Ο τρόπος που η κυβέρνηση διαχειρίζεται (απορρίπτει) το ενδεχόμενο της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής (ΠΠΓ) φανερώνει ένα πράγμα: στην επικείμενη διαπραγμάτευση για το χρέος, πρόθεση της κυβέρνησης είναι να απορρίψει κάθε μέτρο ελάφρυνσής του, εφόσον θολώνει το προεκλογικό της αφήγημα. Γιατί στην πραγματικότητα η βιωσιμότητα του χρέους δεν ήταν ποτέ το κύριο ζητούμενο για την ηγετική ομάδα της κυβέρνησης. Ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα εργαλείο στην υπηρεσία της βιωσιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Οι «σωτήρες» που κάποτε –όχι πολύ παλιά, το 2013-2014- θα κούρευαν μονομερώς το ονομαστικό χρέος, αποκαλούσαν γερμανοτσολιά όποιον υποστήριζε πως, παρά τα 320 δις.€ χρέος, η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει. Σήμερα, χωρίς να κουρέψουν ούτε ένα σεντ, πάλι με 320 δις.€ χρέος, οι ίδιοι άνθρωποι έμπλεοι αυτοπεποίθησης δηλώνουν πως η Ελλάδα μπορεί να τα καταφέρει. Είναι, δε τόσο βέβαιοι για τη «βιωσιμότητα» του χρέους, που απορρίπτουν περαιτέρω ελάφρυνση, επειδή δεν τους αρέσει ο φιόγκος στο περιτύλιγμα!
σχυρίζονται μάλιστα το αμίμητο: αν πάρουμε, λένε, τα χαμηλότοκα και μακροχρόνια δάνεια της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής, αν δηλαδή εκμεταλλευτούμε αυτήν την έμμεση ελάφρυνση του χρέους, θα στείλουμε λάθος μήνυμα στις αγορές, ότι δεν έχουμε αυτοπεποίθηση, ότι δεν είμαστε έτοιμοι για έξοδο. Ακόμη- ακόμη, κι ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο!
Η ελάφρυνση που δε θέλουμε – τα αδιάθετα του ESM
Η συμφωνία του Μαΐου 2016 για το χρέος (απόφαση Eurogroup εδώ) προέβλεπε δέσμη μέτρων, που θα εφαρμόζονταν στο τέλος του προγράμματος, εφόσον κρίνονταν απαραίτητα. Ένα εξ αυτών είναι η αναχρηματοδότηση του βραχυπρόθεσμου χρέους από τα αδιάθετα κεφάλαια του ESM. Για το οποίο, σε ανύποπτο χρόνο (Νοέμβριος 2016 εδώ), εξηγούσαμε πως ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο ελάφρυνσης του χρέους, και πως ήταν προς το συμφέρον της χώρας να το εκμεταλλευτεί.
Η ενδεχόμενη αναχρηματοδότηση του βραχυπρόθεσμου χρέους από τα αδιάθετα κεφάλαια του ESM θα έχει καταλυτική επίδραση στις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας τα πρώτα χρόνια μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Διότι, εξαιρώντας τα έντοκα – η αναχρηματοδότησή τους δεν ήταν ποτέ πρόβλημα, ούτε καν στην κορύφωση της κρίσης- τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που λήγουν την τριετία μετά το τέλος του προγράμματος (9/2018-12/2021) είναι 20 δισ.€, εκ των οποίων τα 17 δις.€ είναι δάνεια ή ομόλογα του επίσημου φορέα. Συγκεκριμένα:
- 7 δις.€ ομόλογα ελληνικού δημοσίου (ΟΕΔ) που διακρατά η ΕΚΤ με μέσο επιτόκιο 6%
• 7 δις.€ δάνεια του ΔΝΤ με μέσο επιτόκιο 3,6%
• 3 δις.€ διακρατικά δάνεια με μέσο επιτόκιο < 1%
• 3 δις.€ ΟΕΔ που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές με μέσο επιτόκιο 4,75%
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτό το εργαλείο οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μέχρι το τέλος του 2021 θα μπορούσαν να μειωθούν από τα 20 δισ.€ σε 3 δισ.€ ή κάπου ενδιάμεσα, αν γίνει μερική χρήση του εργαλείου. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η σημασία της συζήτησης για τη δομή και το μέγεθος του ταμειακού «μαξιλαριού» ασφαλείας θα περιοριζόταν σημαντικά.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν συζητά καθόλου αυτό το μέτρο ελάφρυνσης, ούτε το συνδέει με το μέγεθος του απαραίτητου κεφαλαιακού αποθέματος, αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι το εγκατέλειψε, δεν προτίθεται να διεκδικήσει την εφαρμογή του. Είτε για να μην αναλάβει τις πιθανές δεσμεύσεις που θα συνοδεύουν την πρόσθετη χρηματοδότηση είτε για να ναρκοθετήσει το δρόμο της επόμενης κυβέρνησης.
Άλλωστε για τον ίδιο λόγο -να αποφύγει τις πιθανές δεσμεύσεις- η κυβέρνηση απορρίπτει την προληπτική πιστοληπτική γραμμή (ΠΠΓ), η οποία θα επέφερε εμμέσως αντίστοιχη ελάφρυνση χρέους (εδώ). Εφόσον την εξασφαλίζαμε βέβαια και τη χρησιμοποιούσαμε!
Από την άλλη μεριά, το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί μέρος από τα αδιάθετα του ESM για την αναχρηματοδότηση του χρέους παραμένει ενεργό, ανεξαρτήτως των κυβερνητικών διαθέσεων. Η αναχρηματοδότηση των δανείων του ΔΝΤ από τα αδιάθετα κεφάλαια του ESM είναι σενάριο που συζητείται ως βαλβίδα εκτόνωσης των διαφορών ΔΝΤ – Ευρώπης σχετικά με το ελληνικό πρόγραμμα. Επιπροσθέτως, πολλά μέλη της Ευρωζώνης καλοβλέπουν την αντικατάσταση των διακρατικών δανείων από τα αδιάθετα του ESM, ώστε να απαλλαγούν από το πρόσθετο χρέος και τόκους που συνεπάγεται η χρηματοδότηση αυτών των δανείων από τους κρατικούς προϋπολογισμούς. (Πολλά μέλη της Ευρωζώνης πληρώνουν για το δικό τους χρέος αρκετά υψηλότερο επιτόκιο από αυτό που τους πληρώνει η Ελλάδα για τα διακρατικά δάνεια.)
Πάντως, η άλλοτε λαλίστατη περί του χρέους ελληνική κυβέρνηση, τώρα σιωπά. Πάνε πια οι ηρωικές «μάχες» που έδινε για το χρέος, κάθε φορά που χρειαζόταν ένα μακρινό αφήγημα για να καθησυχάσει τους βουλευτές της που ψήφιζαν τα αντιδημοφιλή νομοσχέδια της αξιολόγησης Ι & ΙΙ. Τώρα η κυβέρνηση θέλει καθαρή έξοδο, άρα το χρέος είναι μια χαρά. Γνωρίζουμε πως για τη χώρα και τους πολίτες της, καθαρή έξοδος δεν υπάρχει. Έχουμε μπροστά μας πολλές δεσμεύσεις, βαριά προνομοθετημένα μέτρα και αυστηρή εποπτεία. Για τον ΣΥΡΙΖΑ πάλι η «καθαρή έξοδος» είναι εργαλείο ζωτικής σημασίας. Διότι ως «καθαρή» εννοεί την έξοδο που θα του διασφαλίσει τους απαραίτητους βαθμούς ελευθερίας ώστε να μοιράσει παροχές προσλήψεις & δωράκια κατά την προεκλογική περίοδο που θα ακολουθήσει την έξοδο. Θα του δώσει, δηλαδή, άλλη μια ευκαιρία να αξιοποιήσει την εξουσία πελατειακά και με λαϊκισμό. «Αχ, που ‘σαι νιότη που ‘δειχνες πως θα γινόμουν άλλος», όπως λέει ο ποιητής.
Είναι ολοφάνερο, λοιπόν, ότι κατά τη διαπραγμάτευση για τη λήξη του προγράμματος, οι άνθρωποι που εκπροσωπούν τα συμφέροντα της χώρας τοποθετούν ψηλότερα στην ατζέντα το κομματικό τους μέλλον. Όπως συνέβη και το καλοκαίρι του 2015, σε πολύ πιο κρίσιμες στιγμές τότε, έτσι και τώρα, οι άνθρωποι που καλούνται να διαπραγματευθούν για τη χώρα πρωτίστως διαπραγματεύονται για το party τους (εδώ).
Και προς το παρόν, το ενδιαφέρον τους περιορίζεται στην υπερτιμημένη και αμήχανη γαλλική πρόταση: ελάφρυνση χρέους του αναξιοπαθούντος, μονίμως καθυστερημένου και απροσάρμοστου failed state, δηλαδή, μείωση χρέους με ρήτρα ανάπτυξης!
Η γαλλική πρόταση για τη μείωση χρέους σε αναξιοπαθούντες
Το γαλλικό μοντέλο μείωσης του χρέους υπάρχει από το μακρινό 2012. Τότε, με το OSI, ολοκληρώθηκε η τεράστια μείωση του ελληνικού χρέους με επιμήκυνση των λήξεων και μείωση των επιτοκίων. Τότε δεσμεύτηκε η Ευρώπη για περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους στη λήξη του προγράμματος, στο βαθμό που θα έκρινε πως ήταν απαραίτητο.
Όσο καλύτερα εξελισσόταν η οικονομία, τόσο μικρότερη θα ήταν η ελάφρυνση του χρέους. Κι επειδή ακολούθησε το Βατερλώ του 2015, η χώρα χρειάστηκε μεγάλη ελάφρυνση. Και της δόθηκε μέσω του 3ου μνημονίου. Μέρος του βραχυπρόθεσμου υψηλότοκου χρέους που έληγε την 4ετία 2015-2018 αντικαταστάθηκε από μακροπρόθεσμα δάνεια χαμηλού επιτοκίου μέσω ESM.
Το μέγεθος της ελάφρυνσης που μας υποσχέθηκαν οι εταίροι το 2012 δεν ήταν προκαθορισμένο αλλά επικράτησε ο κανόνας της ανάγκης. Επειδή η ζημιά από την περήφανη διαπραγμάτευση ήταν πολύ μεγάλη, οι εταίροι προχώρησαν σε μεγάλη ελάφρυνση, δηλαδή, μεγάλη επιμήκυνση και πολύ χαμηλά επιτόκια στα δάνεια που αναχρηματοδοτήθηκαν από τον ESM μέσω του 3ου μνημονίου.
Η πινελιά του πολυσυζητημένου γαλλικού μοντέλου έγκειται απλώς στο ότι ο κανόνας της ανάγκης θα είναι γραμμένος στο χαρτί. Αν καταβαραθρώσουμε την οικονομία μας, «θα απολαύσουμε» μεγαλύτερη επιμήκυνση για περισσότερα δάνεια. Κι αν η υστέρησή μας είναι μικρή, η επιμήκυνση θα είναι μικρότερη και για λιγότερα δάνεια.
Πιθανόν, όταν η υστέρηση της χώρας είναι ακραία, η ελάφρυνση ανάγκης θα συνοδεύεται και από χαμηλότερους στόχους για πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτά πάνε μαζί. Όπως το 2015, που αφού διαλύσαμε τη χώρα, μας πρόσφεραν βοήθεια με πολύ ευνοϊκούς όρους και μείωσαν τους στόχους για την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Μπορούμε να το επαναλάβουμε, αν θέλουμε.
Κοντολογίς, το γαλλικό μοντέλο ανταμείβει τις καταστροφικές πολιτικές α λα Βαρουφάκη με επιμηκύνσεις και χαμηλότερα πλεονάσματα. Σε κάθε περίπτωση, η ελάφρυνση γαλλικού τύπου θα δίνεται ως «βοήθημα» προς ανεπαρκείς και αδύναμους. Την ad hoc ελάφρυνση του χρέους, που δε θα έχει την αποτυχία και την υστέρηση ως προϋπόθεση, που θα είναι πρόσθετο όφελος και κέρδος για τη χώρα, ακόμη και στην περίπτωση που η οικονομία ακολουθήσει δυναμική ανοδική τροχιά, αυτήν την ελάφρυνση η κυβέρνηση δε τη θέλει.
Ένα παράδειγμα για να εξηγήσω τι εννοώ χαρακτηρίζοντας το γαλλικό μοντέλο «ελάφρυνση προς αναξιοπαθούντες».
Ας υποθέσουμε ότι διεκδικούμε αύξηση της επιδότησης ενός αγροτικού προϊόντος από 2€/κιλό στα 3€/κιλό. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης είναι η εξής συμφωνία: αν το επόμενο έτος η παραγωγή στην Ελλάδα μειωθεί κατά 25% σε σχέση με το μέσο όρο της προηγούμενης 5αετίας, η επιδότηση θα ανέλθει στα 2,5€/κιλό. Αν η παραγωγή μειωθεί κατά 50%, τότε η επιδότηση θα φτάσει στα 3,5€/κιλό. Με ένα τέτοιο σχήμα ούτε τα έσοδα αυξάνονται ούτε το βιοτικό επίπεδο των παραγωγών βελτιώνεται λόγω αυξημένης επιδότησης. Διασφαλίζεται μόνο ένα minimum βοήθημα και μάλιστα με αντιπαραγωγικό πνεύμα, και μόνο σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε στραβά.
Δε θέλω να υποτιμήσω τη χρησιμότητα του Γαλλικού μοντέλου -η οποία εξαρτάται με κρίσιμο τρόπο από τις λεπτομέρειες που δεν είναι ακόμα γνωστές. Θέλω απλώς να σημειώσω την ποιοτική διαφορά της ελάφρυνσης που δίνεται εκ των προτέρων -όπως το 2012 με το OSI- δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να πάει καλύτερα η χώρα, από την ελάφρυνση που προσφέρεται εκ των υστέρων θέτοντας ως προϋπόθεση την αποτυχία της χώρας.
Συνοψίζοντας λοιπόν! Μια εκ των προτέρων ελάφρυνση χρέους είναι πιο ευεργετική αλλά προϋποθέτει εκ των προτέρων δεσμεύσεις. Ενώ μια ελάφρυνση α λα γαλλικά, στο μέλλον «εάν & εφόσον», συνοδεύεται με δεσμεύσεις που θα αναληφθούν στο μέλλον «εάν & εφόσον». Κι έτσι, αν κάποιος ενδιαφέρεται λιγότερο για την πορεία της οικονομίας και περισσότερο για ένα ευπώλητο εκλογικό αφήγημα με τις λιγότερες άμεσες δεσμεύσεις, θα αποδεχτεί το «γαλλικό μοντέλο ελάφρυνσης» αγνοώντας τις υπόλοιπες εναλλακτικές.
Δεν περιμένουμε από την κυβέρνησή μας να φέρει ονειρεμένες ελαφρύνσεις χρέους ούτε διευκολύνσεις χωρίς δεσμεύσεις. Γνωρίζουμε ότι η διαπραγμάτευση για το χρέος είναι δύσκολη υπόθεση και το αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις διαθέσεις των εταίρων. Αυτό που περιμένουμε από την κυβέρνηση είναι να προσπαθήσει για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Για μια φορά, έστω!