Επειδή, το έχω έτσι καημό, να ησυχάσω, αλλά δεν με αφήνουνε, σήμερα με τσίγκλησε μία επιθετικότητα, σε βάρος του Μπουτάρη, για μιαν απλούστατη και κατά την ταπεινή μου γνώμη, απολύτως δικαιολογημένη, αξιολογική κρίση.
Είπε εν προκειμένω, ότι δεν του πολυαρέσει η λύση, που δόθηκε στο παραλιακό μέτωπο της πόλης και μάλιστα άφησε και τράτο, ότι δεν του αρέσει πολύ.
Είναι προφανές ότι δεν θα κριθώ φανατικός Μπουταρικός, αλλά μερικά πράγματα παραπάνε.
Και τι εννοώ.
Κάθε πολίτης, πολλώ δε μάλλον ο Δήμαρχος μιας πόλης, έχει δικαίωμα να ασκεί κριτική, στο όποιο δημόσιο έργο, βρίσκεται μπροστά του.
Αυτό έκανε και ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, λέγοντας τη γνώμη του για την παραλία.
Την λύση αυτή, εγώ τη θεωρώ, άστοχη, το χειρότερο δε, ότι θα δεσμεύσει την πόλη για τα επόμενα 40-50 χρόνια, γιατί τόσο μεγάλες παρεμβάσεις, δεν είναι δυνατόν να γίνονται κάθε εβδομάδα. Εξάλλου, από την προηγούμενη παρέμβαση, στο παραλαικό μέτωπο της πόλης τόσα χρόνια πέρασαν.
Θεωρώ δε, απρέπεια προς την πόλη, το ότι δεν έλαβε κανένας υπόψη του, ούτε οι σχεδιαστές, ούτε πολύ περισσότερο αυτοί που αποφάσιζαν την εκτέλεση του έργου, τη σχέση της πόλης με το νερό, την πελώρια ανάγκη αυτή να διευρυνθεί και επιτέλους η θάλασσα, η κρυμμένη πίσω από τις αγγελικούλες, πενήντα τόσα χρόνια, να γίνει το σημάδι της ζωής της.
Όταν πιτσιρίκια παίζαμε στη σκάλα στη Σαλαμίνα, παρά το ότι κατεβαίναμε από τη Χαριλάου, είχαμε την αίσθηση ότι ζούμε σε πόλη θαλασσινή, με πλήρη αίσθηση, έστω παραθαλάσσια.
Όταν αργότερα είδαμε το μπάζωμα και την επέκταση της παραλίας, αναρωτιόμασταν, τι είναι αυτό που βλέπουμε να χάνεται και μας ενοχλούσε περισσότερο.
Ε.. λοιπόν όλο το θαλάσσιο μέτωπο αυτής της πόλης και τα αρχοντικά της Βασιλίσσης Όλγας, είχαν ντεμπάρκα, από την μεριά της θάλασσας, όπου προσεγγίζανε οι βάρκες και τα άλλα σκάφη, ακόμη και για τις πιο απλές καθημερινές λειτουργίες του σπιτιού, την μεταφορά των ωνίων .
Αυτή τη σχέση, όσοι αγαπούν τη Θεσσαλονίκη, τη θέλουν διαρκώς να καλλιεργείται και να διευρύνεται .
Ήταν φανερό ότι η προηγούμενη διοίκηση, ουδόλως ενδιαφέρθηκε ποτέ για τις αστικές θαλάσσιες συγκοινωνίες, ένα από τα σημαντικότερα, κατά τη δική μου άποψη, αναπτυξιακά εργαλεία, αυτής της πόλης, οπότε αυτό ακολούθησαν και οι εντολοδόχοι σχεδιαστές. Ούτε έλαβαν, ούτε επρόκειτο να λάβουν υπόψη τους, τη συγκεκριμένη εκδοχή που είναι αντίληψη και άποψη, για την ανάπτυξη. Δεν είναι απλά θέμα αισθητικής.
Ούτως ή άλλως, η μοίρα της Βασιλίσσης Όλγας, Βασιλέως Γεωργίου είχε κριθεί οριστικά.
Οι νικητές του εμφυλίου, σάρωσαν ότι βρήκαν μπροστά τους και το πλιατσικολόγησαν.
Και έμεινε, η θαλάσσια αύρα, για να την πελεκήσουν κι αυτήν και να φτιάξουν μπροστά της ένα μπετόν, για να μην έρχεται σε επαφή ο σαλονικιός, μαζί της.
Εγώ θεωρώ, πολύ σωστό που ο Δήμαρχος είπε τη γνώμη του τώρα, μετά από χρόνια, γιατί είχα τη αίσθηση κι εγώ, ότι βλάχος αυτός, σιγά να μην νοιαζόταν για τη θάλασσα.
Έλα όμως που έσφαλα!
Θεωρώ, από υπερβολικές έως τραγικές κάποιες αντιδράσεις και μάλλον θα πρέπει να αρχίσουν να συμμαζεύονται αυτοί που φωνασκούν.
Καταρχάς, όσα βραβεία και να πάρει κάποιο σχέδιο, με τίποτε δεν αμβλύνει το δικαίωμα του πολίτη, να κρίνει και αυτός. Πολύ δε περισσότερο, όταν επειδή μετά από πάρα πολλά χρόνια, έγινε έργο πολύ μεγάλο για την πόλη, μην βγάλει κανείς άχνα, για το «Δημαρχιακό Μέγαρο», που θεωρώ επίσης καταισχύνη, να εκφωνείται ως Δημαρχιακό Μέγαρο και όχι ως Δημαρχείο, στις στάσεις των αστικών λεωφορείων, δεν έτυχε της απαιτούμενης προσοχής και διαλόγου και κυρίως μέσα από τη μπακάλικη λογική, «σκάσε τώρα, άσε να γίνει, για να μην χάσουμε τις παράδες και βλέπουμε μετά» .
Και πιστεύω, βιαστικοί υποστηρικτές του παρελθόντος, ότι η άποψη του Μπουταρη, ούτε αποσιωπά, ούτε φυσικά απομειώνει την αξία του έργου.
Δεν μ΄ αρέσει είπε ο άνθρωπος και πρέπει να δούμε τρόπους βελτίωσης του, είπε ο άνθρωπος.
Ούτε να το γκρεμίσουμε είπε, ούτε να το σκεπάσουμε, να το καλύψουμε, να το μπαζώσουμε ή οτιδήποτε άλλο.
Δεν αντιμετωπίζονται οι πόλεις με έναν τρόπο τόσο απόλυτα στατικό και αμετακίνητο, ιδεολογικά και πολιτικά.
Άιντε λοιπόν να βρούμε τη λύση, που θα δίνει στην πόλη μας τη θαλασσινή ταυτότητα , που της την αφαίρεσαν αδίκως και άρα δικαίως την απαιτεί.