Εννέα χώρες υπέγραψαν την περασμένη Δευτέρα επιστολή προθέσεων για την υλοποίηση της «Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Επέμβασης». Η εκκωφαντική απουσία της Ελλάδας δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Οφείλεται στη γνωστή πλέον διάλυση των μηχανισμών χάραξης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής που έχει επιφέρει η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Ή μήπως πρόκειται για υπολείμματα νέο-κομμουνιστικών διεθνιστικών ειρηνιστικών ονειρώξεων;
Η ιστορία δεν εξελίσσεται ευθύγραμμα ούτε με σταθερή ταχύτητα. Επιταχύνεται πολλές φορές από γεγονότα που μοιάζουν ασήμαντα ή από γεγονότα που με πρώτη ματιά δεν φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με τις επιπτώσεις που τελικά προκαλούν. Η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι γεμάτη με τέτοιου είδους καταστάσεις: μια φαινομενικά άσχετη εξέλιξη να ανοίγει το δρόμο για σημαντική πρόοδο της συνεργασίας, αυτό που συχνά αποκαλούμε «παράθυρο ευκαιρίας». Με αυτό τον τρόπο, με απρόσμενα παράθυρα ευκαιρίας, προχώρησαν πολλές σημαντικές πολιτικές της Ευρώπης την ίδια στιγμή που όλοι θεωρούσαν ένα τέτοιο βήμα απίθανο ή ακόμα και αδιανόητο.
Πάρτε για παράδειγμα το παράθυρο ευκαιρίας που άνοιξε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 και επέτρεψε την υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας από την συνάντηση κορυφής της Κολωνίας τον Ιούνιο του 1999. Για να γίνει εφικτό ένα τόσο σημαντικό βήμα συνέτρεξαν πολλοί παράγοντες: η συνειδητοποίηση της ευρωπαϊκής ανεπάρκειας που οδήγησε στο ευρωπαϊκό φιάσκο στον πόλεμο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης· η εγκατάλειψη από πλευράς Μεγάλης Βρετανίας της ιδέας να μετατρέψει την Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση σε τέταρτο αμυντικό πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η αποδοχή εκ μέρους των λεγόμενων ουδέτερων χωρών, όπως η Αυστρία ή η Ιρλανδία, της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της Ε.Ε.
Δεν χρειάζεται πιστεύω να υπενθυμίσουμε ότι κάθε θετικό βήμα προς την ολοκλήρωση της αμυντικής διάστασης της Ευρώπης έχει τεράστια σημασία για τη χώρα μας, λόγω της ιδιαίτερης γεωπολιτικής της θέσης και των συναφών απειλών.
Βρισκόμαστε σήμερα σε μια συγκυρία που ευνοεί θετικά βήματα προώθησης της αμυντικής διάστασης της Ε.Ε. Η προγραμματισμένη αποχώρηση των Βρετανών από το ευρωπαϊκά όργανα, η αστάθεια της διατλαντικής σχέσης λόγω Προέδρου Τράμπ, η κρίση της Κριμαίας, η κοινή απειλή της τρομοκρατίας, όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια δική της άμυνα και τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο.
Σε μια ιστορική ομιλία του στη Σορβόννη, στις 26 Σεπτεμβρίου 2017, ο Πρόεδρος Μακρόν υπογράμμισε την ανάγκη ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. και τη δημιουργία μιας κοινής στρατηγικής κουλτούρας. Ο στόχος είναι, είπε ο Εμμανουέλ Μακρόν, να διαθέτουμε ένα κοινό αμυντικό δόγμα, την ικανότητα κοινής στρατιωτικής επέμβασης με τρόπο αξιόπιστο και κατάλληλο κοινό προϋπολογισμό στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Η Γαλλία, συνέχισε ο Γάλλος Πρόεδρος, θα προτείνει στους εταίρους της φιλόδοξες αμυντικές συνεργασίες με προτεραιότητα τις ευρωπαϊκές χώρες που θέλουν και μπορούν. Στην ίδια ομιλία του είχε προαναγγείλει την «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης», που αποβλέπει στη δημιουργία ενός νέου, ενισχυμένου μηχανισμού ευρωπαϊκής συνεργασίας στο πεδίο της άμυνας.
Εννέα χώρες υπέγραψαν την περασμένη Δευτέρα επιστολή προθέσεων για την υλοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας: Γερμανία, Βέλγιο, Δανία, Ολλανδία, Εσθονία, Γαλλία, Πορτογαλία, Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εκκωφαντική απουσία της Ελλάδας δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Οφείλεται στη γνωστή πλέον διάλυση των μηχανισμών χάραξης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής που έχει επιφέρει η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Ή μήπως πρόκειται για υπολείμματα νέο-κομμουνιστικών διεθνιστικών ειρηνιστικών ονειρώξεων;
Η κυβέρνηση οφείλει να δώσει εξηγήσεις. Δεν επιτρέπεται να θέτει σε κίνδυνο τη στρατηγική θωράκιση της χώρας. Στη διεθνή πολιτική, όπως και στη ζωή, πολλές ευκαιρίες παρουσιάζονται μια μόνο φορά.