“ Ό,τι φοβήθηκα, μού έλαχε, ό,τι έτρεμα, με βρήκε, ούτε γαλήνη, ούτε ησυχία, ούτε ανάπαυση πέτυχα!” (Γκαίτε).
Είναι λίγο δύσκολο να προσδιορίσει κάποιος με ακρίβεια το υποκείμενο (από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ) των παραπάνω αισθημάτων, όπως τα κατέγραψε ο Γκαίτε σε άλλη εποχή και για άλλους λόγους. Κι αυτό γιατί το κόμμα μετά την εκλογή του κ. Κασσελάκη ως προέδρου περιήλθε σε μία περιδίνηση, σε πολλά επίπεδα (ιδεολογική, πολιτική, λειτουργική…).
Βουλευτές, σημαίνοντα ιστορικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και φυσικά οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι του κόμματος μετά την εκλογή του Κασσελάκη βρίσκονται σε μία πρωτόγνωρη αμηχανία για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιδράσουν στην εκλογή αυτή. Μέσα τους αντιπαλεύει ο κομματικός πατριωτισμός με την ανάγκη να αποδεχτούν τα νέα ήθη πολιτικής συμπεριφοράς που «εκόμισεν» ο νέος τους αρχηγός.
Οι “παλιοκομματικοί” και οι θιασώτες της “αριστερής ταυτότητας” του κόμματος ακονίζουν τα ξίφη τους στην προοπτική μετεξέλιξης του κόμματος σε κάτι θολό που θα τα χωράει όλα, αλλά δεν θα λάμπει το χρώμα της αριστεροσύνης. Αυτό το «δήθεν» αριστερά είναι που τους φοβίζει γιατί πιστεύουν πως η κίνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι «Φύσει και Θέσει» αριστερόστροφη.
“Μέχρι τις Βρυξέλλες να ακουστεί καλά, δεν θα ξεμπερδέψετε με την Αριστερά”.
Οι Προεδρικοί(οπαδοί και θαυμαστές του κ. Κασσελάκη) από την άλλην πλευρά μεθυσμένοι από τη νίκη επιτάσσουν το «Στέφανε άλλαξέ τα όλα». Αδυνατούν να αντισταθούν στη γοητεία του νέου τους αρχηγού και ονειρεύονται έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ πολυσυλλεκτικό, ανοιχτό στα νέα ρεύματα και στον τρόπο έκφρασης και επικοινωνίας με την κοινωνία.Η έννοια «αριστερά» τούς δημιουργεί μία «πολιτική δυσανεξία», όπως φυσικά και τον αρχηγό τους. Η μέθη του νέου τούς καθιστά ανίκανους να διακρίνουν το ψεύτικο από το αληθινό.
“Κανείς δεν είναι πιο ευάλωτος και έτοιμος να πιστέψει κάτι ψεύτικο, από εκείνον που εύχεται να είναι το ψέμα αληθινό” (JorgeBukay).
Ωστόσο και ο ίδιος ο κ.Κασσελάκης θα πρέπει να νιώθει κάπως άβολα και αμήχανα – κι ας μη του φαίνεται- αφού η νίκη του και η επικράτησή του έναντι όλων των βαρόνων του κόμματος τού δημιουργεί μεγάλες ευθύνες.Άπειρος στην πολιτική και στους μηχανισμούς λειτουργίας ενός κόμματος αναζητά τρόπους συνύπαρξης με το παλιό προσωπικό του κόμματος που δεν έπαψε από την επόμενη της εκλογής του να τον αμφισβητεί, πότε άμεσα και πότε έμμεσα.
Ο νέος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, προϊόν των media και της «ΜεταΠολιτικής»,αντισυμβατικός και απρόβλεπτος για τους αντιπάλους του υιοθετεί τρόπους επικοινωνίας και έκφρασης του πολιτικού του στίγματος μη συμβατούς με ένα κόμμα της «καθ’ ομολογίαν αριστεράς». Ακόμη και οι θαυμαστές του αδυνατούν να τον παρακολουθήσουν και πολλές φορές στέκονται «ενεοί και κεχηνότες» με τις επικοινωνιακές επιλογές του. Κι αυτό γιατί:
“Ο τρόπος που δίνεις, αξίζει περισσότερο από αυτό που δίνεις” (Μαχάτμα Γκάντι).
Οι ερωτικές επιλογές του κ. Κασσελάκη, η υπερπροβολή της οικογένειάς του και του συντρόφου του καθώς και συνεχής αναφορά στο συμπαθές τετράποδό του προκαλούν αμηχανία σε κάποιους συντηρητικούς οπαδούς του κόμματος που θα ήθελαν μία άλλη συμπεριφορά από τον αρχηγό τους. Μία συμπεριφορά καθαρά πολιτική, με καταγγελίες στο παλιό και φθαρμένο και προτάσεις για το νέο. Ο ψηφοφόρος θέλει όραμα για να αντιπαλέψει τις ανασφάλειές του και τις φοβίες του για το αύριο. Οι οπαδοί θέλουν «εδώ και τώρα»σχέδιο ανατροπής του Μητσοτάκη, όπως τους υποσχέθηκε.
Κι ενώ αυτό είναι το κλίμα και τα αισθήματα που βιώνουν οι φίλοι, οι οπαδοί και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πολλοί είναι εκείνοι που προμηνύουν τη διάσπασή του. Το ενδεχόμενο αυτό το συντηρούν με δηλώσεις και πράξεις τους όχι μόνον οι χαμένοι των εκλογών αλλά και όλοι εκείνοι που αντιπολιτεύονταν και τον κ. Τσίπρα.
Οι τελευταίοι προβάλλουν άθελά τους τη θεωρία και το φαινόμενο του Ξενιστή. Μόνο που δεν γνωρίζουν επαρκώς την ταυτότητα του Ξενιστή. Ξενιστής, δηλαδή, είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ή ο Κασσελάκης; Ποιος επομένως σε αυτήν τη σχέση λειτουργεί ως παράσιτο;
Οι απαντήσεις και οι ερμηνείες σε όσα συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολες και παρακινδυνευμένες. Ωστόσο μία απάντηση είναι εύκολη κι ας έχει την ποιητική της μορφή.
Ο Καβάφης θέλοντας να στηλιτεύσει και να ειρωνευτεί το διαφθαρμένο πολιτικό σύστημα της εποχής του αλλά και εκείνα τα άτομα(χαμηλής ηθικής ακεραιότητας) που ενώ καταγγέλλουν την πολιτική διαφθορά, προσπαθούν να την εκμεταλλευτούν για την επιβίωσή τους. Γι αυτό και αισθάνονται με ήσυχη τη συνείδησή τους, αφού για όλες τις αταξίες και τις αρρυθμίες του κόμματος και της πολιτικής ζωής φταίνε πάντα οι άλλοι κι όχι εμείς με τις επιλογές μας.