Χαμένοι στη μετάφραση

30 Σεπ 2016

Τι είναι μετάφραση; Επί πίνακι
ενός ποιητή το ωχρό κι αγριωπό κεφάλι,
του παπαγάλου η στριγκλιά, πιθήκου φλυαρία
κι άγρια σύληση νεκρών

—Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ—

—Ένα αφιέρωμα του dim/art για την Παγκόσμια Ημέρα Μετάφρασης—

Μια ανοιχτή επιστολή της μεταφράστριας Μαργαρίτας Ζαχαριάδου προς τη Μετάφραση, μια αναφορά  του Γιώργου Τσακνιά στους κακούς μεταφραστές κι ένα παιχνίδι με το μεταφραστήρι του google, ένα προφητικό κείμενο του Φαίδωνα Ταμβακάκη από το μακρινό 1986, παραδείγματα οδυνηρά «πιστής» μετάφρασης από τη Μαρία Τσάκος. Η Ελένη Κεχαγιόγλου επιλέγει κείμενα του Paul Ricoeur (Για τη μετάφραση), του Τομ Ρόμπινς (για τις μεταφράσεις των έργων του), του Κώστα Κουτσουρέλη (Μετάφραση: θεωρία και πράξη) και του Σωτήρη Τριβιζά (Η μετάφραση της ποίησης και η ψυχολογία του μεταφραστή: ένα λανθάνον κείμενο του Τέλλου Άγρα). Ακόμα: (μετα-)φράσεις για τη μετάφραση: από τον Βολταίρο και τον Γκαίτε μέχρι τον Έκο και τον Μπόρχες.

Για τη Μετάφραση

(Γιατί Μετάφραση;)

—της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου—

Αγαπητή Μ.

θα μου επιτρέψεις να σε αποκαλώ Μ. – και όχι, ας πούμε, απλώς Δ., από το «Δουλειά», που θα ήταν ίσως άστοχα γενικόλογο και αποπροσωποποιημένο. Αντιθέτως, το Μ. παραπέμπει και στο δικό μου όνομα, άρα και σε αυτό που είμαι. Και είναι δίκαιο αυτό εφόσον, αφού έκανα το, ας πούμε, λάθος να μετατρέψω ένα αθώο χόμπι σε επάγγελμα, στη συνέχεια έγινε (από μόνο του, ως συνήθως) κάτι σωστό: τουλάχιστον εξελίχθηκε το «λάθος» αυτό σε κομμάτι του εαυτού μου, το ενσωμάτωσα τόσο, που πλέον σχεδόν δεν μπορώ να εντοπίσω το περίγραμμά του και να το ξεχωρίσω ως διακριτή ή επιπρόσθετη περιοχή της ύπαρξής μου. Είμαι μεταφράστρια, όπως είμαι 1,60 στο ύψος, όπως μου αρέσουν οι σοκολάτες και αγαπάω τα ζώα. Translator is who translating does, to do is to be και τα λοιπά.

Προτιμώ επίσης μορφολογικά το «Μ.» σε σύγκριση με την απλή αιχμή του «Δ.» και το κλειστό του σχήμα – το Μ., με τις διπλές του κορυφές σαν δόντια, ανοιχτό στη βάση του και ελεύθερο να γεμίζει και να αδειάζει,. Μου αρέσει η ιδέα πως αυτή η διαδικασία, η μετάφραση, αποτελείται πάντα από ζεύγη: γλώσσα πρωτοτύπου και γλώσσα προορισμού, κατανόηση και απόδοση, ο συγγραφέας και εγώ, το κείμενό του και το κείμενό μου – και μ’ αρέσει πώς τα ζεύγη-κορυφές συνδέονται (ή μήπως χωρίζονται;) με τη βαθιά κατάβαση σε κάτι που, είκοσι χρόνια μετά, ακόμα δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς: τώρα που αναγκάζομαι να γράψω, θα το έλεγα ίσως «οικουμενικότητα του πνεύματος», αυτό δηλαδή που μας επιτρέπει να μαθαίνουμε μια γλώσσα με την οποία δεν γεννηθήκαμε ή να αντιλαμβανόμαστε μια άλλη, πιθανότατα ανώτερη, ευφυία από τη δική μας. Δεν γίνεται να είσαι ποτέ μόνος κάνοντας αυτή τη δουλειά: έχεις πάντα δίπλα σου τον συγγραφέα και μαζί τον κόσμο του. Αλλά και αντιστρόφως: χάρη σε σένα, αγαπητή Μ., έχω γίνει ο αόρατος (ή ελάχιστα ορατός) Doppelgaenger μερικών μεγάλων συγγραφέων.

Αυτή η ιδιότητα είναι παράξενη, βέβαια, για μένα? με οδηγεί επί πολλές ώρες κάθε μέρα σε ένα υστερικό πήγαιν’-έλα από τη μια ύπαρξη στην άλλη (σε βαθμό που η ίδια η κατάσταση της μετάβασης να γίνεται πλέον αυτοτελής ύπαρξη), αλλά πρέπει να είναι εξίσου αλλόκοτη και για τους συγγραφείς: όλοι θέλουν, ασφαλώς, να βλέπουν τα έργα τους μεταφρασμένα σε μια άλλη γλώσσα. Για να γίνει αυτό, απαιτείται ακριβώς ένας μεταφραστής-Doppelgaenger, ένας stalker, αν θέλουμε να το πούμε λίγο πιο άγρια. Αν ήμουν συγγραφέας, θα με ανησυχούσε πολύ αυτός ο ημι-αυτόνομος ίσκιος μου. Γιατί αν είναι ανίκανος να με ακολουθήσει και να με περιγράψει/σκιαγραφήσει, μπορεί να με καταστρέψει, να με παραμορφώσει σε σημείο να είμαι αγνώριστος. Κι αν πάλι είναι ικανός ο ίσκιος μου, επιμελής και στοχαστικός, τότε πόσα ακριβώς γνωρίζει; Πόσο καθαρά βλέπει τα λάθη και τα ελαττώματά μου; Αυτός ο ιδανικός αναγνώστης μου με συμπαθεί;

Αλλά σήμερα, που είναι η παγκόσμια μέρα σου, αγαπητή Μ., τυχαίνει να κλείνω πια 20 χρόνια στην υπηρεσία σου και σκέφτομαι πιο πολύ τον εαυτό μου και όλες αυτές τις λέξεις που κάποιος μου εμπιστεύτηκε να τις οδηγήσω εκεί που πρέπει. Τις καλές μέρες, είμαι περήφανη για τις χιλιάδες σελίδες που έχουν περάσει από τα δάχτυλά μου, τις εκατοντάδες φωνές που έχω υποδυθεί, όλες τις εικόνες που έχω αναπαραστήσει. Τις κακές μέρες, ξυπνάω με το κεφάλι σκοτισμένο και με τύψεις. Πάντα προσπαθώ να κάνω το σωστό. Αλλά τις κακές μέρες, κουβαλάω το βάρος για τον σιωπηρό χαμό ενός άυλου πλήθους, μιας αδύναμης λεγεώνας, που ποτέ δεν φωνάζει αλλά ψιθυρίζει ασταμάτητα – μικρές λέξεις, αχνές αποχρώσεις, εντάσεις βάρβαρα χαμηλωμένες. Σκόρπιες πινελιές, χαμένες. Τις κακές μέρες νιώθω το βάρος όλων εκείνων που, ενώ είχα την ευθύνη τους, χάθηκαν. Έχω μάθει, λοιπόν (εσύ μου το έμαθες) να πορεύομαι με την επίγνωση της επόμενης απώλειας ή την επίγνωση της έλλειψης και του πεπερασμένου: ούτε καν το ίδιο το κεφάλι μας δεν μπορεί να γίνει ο χώρος της τέλειας ηχητικής που απαιτεί η επικοινωνία, και που απαιτείς κι εσύ. Εγώ, πάλι, έμαθα να μην το απαιτώ πια από κανέναν.

Έλεγα για τις λέξεις που πέρασαν από τα δάχτυλά μου. Ναι, μοιάζει πολύ με εκτέλεση παρτιτούρας αυτή η δουλειά, ακόμα και από αυτή τη βασικά χειρωνακτική της άποψη. Μεταφράζοντας, η γλώσσα γίνεται κίνηση των χεριών, αφή. Κάποτε σκεφτόμουν πόσο ωραία θα ήταν αν μπορούσα να μεταφράζω περπατώντας: να βλέπω το κείμενο και να καταγράφω τη μετάφραση προφορικά. Πέρα από το προφανές πρόβλημα, ότι ή το κείμενο θα βλέπω ή τις λακκούβες, τα αυτοκίνητα και τα φανάρια στους δρόμους –πράγμα που πιθανώς θα καθιστούσε αυτή τη διαδικασία εξόχως ανθυγιεινή–, νομίζω πως θα μου ήταν αδύνατο να αποσυνδέσω τη γλώσσα (εννοώ, το λόγο, όχι το όργανο) από τα χέρια μου. Είπαμε: είμαστε χειρώνακτες. Μετατρέπουμε το πνεύμα (την ενέργεια) κάποιου άλλου, οποιουδήποτε, σε μάζα, ύλη – αν και όχι με την ταχύτητα του φωτός. Κάθε άλλο. Εσύ, αγαπητή μου Μ., ξέρεις μόνο τη βραδύτητα του φωτός.

Ευτυχώς.

Δική σου (ελπίζω) για πάντα,

Μ.

Η συνέχεια στο dimartblog

Χαμένοι στη μετάφραση