Χαμένες ευκαιρίες

Γιάννης Παπαθεοδώρου 05 Οκτ 2016

Όποιος παρακολούθησε την πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση για την Παιδεία, σίγουρα απογοητεύτηκε. Ο πρωθυπουργός παινευόταν επειδή υπήρξε «καταληψίας» στα νιάτα του, καταγγέλλοντας παράλληλα τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι δεν έχει περάσει ούτε απέξω από δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο. Με τη σειρά του,  ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ρωτούσε τον πρωθυπουργό σε ποια (ιδιωτικά) σχολεία είναι γραμμένα τα παιδιά του, και ξανασήκωνε τη σημαία της αναθεώρησης του «άρθρου 16». Ούτε λίγο ούτε πολύ, η συζήτηση πήρε μια μανιχαϊστική τροπή, στην οποία η σύγκρουση επικεντρώθηκε γύρω από το δίπολο «δημόσιο- ιδιωτικό»? λες και η παιδεία, είτε είναι δημόσια είτε είναι ιδιωτική, έχει πάψει να είναι συλλογικό αγαθό και μακρόχρονη επένδυση σε μια χώρα. Από μια άλλη οπτική γωνία, ωστόσο, η συζήτηση ήταν διαφωτιστική για το πώς αντιλαμβάνεται ο «μικρός δικομματισμός» το πρόβλημα της παιδείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπλεκε τον ύμνο της ισότητας, περιγράφοντας και – το χειρότερο- εφαρμόζοντας μια πολιτική «χαμηλών προσδοκιών». Η Νέα Δημοκρατία έπλεκε τον ύμνο της αριστείας, χωρίς να μπορεί όμως να περιγράψει ούτε τις επενδυτικές προδιαγραφές ούτε και τις πολιτειακές εγγυήσεις για το δικό της πρότυπο.

Την πραγματική κατάσταση τη γνωρίζουμε όλοι, όσοι ασχολούμαστε με τα εκπαιδευτικά μας πράγματα: το «ολοήμερο σχολείο» σχολάει, προς το παρόν, στις 13.15, το πανεπιστήμιο είναι έρμαιο νυχτερινών τροπολογιών που τεμαχίζουν σε φωτογραφικές διατάξεις τη νέα πελατεία της κυβέρνησης, το επικείμενο νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά παραβιάζει το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων, τα Συμβούλια των Ιδρυμάτων παραιτούνται το ένα μετά το άλλο, τα πρότυπα και τα πειραματικά σχολεία διαλύονται, η αξιολόγηση «πάγωσε», και οι νέοι ερευνητές και επιστήμονες γίνονται πλέον ζητιάνοι στον κουμπαρά της μιζέριας ενόψει των νέων εικονικών προσλήψεων, που εξαγγέλλονται εδώ και ένα χρόνο, χωρίς καν να έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό. Πρόκειται για μια ασύντακτη πορεία διάλυσης και παρακμής της δημόσιας παιδείας, με τη σφραγίδα ενός Υπουργείου, που παραπαίει ανάμεσα στην ανικανότητα και την ιδεοληψία.

Ας αφήσουμε όμως την κυβερνητική προχειρότητα και ας μεταφερθούμε στη «μεγάλη εικόνα». Σε όλες τις πρόσφατες διεθνείς εκθέσεις, η Ελλάδα καταγράφει επικίνδυνα χαμηλά ρεκόρ στην κατάταξη των ΑΕΙ, στον δείκτη «ψηφιακής ετοιμότητας» αλλά και στην ανταγωνιστικότητα. Προφανώς πρέπει πάντα να υπάρχουν κριτικά αντανακλαστικά για όλες αυτές τις ποσοτικοποιημένες μετρήσεις, που επηρεάζουν την εκπαίδευση. Αλλά η «μεγάλη εικόνα» δεν αλλάζει. Η ελληνική εκπαίδευση, εδώ και καιρό, έχει πάψει να υπηρετεί την αυταξία της γνώσης αλλά και να λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης. Έχει γίνει απλώς ένα πεδίο άγονης αντιπαράθεσης ανάμεσα σε «καταληψίες» και σε «άριστους», που δεν κατανοούν το συμβολικό αλλά και το πρακτικό της κεφάλαιο για το μέλλον του τόπου. Αυτό άλλωστε που μάθαμε μέσα από την κρίση είναι ότι δίπλα στις παλιές προστέθηκαν και νέες παθογένειες. Η περικοπή των δαπανών για την παιδεία συνοδεύτηκε από την ασυνέχεια του νομικού πλαισίου, των μηχανισμών αξιολόγησης και κοινωνικής λογοδοσίας. Η αριστεία έγινε «ρετσινιά» και η κατάληψη έγινε επαναστατικό σπορ για τους προσωρινούς και μελλοντικά «αιώνιους φοιτητές», που κολακεύει διαρκώς ο κ. Φίλης.

Κάπως έτσι, το φετινό φθινόπωρο, η Βουλή αποφάσισε να συζητήσει για την παιδεία μέσα από ένα πλήρως αναχρονιστικό μανιχαϊσμό: «εξισωτισμός-ελιτισμός». Για πολλά χρόνια, ιδίως μέσα από τον μηχανισμό της δημοκρατικής μαζικής εκπαίδευσης, η δημιουργία των κοινωνικών ελίτ ήταν προϊόν των ίσων ευκαιριών, αλλά και οι ίσες ευκαιρίες προωθήθηκαν μέσα από μια διαδικασία κοινωνικής ανέλιξης, που διαπερνούσε την ιδεολογία όλων των σημαντικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Στην Ελλάδα της κρίσης, όλα αυτά τα αυτονόητα πράγματα συζητιούνται ξανά και ξανά μέσα από μια σκληρή και αδιέξοδη πόλωση. Όταν ο Γκόρκι χάνει την ευκαιρία να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, γύρω στα 1884, γράφει: «Θα υπέμενα ακόμα και βασανιστήρια για να μου δοθεί η χρυσή ευκαιρία να σπουδάσω στο πανεπιστήμιο». Αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς ζυγίσει το βάρος αυτής της φράσης, μέσα από τις διαρκώς χαμένες ευκαιρίες που εμποδίζουν την πολιτισμική ενηλικίωση μιας συναινετικής εκπαιδευτικής πολιτικής.