Από το 1992 η παγκόσμια κοινότητα άρχισε να ασχολείται με την βιώσιμη ανάπτυξη στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τότε υπεγράφη στο Rio η Agenda 21, χωρίς βεβαίως να πραγματοποιηθούν όλοι οι στόχοι, τους οποίους έθεσε. Στο ίδιο μήκος κύματος περίπου κινήθηκαν και οι στόχοι της Χιλιετίας. Τώρα τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. στη Γενική Συνέλευση, 26 και 27.9.2015, έθεσαν πάλι στόχους για βιώσιμη ανάπτυξη, οι οποίοι, υποτίθεται, θα πραγματοποιηθούν μέχρι το 2030.
Σύμφωνα με την στοχοθεσία το 2030 δεν πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι, που ζουν με λιγότερα από 1,25 δολ. την ημέρα. Επίσης όλα τα παιδιά πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενώ η ανάπτυξη των φτωχών χωρών πρέπει να αυξηθεί κατά 7%. Ακόμη πρέπει να διασφαλισθεί η πρόσβαση στο πόσιμο νερό, η βελτίωση της ενεργειακής κάλυψης, η υγεία και να μειωθούν οι αδικίες μεταξύ των φύλων.
Ουσιαστικά στο πλαίσιο της Agenda 2030 η βιώσιμη ανάπτυξη περιλαμβάνει ως θεματικές ενότητες την οικονομική, την κοινωνική και την περιβαλλοντική διάσταση.
Στην μέχρι τώρα πορεία υλοποίησης των στόχων καταγράφονται ορισμένες βελτιώσεις των συνθηκών, χωρίς να επιλύονται όμως τα προβλήματα, τα οποία μάλιστα σε ορισμένους τομείς αυξάνονται. Για παράδειγμα το 1990 πέθαιναν 12,7 εκατομμύρια παιδιά πριν συμπληρώσουν πέντε χρόνια ζωής. Τώρα, το 2015, χάνουν τη ζωή τους 5,9 εκατομύρια. Αυτός ο αριθμός είναι τρομακτικός και δεν τιμά την ανθρωπότητα και ιδιαιτέρως αυτήν, που ζει στο ανεπτυγμένο τμήμα του πλανήτη. Επίσης τώρα πεθαίνουν 45% λιγότερες μητέρες κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού.
Από το 1990 μέχρι σήμερα η παγκόσμια οικονομία έχει διπλασιάσει την αποσύνδεση της οικονομικής ανάπτυξης από την περιβαλλοντική φθορά. Η εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα είναι 40% υψηλότερη, ενώ η οικολογική επιβάρυνση του πλανήτη έχει διπλασιασθεί σχεδόν σε σχέση με τις αντοχές του (Klaus Milke, „Keine falsche Euphorie“, Zeit online, 25.9.2015).
Περιττό να αναφερθεί, ότι 60 εκατομ. άνθρωποι έχουν οδηγηθεί στην προσφυγιά και στην αναζήτηση ελπίδας κυρίως στις χώρες του ανεπτυγμένου πλούσιου Βορρά, κάτω από την προϋπόθεση βεβαίως, ότι αυτές οι χώρες δεν αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται ήδη στη μέγκενη της φτωχοποίησης ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας. Εύλογα μάλιστα γεννιέται το ερώτημα, εάν αυτή η «μεγαλοψυχία» του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος να θέσει το ποσό των 1,25 δολ. την ημέρα ως κατώτατο όριο για την επιβίωση αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της φτωχοποίησης και των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το ερώτημα τίθεται, διότι η Agenda 2030 για την βιώσιμη ανάπτυξη αφορά στο σύνολο των χωρών-μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Ταυτοχρόνως δε αποτελεί αίνιγμα η τοποθέτηση της καγκελαρίου Angela Merkel στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ότι «τίποτα δεν πρέπει να μείνει, όπως είναι σήμερα» και υπερθεματίζει για την προώθηση των στόχων της Αgenda 2030. Και αυτό, διότι με την προωθούμενη από την γερμανική κυβέρνηση πολιτική για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη προχωρά ακάθεκτη με ανοδική κατεύθυνση και η φτωχοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι πολιτικές αντιφάσεις δεν έχουν όρια.
Στο επίπεδο του γενικευτικού πολιτικού λόγου όλοι κόπτονται για κοινωνική δικαιοσύνη και αντιμετώπιση των προβλημάτων σε πλανητικό επίπεδο. Στην πράξη η κατάσταση έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά και αναδεικνύει την ανεπάρκεια και τις αντιφάσεις του πολιτικού λόγου.
Πολύ αποκαλυπτικά για την κατανομή του παραγόμενου πλούτου είναι τα ευρήματα μιας έρευνας για το 2015 (Allianz Global Wealth Report 2015), η οποία πραγματοποιήθηκε σε 53 χώρες, που εκπροσωπούν το 91% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Το σύνολο των χρηματικών περιουσιακών στοιχείων σε παγκόσμιο επίπεδο φτάνει τα 136 τρις. ευρώ, δηλαδή 7% περισσότερα από το προηγούμενο έτος. Ακόμη και στη Δυτική Ευρώπη καταγράφεται μια αύξηση της τάξης του 6,7%. Ταυτοχρόνως όμως διαπιστώνεται άνιση κατανομή στους πολίτες. Σύμφωνα με το Global Wealth Report από τα 5 δισεκ. ανθρώπους, που ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της έρευνας, τα 3,5 δισεκ. διαθέτουν χρηματικά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν υπερβαίνουν τα 6.100 ευρώ.Από την άλλη πλευρά το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 80% του παγκόσμιου πλούτου. Έχει δε πολύ ενδιαφέρον, ότι το ποσό των 136 τρισεκ. Ευρώ, που αντιστοιχεί στα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία παγκοσμίως, θα ήταν αρκετό για την απόσβεση του παγκόσμιου χρέους τρεις φορές. Πραγματικά αναρωτιέται ο απλός πολίτης, εάν οι «υπεράνθρωπες προσπάθειες» για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων με τις κάθε λογής Agenda 2030, που καταβάλλει ο Ο.Η.Ε., χαρακτηρίζονται από σοβαρότητα και στοχεύουν σε ένα μέλλον με κοινωνική δικαιοσύνη και εξάλειψη των προβλημάτων με την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης.
Μέχρι τώρα η παγκόσμια πορεία δεν επαληθεύει μια τέτοια προοπτική. Η πραγματικότητα σε πλανητικό επίπεδο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό διακινδύνευσης και ρευστότητας, που οφείλονται σε αρκετά δύσκολα αντιμετωπίσιμα αίτια, εάν λάβουμε υπόψη την οργανωτική και οικονομική ανισορροπία σε παγκόσμιες διαστάσεις.
Κατ’ αρχήν η σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων στο φτωχό Νότο σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της (ξηρασία και ερημοποίηση, ανεπάρκεια πόσιμου νερού, αδυναμία άρδευσης, ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λ.π.) καθώς και την χαμηλού επιπέδου οικονομική ανάπτυξη δεν διαμορφώνουν ένα θετικό πλαίσιο για αντιστροφή της καθοδικής πορείας. Δεν είναι τυχαίο, ότι από αυτές τις χώρες ξεκινάνε οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές προς το Βορρά, στον οποίο οι κοινωνίες δεν είναι προετοιμασμένες για την ομαλή και χωρίς αρνητικές, κοινωνικά και πολιτικά, αναταράξεις. Ήδη διαπιστώνεται άνοδος της πολιτικής επιρροής ακροδεξιών κομμάτων (Αυστρία, Γερμανία και όχι μόνο), ενώ καταγράφονται και φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες είναι γηράσκουσες και θέλουν να προσελκύσουν νέους ανθρώπους, οι οποίοι από το ένα μέρος θα καλύψουν εργασιακές ανάγκες και από το άλλο θα στηρίξουν το σύστημα ασφάλισης με τις εισφορές τους.
Όμως για να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από τις κοινωνίες, πρέπει οι πολίτες να είναι σε θέση να επεξεργαστούν νοητικά την παγκόσμια πραγματικότητα και την αλληλεξάρτηση, που υπάρχει σε σχέση με τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η προϋπόθεση δεν πληρούται, διότι το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης δεν διαθέτει ανάλογους μηχανισμούς απλοποίησης της σύνθετης πραγματικότητας και οι αντιληπτικές ικανότητες σε ατομικό επίπεδο έχουν όρια. Γι` αυτό και η Δημοκρατία βρίσκεται σε κατάσταση απορρύθμισης, ενώ αναπτύσσεται ο εθνικισμός και ευδοκιμούν τα αρνητικά στερεότυπα μεταξύ των κοινωνιών και των πολιτών τους.
Παράλληλα αυτή η κατάσταση ρευστότητας ενισχύει την κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και την συσσώρευση πλούτου σε οικονομικές ελίτ, που κινούνται σε διεθνές επίπεδο και δεν υπόκεινται σε έλεγχο από τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες προσβλέπουν μέσω των πολιτικών συστημάτων στην χρηματοδότηση των οικονομιών τους από αυτές τις μειοψηφίες του πλούτου. Το αντιφατικό δε είναι, ότι στην πολιτική κυριαρχούν εθνικά κριτήρια με αποτέλεσμα την αδυναμία επιβολής υπερεθνικής εμβέλειας ρυθμίσεων με στόχο τον έλεγχο και τον περιορισμό της χρηματοπιστωτικής ασυδοσίας σε σχέση με το κέρδος.
Γι` αυτό και τα κοινωνικά συστήματα, τα οποία στοχεύουν στην κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών (υγεία, παιδεία κ.λ.π.) οδηγούνται σε κατάρρευση. Σε αυτό το πλαίσιο το άτομο δεν είναι τίποτε άλλο παρά φορέας ρόλων, οι οποίοι καλύπτουν συστημικές ανάγκες σε ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο έχει εξιδανικεύσει την λειτουργικότητα του σε σχέση με την οικονομική διάσταση και δεν υπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Γι` αυτό και είναι εύκολο να αντιδρούν αρνητικά οι κοινωνίες στο φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης προσφύγων και μεταναστών. Θεωρούν, ότι απειλούνται τα όρια αντοχής του οικονομικού συστήματος και κινδυνεύει η ευημερία τους.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, στο μέτρο που δεν λαμβάνει υπόψη του αυτές τις παραμέτρους της παγκόσμιας πραγματικότητας με στόχο την υπέρβαση τους, οδηγεί την παγκόσμια κοινωνία στο αδιέξοδο και σε ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Και δεν φαίνεται, ότι οι ισχυρές χώρες-μέλη του ασχολούνται σοβαρά με αυτή την προοπτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτά, που συνέβησαν στο περιθώριο της συζήτησης για την Agenda 2030. Οι χώρες, που αποτελούν το G4 (Γερμανία, Βραζιλία, Ινδία, Ιαπωνία), πίεζαν και συνεχίζουν να το κάνουν, για διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. με περισσότερα μέλη, ώστε να συμμετέχουν και οι ίδιες. Αντιδρούν όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και η Κίνα. Δεν θα μπορούν να προωθούν τα „εθνικά τους συμφέροντα“ σε διεθνές επίπεδο το ίδιο εύκολα, όταν πληθαίνουν οι χώρες, που νομιμοποιούνται να ασκούν «Βέτο». Κατά τα άλλα οι πεινασμένοι του Νότου και οι νεόπτωχοι του Βορρά (Ελλάδα π.χ.) στηρίζουν τις ελπίδες τους στην αίσθηση της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος, στις αξίες του ανθρωπισμού του ευημερούντος ανεπτυγμένου κόσμου και τέλος στη δημιουργία συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης.