.

[13] Ζαν Μισέλ Μπενιέ, ό.π., σ., 406

[14] Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Ασθένεια προς θάνατον. Η έννοια της απελπισίας, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Καστανιώτης, 1998, σ., 20

[15] Ο Rilke διάβαζε Kierkegaard ήδη από το 1903. Είχε μάλιστα κάνει αρκετές απόπειρες να μάθει δανέζικα, προκειμένου να μεταφράσει τα κιρκεγκοριανά Γράμματα στη Ρεγκίνα, φιλοδοξία που δεν έμεινε παρά στα σκαριά. Ωστόσο, μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά τα περισσότερα από τα έργα του φιλοσόφου (ψευδώνυμα ή μη) και, ακόμη, του ήταν κάτι περισσότερο από οικεία η μελέτη του φίλου του Rudolf Kassner για τον φιλόσοφο (Soren Kierkegaard, Aphorismen). Σε επιστολές του Rilke, που χρονολογούνται, όμως, μετά το 1915, και άρα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια για τη σχέση του ποιητή με το φιλόσοφο μέσα στο κείμενο των Σημειώσεων (1910), γίνεται εκτενής αναφορά στο δοκίμιο του  Kierkegaard, «Μπροστά στον τάφο» [Ved en Grav]. (βλ. σχετικά Geoffrey A. Hale, ό.π.)

[16] Ό.π., σ., 29

[17] Ό.π.

[18] Πρόκειται για ένα σχεδίασμα επιστολής στην ουσία χωρίς αποδέκτη.

[19] Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, ό.π., σ.σ., 61 – 62

[20] Ralph Freedman, Rilke. La vie dun poete, biographie traduite de l’ anglais par Pierre Furlan, Actes Sud, 1998, σ.σ., 553 και 717

[21] Αλέξανδρος Ίσαρης, Κάτω από τόσα βλέφαρα. Σημειώσεις για τον Ρίλκε, Ίκαρος, 2007, σ., 151

[22] Ό.π., σ., 11