Χαμένη παρτιτούρα

Γιάννης Παπαθεοδώρου 06 Δεκ 2016

Πριν από λίγες ημέρες, ο νέος πρόεδρος του Φεστιβάλ Αθηνών κ. Γ. Μηλιός, έσπευσε να διευκρινίσει πως με την αποδοχή της θέσης του δεν αναστέλλεται ούτε η πολιτική κριτική ούτε η διαφωνία του με τον ΣΥΡΙΖΑ, για αυτό και όσοι βιάστηκαν να μιλήσουν για συναλλαγές και πρόθεση νομιμοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής είναι είτε αφελείς είτε κακόπιστοι. Για λόγους οικονομίας της συζήτησης και επειδή, έτσι κι αλλιώς, η δίκη προθέσεων είναι μια άχαρη και ενίοτε επικίνδυνη διαδικασία, προτείνω να δεχτούμε πως ο κ. Μηλιός πράγματι ανέλαβε τη συγκεκριμένη θέση επειδή θεωρεί δεδομένη την αυτονομία που έχει το πεδίο του πολιτισμού μέσα στη γενική κυβερνητική πολιτική, ακόμη και αν η θέση του προέκυψε μετά από έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό και όχι μέσα από μια ευρύτερη διαδικασία αξιοποίησης προσώπων από τον χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της πολιτικής. Το τελευταίο το αναφέρω, επειδή ο ίδιος ο κ. Μηλιός έγραφε παλαιότερα πως είναι επιλογή του «να μη συμμετέχει από οποιαδήποτε θέση στην κυβέρνηση». Και πάλι όμως, το επιχείρημα της συνέπειας είναι μια εύκολη κριτική, που συχνά καταντάει να είναι απλώς μια αντιφατική ανθολογία προηγούμενων και νεότερων σχολίων στο facebook, στο οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, διοχέτευε ο κ. Μηλιός μεγάλο μέρος από την επαναστατική του ενέργεια.

Ας τα αφήσουμε όλα αυτά και ας επικεντρωθούμε στις πραγματικές απόψεις του κ. Μηλιού για τον πολιτισμό, έτσι όπως τις περιγράφει ο ίδιος στις δηλώσεις του. Σύμφωνα λοιπόν με τον κ. Μηλιό,   «ο πολιτισμός οφείλει να είναι το πνευματικό αντίβαρο στις δυσκολίες που περνούν οι λαοί…»«το Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου πρέπει να γίνει ορόσημο του σύγχρονου πολιτισμού…»«να ανοίξει τις πόρτες του στην κοινωνία, να πλησιάσει τους πολλούς και τις πολλές…», να είναι «πεδίο δημιουργικότητας αλλά και ανατρεπτικής σκέψης». Με αυτό το σκεπτικό, ο κ. Μηλιός αποφάσισε να δεχτεί την άμισθη και «μη κυβερνητική» θέση, θεωρώντας πως ο«Πολιτισμός μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική βαρβαρότητα που μας περιβάλλει». Το μείγμα των στερεοτύπων είναι γνωστό: τέχνη για τους πολλούς (και τις πολλές), κρυφή ελληνική υπεροχή, ανατρεπτικότητα, και, βέβαια, καταγγελία του νεοφιλελευθερισμού ως υπέρτατη αποστολή του Πολιτισμού, (με το π κεφαλαίο, αυτή τη φορά!)

Δεν θα κρίνω το περιεχόμενο των εννοιών που επιστρατεύει ο νέος πρόεδρος του Φεστιβάλ για να δηλώσει τη δική του οπτική γωνία για τον πολιτισμό. Εύκολα άλλωστε μπορεί να ανιχνεύσει κανείς τη νοσταλγία για μια «προλεταριακή κουλτούρα», που θα δώσει ένδοξες μάχες απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό από την ταβέρνα του «Λεωνίδα» στο Λυγουριό. Σε αυτό που θέλω να σταθώ είναι ότι ο κ. Μηλιός συνόδευσε τη σχετική ανάρτηση του με ένα πολύ ενδιαφέρον ηχητικό ντοκουμέντο. Πρόκειται για την ουβερτούρα από τη Δύναμη του Πεπρωμένου (La forza del destino) του Τζουζέπε Βέρντι, από την ιστορική συναυλία του Δημήτρη Μητρόπουλου, η οποία έγινε στην Αθήνα την 1η και 2η Οκτωβρίου του 1955 με την φιλαρμονική ορχήστρα της Νέας Υόρκης στην αίθουσα συναυλιών Ορφέας, μετά από 16 χρόνια απουσίας του μαέστρου από την πατρίδα του. Σε εκείνες τις συναυλίες, ο Μητρόπουλος διηύθυνε έργα του Μπραμς, του Σκαλκώτα και του Μπετόβεν. Όπως διαβάζουμε στη σχετική ανάρτηση «αυτή η έκτακτη συναυλία έγινε χωρίς καμιά πρόβα και το πρόγραμμα κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα. Δεν υπήρχε δηλαδή γραμμένο». Ο ενθουσιασμός του κοινού είναι προφανής, ήδη από τα πρώτα λόγια του μαέστρου.

Ο Μητρόπουλος μέσα στον μεσοπόλεμο έκανε πολλές συναυλίες μέσα στα ερείπια αρχαίων θεάτρων (Επίδαυρος, Κόρινθος, Δελφοί) με στόχο να ζήσουν οι κάτοικοι (αλλά και οι αγρότες) την εμπειρία των αρχαίων χώρων. Αργότερα, στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, έστελνε φορτία γάλα σε σκόνη στην Ελλάδα και ήταν τακτικό μέλος στο τμήμα αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού. Στη δεκαετία ΄40-’50, έδωσε 171 κονσέρτα σε 379 αμερικανικές και καναδικές πόλεις με χιλιάδες ακροατές, ενώ ήδη είχε γίνει ένας από τους πιο σημαντικούς διεθνείς μαέστρους. Επιστρέφοντας για λίγο στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, δεν χαρίστηκε ούτε στους εθνικόφρονες στυλοβάτες του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ούτε όμως επικοινώνησε οργανικά με τους αριστερούς που τραγούδαγαν το τραύμα του εμφυλίου στις λαϊκές νότες του Θεοδωράκη. (Λέγεται ωστόσο πως το  State Department μεσολάβησε το 1953 στο να απαγορευτεί ο προγραμματισμός της εκτέλεσης ενός έργου του Θεοδωράκη, υπό τη διεύθυνση του Μητρόπουλου). Συχνά δέχθηκε επιθέσεις από την Ένωση Ελλήνων Μουσουργών για τη μη προώθηση των «ελληνικών έργων». Μέχρι το τέλος της ζωής του, συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλά: να κουνάει τα χέρια του διευθύνοντας την ορχήστρα. Φαντάζομαι ότι ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό πως ο Μάλερ θα ήταν μια μορφή αντίστασης απέναντι στη «νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική βαρβαρότητα». Αλλά κι αν τού πέρασε, (μόνο ως προς τη λέξη βαρβαρότητα, στην αρνητική αισθητική εκδοχή της), και πάλι η απάντηση θα κρυβόταν στα γυμνά του χέρια.

Το πρόβλημα με τον κ. Μηλιό αλλά και ευρύτερα με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως τα ιδεολογήματα προηγούνται από την πολιτιστική πολιτική. Για αυτό και στις δηλώσεις του κ. Μηλιού, το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου μοιάζει κάπως με το περίφημο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης»? σε αυτό είχε ειδικευτεί παλαιότερα ο κ. Μηλιός αλλά και οι άλλοι «οικονομολόγοι του ΣΥΡΙΖΑ». Είναι μια «πλατφόρμα» για τον πολιτισμό που δίνει φαντασιακές μάχες με αόρατους εχθρούς, αναζητώντας διαρκώς τη χαμένη παρτιτούρα της επανάστασης.