Συνηθέστατα, αρκετές βολονταριστικές προσπάθειες ή καταθέσεις εκλαμβάνουν την επιθυμία ως μεταρρυθμιστική πρόταση και την εκπέμπουν (ενδεχομένως) κωδικοποιημένη προς πάσαν κατεύθυνσιν και βεβαίως την υποδεικνύουν ως θέση στον νέο ή τον παλαιότερο πολιτικό χώρο που ανήκουν. Πρόκειται για τις «εύλογες» υποδείξεις, οι οποίες όμως, ως δάνειες που είναι, και συχνά προϊόν καλοπροαίρετης ημημάθειας, αντιστοιχούν σε άλλες κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες ή αφίστανται των δυνατοτήτων των υποκειμένων που θα πρέπει να τις εφαρμόσουν.
Έτσι, οι περισσότερες απ αυτές τις ιδέες, χωρίς επαρκές θεωρητικό υπόβαθρο και χωρίς τη δοκιμασία της πράξης, είναι φυσικό να μην βρίσκουν έδαφος και να παραμένουν στα αζήτητα προϊόντα μιας shopping list μιας αδιάφορης «αγοράς».
Κλασσικό παράδειγμα η περιβαλλοντική πολιτική. Προτάσεις όπως να προχωρήσουμε τάχιστα στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, στα προγράμματα της ανακύκλωσης και στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενώ ηχούν ως αυτονότητες αλήθειες, δεν εξηγούν και τους λόγους για τους οποίους αυτά που σε άλλες χώρες αποτελούν λίγο πολύ αυτοματισμούς, εδώ αποτελούν απλώς πρώτη ύλη επαναλαμβανόμενων διαψεύσεων.
Οι αιτιάσεις οι οποίες αναφέρονται σε γενική αδυναμία των κυβερνώντων, έλλειψη πολιτικής βούλησης κτλ. δεν είναι επαρκείς, στο βαθμό που δεν μπαίνουν στον κόπο να αναγνωρίσουν όλες τις εμπλοκές στους κρίσιμους δεσμούς των οργανικών/λειτουργικών δομών. Να παραθέσω μερικές απ αυτές. Κατ αρχήν το βασικό σώμα του δημοσίου που έχει την αρμοδιότητα του σχεδιασμού και της εκτέλεσης, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την διαπλοκή του και τις στενές πλέον συγγένειες με ομάδες συντεχνιακών ή επαγγελματικών συμφερόντων. Η διάβρωση αυτή της δημόσιας διοίκησης – αποτέλεσμα σχέσεων που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετιών – υποχρεώνει τις εκάστοτε ηγεσίες (υπουργούς, γενικούς γραμματείς κτλ.) σε επιστράτευση προσωπικών συμβούλων, ων ουκ έστι αριθμός, που καλούνται να υποκαταστήσουν τις αναξιόπιστες ή αναποτελεσματικές κρατικές δομές, πολλές φορές αυτοσχεδιάζοντας ή «μαθαίνοντας στου κασίδη το κεφάλι». Η πυκνή εναλλαγή των επιστρατευμένων αυτών εφεδρειών (με κάθε νέο κυβερνητικό σχήμα ή με κάθε ανασχηματισμό) δεν επιτρέπει ούτε σ’αυτές την απόκτηση μιας σχετικής τεχνογνωσίας. Το αποτέλεσμα προφανώς – και καθότι η μέση θητεία των γενικών γραμματέων, υπουργών και υφυπουργών δεν ξεπερνά την διετία – είναι η πλήρης επικράτηση του status quo όσων βολεύονται από τη διαιώνιση μιας αντιπαραγωγικής αλλά λειτουργικής γραφειοκρατίας η οποία απλώς αναπαράγει τον εαυτό της.
Από την άλλη μεριά, η πολλαπλότητα και η αντιπαλότητα των συμφερότων που διαπλέκονται με την εν λόγω κρατική γραφειοκρατία είναι τέτοια, που όσο βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας από την νομή της «πίττας» συμπλέουν με τις δυνάμεις εξουσίας (οι οποίες συχνά διεκδικούν και λαμβάνουν μερίδιο). Όταν η κατάσταση τείνει να απομακρυνθεί, έστω και λίγο, προς ασταθέστερες δομές, όπως συνέβη με αφορμή το μνημόνιο, τότε η εμφανής απειλή επιστρατεύει ακόμα και αντίπαλες ομάδες σε κοινό μέτωπο εναντίον των «κατακτήσεων». Οι απόπειρες μεταρρυθμίσεων τύπου Μανιτάκη, βεβαίως δεν φέρνουν αποτέλεσμα βαφτίζοντας το κρέας ψάρι, διότι το πρόβλημα δεν είναι ούτε ο αριθμός των υπαλλήλων – αυτό θα ήταν το παράγωγο μιας αξιολόγησης – ούτε η γεωγραφική τους κατανομή. Το πρόβλημα είναι οι ίδιες οι δομές. Τις οποίες όποιος άφρων θελήσει να τις μετασχηματίσει, θα βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο με τις συντεχνίες, αλλά και με παράγοντες εκ των έσω (π.χ. από το ίδιο του το κόμμα) και βεβαίως με την αριστερά των αυτόματων αντανακλαστικών. Η προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων (στην πραγματικότητα των πιο παρασιτικών τμημάτων της κοινωνίας) είναι υπεράνω κάθε άλλης αξίας, ακόμη και αυτής της εθνικής επιβίωσης. Άλλωστε δεν ευθύνονται αυτοί για την κρίση… να πληρώσουν αυτοί που τους προσέλαβαν… όχι στις ιδιωτικοποιήσεις…όχι στις αξιολογήσεις…όχι στην άρση της μονιμότητας…όχι στις απολύσεις (ακόμη και των παρατύπως προσληφθέντων).
Το περίεργο είναι ότι μόνον η δεξιά αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο της αναδιάθρωσης του δημόσιου τομέα, που είναι προϋπόθεση για τη στοιχειώδη υποστήριξη των θεματικών πολιτικών. Εννοώ την κυβερνώσα δεξιά, άσχετα αν το κάνει με άτσαλες και συχνά αυτοαναιρούμενες κινήσεις, ως θύμα κι αυτή του δικού της (λαϊκιστικού) παρελθόντος και των δεσμεύσεων προς την ίδια πελατειακή δεξαμενή. Και φυσικά δεν θα περιμένει από το ΠΑΣΟΚ μια επί του προκειμένου υποστήριξη, ιδιαίτερα μετά την απόδραση της ΔΗΜΑΡ. Οι πιέσεις της Τρόϊκας δεν επαρκούν. Ο κλεφτοπόλεμος συνεχίζεται, μήπως και η ανάκαμψη αναστείλει την ανάγκη των αιματηρών αποφάσεων, των λεγομένων διαρθρωτικών αλλαγών. Αυτή είναι η κυρίαρχη ελπίδα τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, αν και δεν πρόκειται να την εκστομίσει στον αιώνα τον άπαντα ρητώς. Πρόκληση και δοκιμασία ταυτόχρονα για την νέα Κεντροαριστερά. Που ανεξάρτητα από την ενεδεχόμενη παρουσία της στην πολιτική σκηνή, οφείλει απαντήσεις, κυρίως στα δύσκολα, όπως είναι τα ζητήματα του κράτους.
Μέχρι τότε, η επικαιρότητα θα ταλαιπωρείται από τις εικονικές απομακρύνσεις ή μειώσεις προσωπικού (βλ. ΕΡΤ, ΑΕΙ) οι οποίες θα αναιρούνται από την ανθούσα πολιτική προσλήψεων από τις πίσω πόρτες. Διαβάζω ότι προκηρύχθηκαν τώρα (!) 45 θέσεις επιστημονικού και βοηθητικού προσωπικού για το ΙΓΜΕ. Το οποίο ανήκε στους οργανισμούς που δικαίως ή αδίκως (δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω) επρόκειτο να καταργηθούν. Αντ αυτού όμως προκρίθηκε η ντρίπλα της συγχώνευσής του με το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ)! Το τελευταίο είχε ιδρυθεί επί της εποχής της προσωρινής άνθησης του εκσυχρονισμού, με πρώτο πρόεδρο τον Μιχάλη Μοδινό. Φυσικά έγινε στόχος επιθέσεων της μετριοκρατίας, κυρίως των σοσιαλιστών και των αριστερών. Οι οποίοι μειδιούσαν εξίσου ειρωνικά, όταν ο θεμελιωτής της Σουηδικού παραδείγματος, ο μεγάλος Γκόραν Πέρσον αποφάσιζε, εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 90 να ιδρύσει την Ευρωπαϊκή Λίγκα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη. «Για δες με τι ασχολούνται αυτοί οι φευγάτοι οι Σουηδοί». Βέβαια γελάει καλύτερα όποιος γελάσει τελευταίος..
.
Υ.Γ Το νέο υβρίδιο από την συγχώνευση γεωλόγων και περιβαλλοντιστών ονομάστηκε ΕΚΒΑ. Επί υπουργείας Λιβιεράτου αν θυμάμαι καλά. Το Β προφανώς παραπέμπει στην βαρβαρότητα. Όχι των πράξεων, αλλά των ηθών.