Στη μνήμη του αδελφού μου Απόστουλου
Για πω την πάσα αλήθεια δεν είμαι από τους φανατικούς του James Bond και για να σας εξομολογηθώ και κάτι, το οποίο είναι αμάρτημα καθοσιώσεως για τους φανατικούς του είδους, αλλά μην τους το πείτε, έχω χάσει και μερικά επεισόδια εκεί στη φάση με τον Ρότζερ Μουρ, τον Τίμοθι Ντάλτον και τις αλλαγές των πρωταγωνιστών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν παρακολουθώ την εξέλιξη της παραγωγής με ενδιαφέρον. Σκεφτόμουν ότι αν ήταν να στείλει ο κόσμος μας ένα κινηματογραφικό δείγμα αντιπροσωπευτικό για το τι συμβαίνει στον πλανήτη μας, για πάνω από μισό αιώνα, όπως πριν χρόνια έστειλαν την 9η του Μπετόβεν, δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα να στείλουν τις ταινίες του 007. Γιατί όπως λέει και ο σκηνοθέτης της ταινίας Κάρι Φουκουνάγκα «Καλώς ή κακώς, οι ταινίες πάντα αντανακλούν την εποχή τους» και δεν έχουμε άλλον ήρωα με τέτοια συνέπεια και συνέχεια για πάνω από μισόν αιώνα όπως τον Τζέημς Μποντ.
Ένας παλιός φίλος, <<αδελφικός>> έρχεται να συναντήσει τον Μποντ ο οποίος έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση και απολαμβάνει μια ήρεμη ζωή στην Τζαμάικα , είναι ο Φίλιξ Λέιτερ της CIΑ, εμφανίζεται για να του ζητήσει τη βοήθειά του, ο Μποντ πρέπει αφήσει την ξεγνοιασιά και την ρουτίνα να ξαναπιάσει τα όπλα. Αποστολή του είναι να διασώσει έναν Ρώσο επιστήμονα που έχει απαχθεί από μια τρομερή εγκληματική οργάνωση, για την οποία υπάρχουν υποψίες ότι δουλεύει και η αγαπημένη του Μαντλέν. Ο Μπον ταξιδεύει ως την Κούβα και από εκεί στο Λονδίνο για να ανακαλύψει παρακρατικά μυστικά, που θα τον οδηγήσουν στη σύλληψη ενός μυστηριώδους «κακού», ο οποίος διαθέτει κάποια επικίνδυνη, νέα τεχνολογία, που μπορεί να εξολοθρεύσει την ανθρωπότητα. Πέρα όμως από την αποστολή, ο Μποντ πρέπει να διευθετήσει και τα προσωπικά του, που κινούνται στην κόψη του ξυραφιού και παράλληλα για πρώτη φορά κάνουν τον πράκτορά μας τόσο ευάλωτο.
«Αυτός που έχει ένα γιατί για να ζήσει, μπορεί να υπομείνει σχεδόν το κάθε πώς» έγραφε ο Νίτσε και ο Μποντ σ’ αυτήν την ταινία δεν έχει μόνο ένα γιατί, όσο για τα πώς, πάντα περίσσευαν στον ήρωά μας.
Να ξεκινήσουμε από κάτι που θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ. Πιθανόν επιβάλλεται για πρώτη φορά τόσο έντονα και απόλυτα να μην αποκαλυφθεί το τέλος της ταινίας, γιατί αν συμβεί αυτό, θα ξεφλουδιστεί το σχεδόν τρίωρο του υποψήφιου θεατή, σε παρατήρηση περιστατικών και γεγονότων ήσσονος σημασίας και θα ραγίσει τη συνέχεια, τη συνέπεια και τον ειρμό της ταινίας.
Ο Κάρι Τζόσι Φουκουνάγκα ο πρώτος Αμερικανός σκηνοθέτης που ανέλαβε ταινία του Μποντ- κινηματογραφεί μια πλούσια, χορταστική, σχεδόν τρίωρης διάρκειας ταινία, γεμάτη δράση, εκπλήξεις και συγκίνηση η οποία λειτουργεί σαν επίλογος της παρουσίας του Ντάνιελ Κρεγκ και εισαγωγή της νέας εποχής των ομώνυμων ταινιών .
Το καθήκον, η ακρίβεια, το χρέος, είναι οι αξίες του Μποντ και παραφράζοντας τον Καμύ ’’Όλα όσα ξέρω για την ηθική και την αίσθηση καθήκοντος τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο’’ θα σημείωνα, ότι τα έχω μάθει από τους απλοϊκούς μέχρι εξαντλήσεως, βάρβαρους μέχρι απανθρωπιάς, ασαφείς μέχρις στρεβλώσεως, κανόνες του πράκτορα.
Σ’ αυτές τις αξίες έρχονται να προστεθούν η ευαισθησία, η τρυφερότητα και η ενσυναίσθηση. Ο Τζέημς Μποντ για πρώτη φορά είναι σφόδρα ερωτευμένος, μοιάζει, να μην του φτάνει μετά το τέλος της δράσης να γυρίσει μόνος σε κάποιο ερημονήσι και να κυνηγά τσιπούρες και ζαργάνες από τους βυθούς της μοναξιάς του. Έτσι γίνεται ευάλωτος ευαίσθητος, γήινος, ανθρώπινος. «Βοηθά πολύ στην κατανόηση της διάστασης του ρόλου μου το ότι ο Ντάνιελ έχει ανθρώπινες ευαισθησίες ως ηθοποιός και έδωσε σάρκα σε έναν χαρακτήρα που μέχρι τώρα είχε μόνο περίγραμμα», λέει η Λέα Σεϊντού. Παράλληλα φοβερή βιολογική απειλή αναγκάζει τον Μποντ να ξαναβάλει το κοστούμι της δράσης και να αντιμετωπίσει θεούς και δαίμονες τη Spectre, τη CIA, τη Μ16, τον Σάφιν μέχρι και τις υποψίες για τη γυναίκα που αγαπά, για να σώσει τον κόσμο και τον κόσμο του.
Σε όλο αυτό το σύμπαν Τζέημς Μποντ, άξιοι συμπαραστάτες του 007 είναι ο Ράμι Μαλέκ, ένας κακός από τα πρώτα κύτταρα του προσώπου του μέχρι τα αχανή βάθη του βλέμματος του, ο Μπλόφελντ του Βαλτς στις σκηνές που εμφανίζεται κλείνει το μάτι στην υπέρβαση, η υπέροχη Άνα ντε Αρμας χορεύει αισθαντικά με την έννοια της δράσης και του ερωτισμού, ενώ η γοητευτική Λεά Σεϊντού είναι η γυναίκα δυο παρενθέσεων που μπορεί να κλείσει μέσα της έναν ήρωα σαν τον Μποντ.
Στη σκηνή καταδίωξης που αναπτύσσεται στην αρχή της ταινίας και λαμβάνει χώρα στη Ματέρα της Ιταλίας, ο Μποντ επιδέξια ξεπέρασε πολλά εμπόδια, κρεμάστηκε με συρματόσκοινα, σκαρφάλωσε σε τοίχους. Κάποια στιγμή με μια μηχανή, μάλλον enduro, αφού ανεβαίνει κάμποσα σκαλιά, ίπταται και προσγειώνεται σε ένα πέτρινο πλάτωμα. Χαμογέλασα, όχι συγκαταβατικά, για το ανέφικτο του πράγματος, όχι ειρωνικά, για την κραυγαλέα υπερβολή, χαμογέλασα από ευχαρίστηση, όπως όταν κάποιος πίνει την πρώτη γουλιά από ένα μαρτίνι.
Έτσι πρέπει να βλέπονται και οι ταινίες του πράκτορα 007, αναζητώντας την αναίτια ευχαρίστηση και τον ευδαιμονισμό. Γιατί ο Επίκουρος μας τα έχει πει αιώνες τώρα, ο Μποντ το εφαρμόζει, εμείς όμως δεν μαθαίνουμε,
‘’Είναι αδύνατο να ζήσεις μια ευχάριστη ζωή
χωρίς να ζεις με σύνεση και έντιμο και δίκαιο τρόπο,
και είναι αδύνατο να ζεις με σύνεση και τιμιότητα και δίκαια
χωρίς να ζεις ευχάριστα’’.