Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος στο οποίο ετέθη το ερώτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση έπρεπε να δεχτεί τους όρους του πακέτου διάσωσης των δανειστών, οι οποίοι εμπεριείχαν μια σειρά μέτρων δημοσιονομικού κυρίως χαρακτήρα. Σε πολύ μεγάλο βαθμό το δημοψήφισμα μετατράπηκε σε ψήφο προς την ίδια την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, με τους υποστηρικτές του «ναι» να ονομάζουν το κίνημα «Μένουμε Ευρώπη», ανάγοντας την παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια στο κυριότερο διακύβευμα αυτής της διαδικασίας.
Τις προσεχείς μέρες, στην άλλη μεριά της Ευρώπης, οι Βρετανοί θα κληθούν να αποφασίσουν σχετικά με την προοπτική παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. Τα δεδομένα σε αυτή την περίπτωση είναι φυσικά πολύ διαφορετικά από το ελληνικό παράδειγμα, όπως προκύπτει από τη διαφορά της ιστορικής παράδοσης αλλά και της νοοτροπίας των δύο κοινωνιών. Το ειδικό βάρος της Αγγλίας στην Ένωση εντοπίζεται τόσο στο μέγεθος της οικονομίας της όσο και στην αγγλοσαξονική αντίληψη για τη σχέση κράτους-αγοράς και κοινωνικής οργάνωσης, η οποία διαφέρει σημαντικά από τα ηπειρωτικά μοντέλα. Προκαλεί ωστόσο εντύπωση η διαφορά με την οποία τα δύο έθνη αντιμετωπίζουν το δίλημμα της αποχώρησης.
Παρ’ ότι η αγγλική οικονομία δεν απειλείται με κάποια νέμεση όπως η ελληνική έναν χρόνο πριν, τα δύο στρατόπεδα (Vote Leave, Stronger in Europe) έχουν προβεί σε ενδελεχείς αναλύσεις σχετικά με τον δημοσιονομικό αντίκτυπο ενδεχόμενου Brexit. Οι υποστηρικτές της παραμονής τονίζουν ότι το 45% των εξαγωγών της χώρας έχει αποδέκτη την κοινή αγορά, ενώ μεγάλο κομμάτι του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, στις οποίες αναλογεί το 12% του ΑΕΠ και το 11% των εισπραττόμενων φόρων, συνδέεται άμεσα με την Ευρώπη. Το στρατόπεδο της εξόδου παρουσιάζει στοιχεία σχετικά με τη συνολική χρηματοδότηση της Αγγλίας στην Ένωση, τα οποία όμως αναπροσαρμόζονται βάσει των επιστροφών με τη μορφή επιδοτήσεων στη γεωργία, στην έρευνα και στα αναπτυξιακά προγράμματα. Η έρευνα καταλήγει με ένα ακριβές κόστος της παραμονής στην Ένωση για την κάθε αγγλική οικογένεια (759 λίρες ετησίως).
Περαιτέρω αναλύσεις επιχειρούν να εμβαθύνουν στην επίπτωση ενός Brexit στην ανεργία και στη μετανάστευση, δύο θέματα τα οποία φαίνονται να συνδέονται. Το υπουργείο Οικονομικών εκτίμησε ότι 800.000 δουλειές θα ετίθεντο σε κίνδυνο, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας προειδοποίησε για ύφεση της οικονομίας και αποδυνάμωση της λίρας. Μια σειρά από think tanks γνωστοποίησαν τα δικά τους σενάρια, με την πλειονότητα να υπονοεί δυσμενείς εξελίξεις. Το ευαίσθητο θέμα της ανεργίας απασχολεί σημαντικά τον πληθυσμό, με τους οικονομολόγους να τονίζουν τον κίνδυνο απώλειας εξειδικευμένου προσωπικού και ταλέντων προς άλλες χώρες. Πέρα από τις συνήθεις αναφορές σε απόλυτους αριθμούς, εξετάζεται και η ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 32% των μεταναστών έχει πτυχίο πανεπιστημίου, κάτι που συναντάται μόλις στο 21% των ντόπιων. Οι υποστηρικτές της παραμονής στην Ένωση σημειώνουν ότι η πτώση της παραγωγικότητας της οικονομίας θα μειώσει τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας, ενώ το αντίπαλο στρατόπεδο ισχυρίζεται ότι η μείωση της εισροής μεταναστών θα απελευθερώσει ευκαιρίες τις οποίες οικειοποιούνται οι νεοφερμένοι.
Η ανάλυση επεκτείνεται και σε άλλες, εξίσου σημαντικές θεματολογίες, όπως η ασφάλεια της χώρας (από τη διείσδυση τζιχαντιστών) μέσω του καλύτερου ελέγχου των συνόρων, η απαλλαγή από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, η αποφυγή φορολογίας στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, την οποία οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν ως έναν απευθείας φόρο στο City, ένα νέο δημοψήφισμα στη Σκοτία, η αποχώρηση των κεντρικών γραφείων πολλών επιχειρήσεων από το Λονδίνο κ.ά. Σε κάθε περίπτωση τα σενάρια αναλύονται με αριθμούς και στατιστικές μελέτες, χωρίς απολυτοποιημένες αοριστίες και κενόλογους δογματισμούς. Και βεβαίως συγκριτικά με το ελληνικό παράδειγμα απέχει παρασάγγας η συμπεριφορά του πολιτικού και πολιτειακού κόσμου. Το ζήτημα αντιμετωπίζεται με συντριπτικά εθνικούς όρους, χωρίς κομματικές πειθαρχίες και εκφοβισμούς. Μέλη της κυβέρνησης είναι ελεύθερα να κάνουν τις επιλογές τους, ενώ ο σκληρός πυρήνας της ηγεσίας και της αντιπολίτευσης διατηρεί ξεκάθαρη στάση υπέρ της παραμονής. Το παλάτι εμμένει σε μια σκληρή στάση ουδετερότητας με γνώμονα τη συνέχεια του κράτους και της καθημερινότητας ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
Από το βρετανικό δημοψήφισμα δεν απουσιάζουν ο λαϊκισμός και οι υπερβολές. Η όποια κριτική ωστόσο επικεντρώνεται κυρίως στην ικανότητα των αντιπάλων να διαβλέψουν το ευνοϊκότερο μονοπάτι, χωρίς να προσδίδεται σε κανέναν αντιπαρατιθέμενο έλλειψη πατριωτισμού ή κάποια υστερόβουλη εξυπηρέτηση «ειδικών» συμφερόντων. Περιττό να ειπωθεί ότι τυχόν αποτέλεσμα διαφορετικό από την αρχική θέση της ηγεσίας θα σήμαινε άμεση παραίτηση της κυβέρνησης και φυσικά επιλογή προσώπων ειλικρινά και έμπρακτα προσκείμενων στην απόφαση του λαού. Η επίδειξη εθνικής υπερηφάνειας δεν βασίζεται μόνο στην υπερβολή των εκφράσεων αλλά και σε λεπτομερές σχέδιο για την επόμενη μέρα, με προκαταρτικές έστω εκτιμήσεις. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι βεβαίως η παγίδα μιας άτεγκτης χρησιμοθηρίας με παρακείμενη έλλειψη οράματος. Στην ελληνική περίπτωση ωστόσο εντοπίζεται περίσσεια γενικόλογου οράματος δίχως σαφείς στόχους. Θρυαλλίδα προβληματισμού αποτελεί επίσης η κατανομή των υποστηρικτών του «όχι», το οποίο προτιμήθηκε στο 85% των ψήφων σε ηλικίες 18-24 ετών. Αυτό αντιπαραβάλλεται με τις περισσότερες δυτικές χώρες, όπου ο ευρωσκεπτικισμός ευδοκιμεί σε μεγαλύτερες ηλικίες. Η έλλειψη μόρφωσης ή πλήρους κατανόησης δεν εμποδίζει τον «common man» στην Αγγλία να σκέπτεται και να επιχειρηματολογεί, με απλοϊκούς έστω όρους, γύρω από τις πληροφορίες με τις οποίες τον βομβαρδίζουν οι διάφοροι campaigners του δημοψηφίσματος. Το ενδιαφέρον των Ελλήνων, για παράδειγμα, γύρω από ασαφείς και ατεκμηρίωτες θεωρίες σχετικά με «εναλλακτικές» πορείες για μια χρεοκοπημένη χώρα (πετρέλαια στην Κρήτη, δάνεια από Ρωσία κ.λπ.) θα προκαλούσε μειδίαμα σε όσους σχολιάζουν στη Βρετανία αν η ύφεση που θα προκαλούσε μια έξοδος θα ήταν 1% ή 2%.
Θα καταφύγουμε για πολλοστή φορά στο «ειδικόν» της περίπτωσής μας και θα μεταδώσουμε τον προβληματισμό στον μελλοντικό ιστορικό; Οι υστερικά συγκρουσιακοί όροι του ελληνικού δημοψηφίσματος, σε πλήρη αντίθεση με αυτούς του βρετανικού, εμπερικλείουν τις αδυναμίες του έθνους και επεξηγούν τη νοσηρή διαχείριση του αποτελέσματος. Δεν αποτελούν παρά φυσική συνέχεια μιας ιστορίας εμφύλιων διχασμών και χρεοκοπιών που σμίλευσαν το ελληνικό κράτος. Ίσως όμως απλώς η Ιστορία να επιζητεί πεισματικά τον χρόνο της. H αυτοπεποίθηση ενός λαού ο οποίος πριν από έναν αιώνα κυβερνούσε τον κόσμο είναι βεβαίως πιο «φρέσκια» από αφηγήματα για προγόνους χαραγμένα σε λίθους και σε μάρμαρα. Η Ιστορία, όμως, δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία. Όπως κάθε παιδί, ένα έθνος ανώριμο θα αναζητά τη θαλπωρή αλλού. Είναι σαφές ότι η απάντηση βρίσκεται στην ελληνική ψυχοσύνθεση και στην τραυματική σχέση με τους κακούς ξένους. Σε έναν κόσμο ο οποίος κινείται με φρενήρεις ρυθμούς αποτελεί ερώτημα το κατά πόσο οι Έλληνες έχουν την πολυτέλεια να αναμένουν την αρωγή του ιστορικού χρόνου.