Χαράματα Μεγάλη Πέμπτη…

Μιχάλης Τριανταφυλλίδης 06 Απρ 2018

Αξημέρωτα ακόμα,  ότι καιρό να έκανε, ο παππούς, άναβε τη σόμπα στην κουζίνα και φυσικά με  ξυπνούσε, γιατί στο ντιβάνι εκεί κοιμόμουν.
Είχε αρχίσει ήδη το ζύμωμα…
Μια ιεροτελεστία, που όσο ζω θα τη θυμάμαι. Ο παππούς ο Γληγόρης, Σουρμενέτες, από πολύτεκνη οικογένεια, έφυγε νωρίς από το χωριό και πέρασε απέναντι στο Βατουμι… Μετανάστευσε δηλαδή… Καταρχάς γιατί χρειάζονταν να δουλέψει και να στείλει πίσω στην οικογένεια παράδες.
Δεν είμαι σίγουρος, ότι  Γληγόρης έφυγε, για να μην πάει στον τούρκικο στρατό, όπως πάρα πολλά παλικάρια, από τον Πόντο, τη εποχή εκείνη. Έφυγε για το Βατούμι, όπου είχε κάτι θειούς  και μετά πέρασε στην Οντέσσα.
Το 1883 γεννηθείς, με το που πήγε έπιασε δουλειά, γιατί ήταν καλός αρτεργάτης, έτοιμος. Εξάλλου οι Σουρμενέτες ( οι εκ Σουρμένων ορμώμενοι) ήταν πολύ υψηλού επιπέδου αρτεργάτες,  αρτοποιοί, πολύ περισσότερο δε από ότι κατ΄ευφημισμόν έλεγαν, περί τους Ηπειρώτες.
Και εικάζω, πως δεν ήταν ο στρατός,  ο λόγος  του αποχωρισμού από την πατρίδα, λόγω του ότι, μετά από κάποια χρόνια δουλειάς, το΄18 ο παππούς, έπιασε δουλειά στον Κόκκινο Στρατό και έμεινε  αρκετά, ακολουθώντας τον  στα γεγονότα της εποχής .
Το σημαντικότερο δε όλων αυτών,  ήταν  πως ο παππούς Γληγόρης, έμαθε στην εντέλεια τη ρούσικη ζαχαροπλαστική, κυρίως τα γλυκά φούρνου,  μια υποδιαίρεση ορατή και δια γυμνού οφθαλμού, σε όλες τις κουζίνες της Ευρώπης.
Πέρασαν  πολλά  χρόνια,  για να το συνειδητοποιήσω, όταν διαπίστωσα ότι στις Βρυξέλλες, εκλέρ,  την Κυριακή το πρωί, έβγαζε ο φούρνος της γειτονιάς . Γιατί είναι  γλυκό του φούρνου,  το εκλέρ.
Ζύμωνε τα τσουρέκια, τα οποία, ποτέ μα ποτέ, δεν ήταν  γλυκά με την έννοια του γλυκίσματος.  Ήταν αφράτα αλλά όχι αφρός, όπως τα κάνουν μερικοί και δεν ζύμωσε ποτέ του, τριφτή ζύμη,  για τα τσουρέκια μας.
Είχε την πλήρη ευθύνη, από το τρίψιμο της μαγιάς, μέχρι  το βγάλσιμο από τον φούρνο.  Ο τόπος μοσχομύριζε μαχλέπι και κακουλέ.
Κανένας μας ποτέ, ήταν το διαρκές ερωτηματικό μου, δεν προσπάθησε να μάθει τη συνταγή του παππού.  Ιδίως  τη χρήση των μπαχαρικών.  Αρκετά μεγάλος, απλώς με έμαθε,  πως η μυρουδιά στην Αριστοτέλους, κάθε μέρα και πιο έντονη, ουδεμία σχέση είχε μα το ψήσιμο τσουρεκιών, διότι αυτά ήταν ήδη ψημένα. Ήταν κακουλές και μαχλέπι, απάνω σε τενεκάκι, απάνω στο ηλεκτρικοματι, λειτουργούσαν ως θυμιατό,  για να προσελκύουν την πελατεία.
Αφού φούσκωναν  τα τσουρέκια μέσα στις ξύλινες σκάφες-ζυμωτήρια,  τα έπλαθε σε όμορφες πλεξίδες, αλλά και πλεξίδες στεφάνια. Έβαζε σε μερικά που προορίζονταν για δώρα ή για στόλισμα, κόκκινα αυγά… Έμπαιναν στις λαμαρίνες και έφευγαν για τον φούρνο. Τότε έρχονταν  και η ώρα της ανάπαυσης του πολεμιστή.
Ανάβαινε στο φουρνοδόν,  το σημείο με την πιο γλυκιά ζέστη, μέσα στον φούρνο και έριχνε ένα πολύ ελαφρύ ύπνο. Ήταν η χαρά και για μένα.  Ανέβαινα, κούρνιαζα δίπλα του  και ήμουν  βασιλιάς .
Ο παππούς πέθανε το ‘ 78, με τον ίδιο τρόπο που πέθανε και η μανούλα μου. Όπως είπε τότε και ο γιατρός, κουράστηκε να ζει  και έσβησε  τις μηχανές.
Η κηδεία έγινε του Αγίου Νικολάου, ανήμερα και το παράπονο  της μανούλας μου ήταν, «γιατί  έφυγες έτσι γρήγορα πατέρα, εμένα ποιος θα με ζυμώσει τα τσουρέκια μου τώρα;».
Ήταν η πλέον τρυφερή της επίκληση, στον καταπληκτικό πατέρα της και παππού μου.