Με την πολυαναμενόμενη, γι’ αυτό ίσως και καθυστερημένη ομιλία του για τη σχέση της Μεγάλης Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον μπορεί να θεωρεί ότι έσωσε την παρτίδα. Στην πραγματικότητα, μάλλον καταδίκασε τον εαυτό του και τη χώρα του σε μια μόνιμη, και πιθανότατα καταδικασμένη, άμυνα.
Οι επιδιώξεις και οι αναγγελίες είναι απλές, τουλάχιστον για κάθε βρετανό συντηρητικό πολιτικό που σέβεται τις δύο βασικές παραδόσεις του: τη δυσπιστία απέναντι στην Ευρώπη και τη βούληση παραμονής στην εξουσία. Ο Κάμερον προσπάθησε να πιάσει μ’ ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: να κλείσει το μάτι στη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του (η Ευρώπη δεν πάει καλά, η Βρετανία πάει καλύτερα και δεν έχει κανένα πρόβλημα να πάει ακόμα καλύτερα μόνη της) και συγχρόνως να καθησυχάσει τους ευρωπαίους συναδέλφους του, αλλά και την οικονομική ελίτ της χώρας του (δεν μιλάμε για αποχώρηση από την Ένωση, απλώς για βελτίωση –βλέπε «χαλάρωση»- της σχέσης με αυτήν). Για να περάσει το μήνυμα, χρησιμοποίησε δύο κόλπα: την αναγγελία δημοψηφίσματος, που θα διεξαχθεί όμως το 2017 και αφού έχει πρώτα επιτευχθεί η «νέα σχέση» Βρετανίας – ΕΕ. Οι ευρωσκεπτικιστές μπορούν να νομίζουν ότι πήραν αυτό που πάντα ζητούσαν (ας αποφασίσει ο λαός, ιδίως όταν οι δημοσκοπήσεις τον δίνουν κατά 70% αντίθετο στην Ευρώπη) και οι «ρεαλιστές», ότι όλα θα παραμείνουν όπως είναι (αφού το δημοψήφισμα αργεί και μέχρι τότε η Ευρώπη θα έχει, ούτως ή άλλως, αλλάξει). Σπουδαίος ελιγμός, λοιπόν;
Μόνο στα χαρτιά. Γιατί τα γεγονότα ανατρέπουν όλες τις βάσεις του και θέτουν άλλες, που προδιαγράφουν ένα αποτέλεσμα αρνητικό για όλους. Δεν ισχύει καθόλου ότι η Βρετανία τα καταφέρνει συγκριτικά καλύτερα από την Ένωση μέσα στην κρίση και άρα ότι δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται περαιτέρω ή οριστική απομάκρυνση: παρά τις αργοπορίες, τις θεσμικές ατέλειες, τα λογικά και παράλογα βάρη της, η Ευρώπη βρήκε συλλογικές απαντήσεις, έσωσε τις βασικές κατακτήσεις της (το ευρώ και, κυρίως, τη σχετική συνοχή της) κι έχει κάθε λόγο να ατενίζει, από φέτος, το μέλλον με κάποια αισιοδοξία. Την ίδια στιγμή, η γηραιά Αλβιόνα παλεύει να βρει τον μεταολυμπιακό βηματισμό της, να σώσει το Σίτι (που συγκλονίζεται από σκάνδαλα και σοκάρει όλο και πιο πολύ με τον ηγεμονικό απομονωτισμό του) και να τονώσει την οικονομία της. Ούτε ισχύει ότι το δημοψήφισμα, με τις προϋποθέσεις που τέθηκαν, έχει περισσότερες πιθανότητες να στεριώσει τη Βρετανία σε μια υγιέστερη Ευρώπη: παρότι η ώρα της κρίσης αργεί, η συζήτηση ήδη άρχισε, τα φερέφωνα και τα μεγάφωνα της συντηρητικής, υπεραπλουστευτικής, εθνικιστικής θέσης (ο λαϊκός Τύπος, το κόμμα των Τόριδων και τα συμφέροντα που το στηρίζουν, οι ευρωφόβοι και ευρωφωνακλάδες του UKIP) ήδη σπέρνουν το λόγο του διχασμού και του αποκλεισμού. Από την άλλη, τίποτα δεν εγγυάται ότι οι ηγέτες της Ένωσης και των άλλων χωρών της Ένωσης είναι διατεθειμένοι να επιτρέψουν μια ακόμα πιο προνομιακή ή ακόμα πιο α-λα-καρτ σχέση με τη Βρετανία. Αντίθετα, οι πρώτες δηλώσεις και αντιδράσεις, τόσο των Ρομπάι-Μπαρόζο, όσο και των Μέρκελ-Ολάντ, έδειξαν καθαρά την ενόχληση αλλά και την αποφασιστικότητα των άλλων Ευρωπαίων (των πραγματικών Ευρωπαίων, έχει κανείς το μόνιμο πειρασμό να πει), να μην επιτρέψουν εσωτερικά παιχνίδια σε βάρος της Ένωσης, ιδίως τώρα που διακυβεύεται, με βελτιωμένους όρους, η οικονομική αλλά και πολιτική της ανάκαμψη. Από μια, όχι και τόσο πρωτόγνωρη, ειρωνεία της Ιστορίας, η υπερβολική αυτοπεποίθηση όσων θέλουν να υποσκάψουν την ευρωπαϊκή ιδέα από τα μέσα, μπορεί να καταλήξει να τη δυναμώσει έναντι των έξω.
Μένει το βασικότερο εργαλείο για να αποφορτιστεί η χειροβομβίδα του Κάμερον: να χάσει τις επόμενες εκλογές, ώστε να μη χρειαστεί να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Όσο κι αν αυτό είναι πιθανό, φοβούμαι ότι ο δρόμος έχει χαραχτεί και για τους διαδόχους του: ακόμα και από μια άλλη κυβέρνηση, η άρνηση καταφυγής στη λαϊκή κυριαρχία, θα φανεί ως δημοκρατική υποχώρηση και θα αποδυναμώσει όσους την επιχειρήσουν. Βγαίνοντας στο άγνωστο πέλαγος που οδηγεί στο 2017, η Βρετανία δεν μπορεί να ποντάρει ούτε στον καιρό, αφού οι καταιγίδες είναι συνήθεις στα στενά της Μάγχης, ούτε στον καπετάνιο, αφού ο Κάμερον είναι ο τύπος που τον πάει το καράβι και δεν το πάει αυτός, ούτε στους ευρωπαίους ναυαγοσώστες, που κουράστηκαν να ασχολούνται με επιβάτες που δεν επιθυμούν να σωθούν. Μένει το αγγλικό φλερ, ο πραγματισμός και η γενναιότητα μπροστά στον κίνδυνο: ας ποντάρουμε, λίγο ακόμα, σ’ αυτά.