Είναι αμφίβολο αν έστω και ένας βουλευτής πρόλαβε να διαβάσει και να καταλάβει τι περιλαμβάνεται στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε την Κυριακή το βράδυ. Μαζί με τις μνημονιακές υποχρεώσεις στριμώχτηκαν και άλλες άσχετες ρυθμίσεις, όλα μπήκαν σε ένα άρθρο, για να μην υπάρξουν διαφοροποιήσεις, μόνο «ναι» ή «όχι», η διαδικασία ήταν όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις αυτή του κατεπείγοντος, ο πρωθυπουργός δεν έκρινε σκόπιμο να τοποθετηθεί, ο Φώτης Κουβέλης επίσης αμίλητος και, τελικά, για μια ακόμη φορά ευτελίστηκε ο κοινοβουλευτισμός.
Δεν υπάρχει ψήφος κατά συνείδηση, επομένως και ο διάλογος που προηγείται είναι μια χαμηλής αισθητικής παράσταση για όποιον δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει από το να παρακολουθήσει καβγάδες από τους οποίους το μόνο συμπέρασμα που ανακύπτει είναι ότι το πολιτικό σύστημα λειτουργεί στη βάση της παραδοσιακής μεθόδου: Επικοινωνισμός, δημοσκοπικό άγχος, μικροκομματική λογική, πελατειακή αντίληψη, βλέποντας και κάνοντας. Πολύ φασαρία, ανύπαρκτη ουσία, ένα πρωτόγονο πολιτικό παιχνίδι στα μέτρα όσων επενδύουν στην καταρράκωση των δημοκρατικών θεσμών και της συνταγματικής τάξης.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει εθνικό αφήγημα. Ούτε η κυβέρνηση παρουσιάζει ένα σκεπτικό για το πού θα οδηγήσει η πολιτική που προωθείται, ούτε η αντιπολίτευση κάνει κάτι άλλο πέρα από το να απορρίπτει ζωηρά, δεν περιγράφει το επόμενο βήμα μετά την καταγγελία.
Ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι η ανεργία αντιμετωπίζεται και η ανάκαμψη έρχεται. Αλλά δεν έχει επιχειρήματα για να αιτιολογήσει την επαγγελία του, διαψεύδεται καθημερινά από την πραγματικότητα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνεπαίρνεται από τις διαδηλώσεις στον ευρωπαϊκό Νότο, οραματίζεται μια μεγάλη κοινωνική συμμαχία, αλλά δεν μας λέει από πού θα βρει να πληρώσει μισθούς και συντάξεις εάν ακυρωθεί η δανειακή σύμβαση.
Είναι μια Βουλή η οποία δεν μιλάει για λύσεις. Διχάζεται ως προς το αν είναι καλό ή κακό, καλύτερο ή χειρότερο, ένα αμυντικό σχέδιο το οποίο έχει συνταχθεί όπως- όπως υπό την πίεση της Τρόικας και λόγω της απουσίας εθνικής αντιπρότασης.
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σύγκρουση πολιτικών αλλά συνθημάτων. Την ημερήσια διάταξη δεν χαράζουν τα κόμματα καταθέτοντας τη μία ή την άλλη εισήγηση. Την ατζέντα βάζει η Μέρκελ και τα ελληνικά κόμματα αδυνατούν έστω να επεξεργαστούν αυτή την πραγματικότητα για να τη βελτιώσουν.
Υπάρχει μια αντικειμενική αδυναμία: Στο σύστημα της ευρωζώνης, για όσους βρίσκονται σε ανάγκη δανεισμού, επιβάλλονται όροι από τους πιστωτές. Αλλά υπάρχει και μια υποκειμενική δυνατότητα: Ένας ιδεολογικά φορτισμένος σχεδιασμός ο οποίος θα καταλήγει κάπου, θα περιγράφει δηλαδή στάδια πορείας προς έναν προορισμό.
Είναι φανερό ότι έχει αναπτυχθεί συλλογικός εθισμός σ’ αυτή την κατάσταση ο οποίος εκφράζεται με απάθεια και συντηρητικοποίηση. Ο υπουργός Οικονομικών υπέκυψε στην πίεση της ΔΗΜΑΡ να διευκολύνονται σε σχέση με την πληρωμή του ειδικού τέλους ακινήτων όσοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ας το δούμε αντίστροφα: Είναι δυνατόν να επιβάλλεται χαράτσι σε εκείνους που βρίσκονται κάτω από το νερό, που έχουν ήδη βουλιάξει; Από την άλλη, πώς μπορεί να διαπιστωθεί με ακρίβεια η πραγματική οικονομική αδυναμία; Από τις φορολογικές δηλώσεις; Αφού δηλώνονται εισοδήματα πενίας από εύπορους ελεύθερους επαγγελματίες με μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ένας αξιόπιστος μηχανισμός για να διακριθούν οι φοροφυγάδες από τους μη έχοντες. Ξέρουμε μόνο πόσοι είναι οι άνεργοι, για τους οποίους επίσης συζητάμε με άνεση ότι πρέπει να τους εξασφαλιστεί ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και το σοκαριστικό είναι ότι το αυτονόητο σε οποιαδήποτε πολιτισμένη κοινωνία, το δικαίωμα στην υγεία για όλους, είναι υπό διαπραγμάτευση.
Το να ξέρουμε ποιοι είναι πλούσιοι και ποιοι φτωχοί στη χώρα μας δεν είναι θέμα μνημονίου. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης, λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και ορθολογικών κανόνων δικαίου στη φορολογική πολιτική. Ως προς αυτό δεν εμποδίζει ο Τόμσεν ούτε ο Σόιμπλε. Εμποδίζει η εγχώρια διαπλοκή μικρής και μεγάλης κλίμακας, η παραλυσία ενός νοσηρού κράτους, η συστημικότητα της διαφθοράς και της αδιαφάνειας, η ελλειμματική αντίληψη περί ατομικής ευθύνης, η αδυναμία συνεννόησης μεταξύ των κομμάτων στα βασικά: Ποιοι θα πληρώσουν τι και μέσω ποιας διαδικασίας. Περισσότερα αυτοί που έχουν περισσότερα –ούτε ως προς αυτό, αρχή και τέλος για την εθνική επιβίωση, δεν υπάρχει μία μέθοδος διακομματικής αποδοχής που θα μπορούσε να εφαρμοστεί απρόσκοπτα και αυστηρά.
Η ελληνική κοινωνία δεν έχει να διαλέξει μεταξύ δύο πολιτικών, δεν βρίσκεται μπροστά σε διαφορετικούς δρόμους για να ακολουθήσει τον έναν ή τον άλλο. Δεν αντιλαμβάνεται τι Ελλάδα θέλει ο καθένας , ο ένας μέσω του μνημονίου, ο άλλος εκτός μνημονίου. Όταν δεν υπάρχει δικαίωμα επιλογής, δεν υπάρχει ελευθερία. Η αίσθηση της ματαιότητας είναι μια απάντηση στο ερώτημα γιατί μένουν όλοι ακίνητοι και επιρρεπείς στην εύκολη αποδοκιμασία συνολικά του πολιτικού συστήματος ή σε συνθηματολογικά αιτήματα του τύπου φέρτε πίσω το κατοχικό δάνειο για να το συμψηφίσουμε με το χρέος μας.
Η απαξίωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας είναι, εκτός από σύμπτωμα βαθιάς παρακμής, άλλοθι για το πολιτικό σύστημα προκειμένου να κρύψει την έλλειψη σχεδίου. Η συμπεριφορά στο κοινοβούλιο είναι παραπολιτική, η πρόταση είναι πολιτική. Όσο λείπει η δεύτερη τόσο τα φώτα θα πέφτουν στην πρώτη. Ακόμη χειρότερα, όσο λείπει η πολιτική τόσο πιο αποκρουστική θα γίνεται η πρώτη ύλη της παραπολιτικής. Όποιος δεν έχει τι να πει κάνει υπερβολική φασαρία για να καλύψει το άδειο του λόγου του.