Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η κατανάλωση γενόσημων φαρμάκων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της Ε.Ε.. Άν βέβαια κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τα στοιχεία (μελέτη της ICAP, 2019) θα διαπιστώσουμε ότι στην πατρίδα μας η κατανάλωση γενοσήμων σε αξία το 2018 κατέγραψε μεν πτώση στο 17,8% (από 18,1% που ήταν το 2017 και 18,5% αντίστοιχα το 2015), αλλά από πλευράς όγκου το μερίδιό τους αντίθετα αυξήθηκε στο 23,3% (έναντι 22,9% το 2017 και 20,9% το 2015).
Μια άλλη συχνή, και εξίσου ασταθή διαπίστωση που κανείς συναντά στο σχετικό ζήτημα είναι η ενοχοποίηση για τη χαμηλή κατανάλωση γενόσημων φαρμάκων στην Ελλάδα -ανάμεσα σε άλλους- και των παρόχων υγείας, και ιδιαίτερα των γιατρών. Γιιατροί που ευθύνονται κατ’ αυτούς, γιατι αυτοί δεν συνιστούν τόσο συχνά όσο θα έπρεπε γενόσημα, κι δεν τα συνιστούν επειδή έχουν ελλειπή πληροφόρηση για το θέμα. Συνεπώς αν οι γιατροί αυτοί εκπαιδευτούν για τα ζητήματα φαρμακοισοδυναμίας “σε ένα τροποποιημένο πρόγραμμα σπουδών στις ιατρικές και στις φαρμακευτικές σχολές τους”, θα τροποποιήσουν ακολούθως την συμπεριφορπά τους” (Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής, 2016, 33(5):583-595).
Φρονώ ότι η ευθύνη των ιατρών όσον αφορά το φαινόμενο της χαμηλής ακόμα διεισδυσης σε όγκο των γενόσιμων στην Ελλάδα έναντι της υψηλότερης διείσδυσης που έχουν σημειώσει στις άλλες ευρωπαικές χώρες, είναι ελάχιστη. Κατά την άποψη μου, άλλοι παράγοντες είναι αυτοί που συνέβαλαν ουσιωδώς στη διαμόρφωση του φαινομένου. Οι περισσότεροι, όπως έχουν εν πολλοίς ταυτοποιηθεί και περιγραφεί από άλλους σε ήδη δημοσιευμένες μελέτες (π.χ. ΕΑΠ, Διπλωματικες Εργασίες, 2018) είναι οι παρακάτω :
-η καθυστερημένη μείωση των τιμών των γενοσήμων στην Ελλάδα έναντι των πρωτοτύπων, αφού για πολλά χρόνια τα γενόσημα διατηρούσαν τις ίδιες, πολλές φορές και υψηλότερες, τιμές με τα πρωτότυπα φάρμακα, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην δεύτερη θέση μετά την Ελβετία στις υψηλότερες τιμές γενοσήμων (Wouters et al, The Milbank Quarterly, 2017). Η επιμακρόν κυκλοφορία γενόσημων φαρμάκων με παρόμοιες τιμές με τα πρωτότυπα σκευάσματα θάμπωσε την ταυτότητα των γενόσημων όπως σχηματιζόταν τότε, τον πρώτο καιρό της κυκλοφορίας τους, στον καταναλωτή και αφαιρεί τώρα πιστότητα από το βασικό ηθικό επιχείρημα των φαρμακοβιομηχανιών γενόσημων σκλευασμάτων ότι επιθυμούν να συμβάλλουν στην εξοικονόμηση πόρων.
-η μεγάλη διάρκεια των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και αποκλειστικής κυκλοφορίας των πρωτοτύπων σκευασμάτων (πατέντα), που μπορούν να φτάνουν όσον αφορά την κατοχύρωση της δραστικής ουσίας τα είκοσι χρόνια (χρόνος όμως που μπορεί να επεκταθεί περαιτέρω με την έκδοση π.χ. συμπληρωματικού πιστοποιητικού προστασίας έως πέντε χρόνια) δημιουργεί μακρές σχέσεις εμπιστοσύνης και ιδιαίτερης συνάφειας του ασθενή με το φάρμακο του. Και για αυτό τον λόγο παρατηρείται το φαινόμενο τα καλά, ισχυρά πρωτότυπα φάρμακα, ακόμα και όταν χάσουν την πατέντα τους και τίθενται πλέον σε ανταγωνισμό με τα ανταγωνιστικά τους γενόσημα, αυτά να διατηρούν για πάρα πολύ χρόνο υψηλές κυκλοφορίες ακόμα και χωρίς καμία άλλη διαφημιστική προώθηση. Χρειάζεται αναθεώρηση της διάρκειας των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας των ευρεσιτεχνιών, ούτως ώστε και οι παραγωγοί πρωτοτύπων να προστατευθούν αλλά και η δυνατότητα φτηνότερου διαθέσιμου φάρμακου να διευκολυνθεί.
-Είναι κοινή διαπίστωση ότι κατά την εκτέλεση της συνταγής που βασίζεται στην δραστική ουσία από τον φαρμακοποιό, λόγω αυξημένου κέρδους από την πώληση ακριβότερων πρωτότυπων φαρμάκων, ο φαρμακοποιός δεν έχει κανένα κίνητρο να προωθήσει τα γενόσημα. Για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί το φαινόεμνο αυτό θα έπρεπε να αλλάξει όμως ο τρόπος υπολογισμού της κερδοφορίας των φαρμακείων.
-οι αρνητικές πεποιηθήσεις των ασθενών και του γενικού πληθυσμού γύρω από την αξία των γενοσήμων που εν πολλοίς διαμορφωθήκαν στα μνημονιακά χρόνια όταν επιχειρήθηκαν βίαιες προσπάθειες αναδιαμόρφωσης των δαπανών υγείας, στις οποίες αντιτάχθηκαν λαικίστικα κάποια πολιτικά κόμματα που βρίσκονταν τότε στην αντιπολίτευση. Τότε, που ένας ανώριμος λαός άκουγε έκπληκτος και τρομοκρατημένος τις τοποθετήσεις παραγόντων (π.χ. Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών) και πολιτικών κομμάτων, που είχαν καβαλικέψει το αντι-μνημονιακό κύμα και αντιταχθήκαν στην προσπάθεια επιβολής των γενόσημων, να τα περιγράφουν ως φάρμακα-δολοφόνους, απειλή, επικίνδυνά, ανέλεγκτα, τοξικά, που “κόβουν 7 χρόνια ζωής”, με επικίνδυνα έκδοχα, “δεξιά” ή “αριστερά” ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση του εκφωνητή (τα ίδια έλεγαν και για τις κατευθηντήριες οδηγίες). Κάποιοι από αυτούς στη συνέχεια θα κληθούν να αναλάβουν την διαχείριση της διοίκησης και κάνοντας kolotouba, θα προσπαθήσουν να ανασκευάσουν τα λόγια τους και να προωθήσουν τελικά την διείσδυση των γεόσημων (και την χρήση κατευθηντήριων οδηγιών) που οι ίδιοι είχαν προηγουμένως δαιμονοποιήσει.
Τελικά, όλοι αυτοί που συνδιαχειρίστηκαν από διάφορες θέσεις την φαρμακευτική αγορά (κόμματα, πολιτικοί, βιομήχανοι, φαρμακοποιοί, γιατροί αλλά και ασθενείς) και τώρα επιρρίπτουν ευθύνες μόνο στους γιατρούς για την ανεπαρκή διεισδυση των γενόσημων στην ελληνική αγορά, ας φανούν περισσότερο γενναίοι και ας κοιτάξουν στον καθρέφτη τους. Εκεί, ίσως, βρούν τους ένοχους για αυτήν την υστέρηση – που όλα δείχνουν ότι είναι θέμα χρόνου να απομειωθεί και να ακολουθηθεί και στην Ελλάδα η ίδια αυξητική τάση στη χρήση τους. Η ενοχοποίηση μόνο των γιατρών από ορισμένους παράγοντες της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί και ως προσπάθεια προσφορότερης διαχείρισης τους, έτσι ώστε κάποιοι να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη από την εμπορική διακίνηση των γενόσημων . Και επειδή, το μείζον δεν είναι η αύξηση του πλούτου μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, ούτε η μείωση του φαρμακευτικού κόστους ή η αύξηση των προσφερόμενων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, αλλά η επιτυχής φαρμακευτική θεραπεία των παθήσεων και γενικότερα η προάσπιση της υγείας των ανθρώπων, ας φροντίσουμε όλοι μας να επενδυθούν περισσότερα χρήματα στην ανεύρεση νέων φαρμακευτικών μορίων και όχι μόνο στην εμπορική εκμετάλευση των “ουσιωδώς ομοίων φαρμάκων” ! Αυτό πραγματικά θα άξιζε και θα μας καθιστούσε ικανότερους παρόχους υπηρεσιών υγείας που αντιπαλεύουν την ασθένεια!