Είναι πλέον εμφανές, ότι η δυναμική της εξέλιξης σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, δεν οικοδομεί βιώσιμες συνθήκες και ισορροπίες στις κοινωνίες. Οι ανισορροπίες, που δρομολογεί η διαχείριση της πραγματικότητας στο πολιτικό επίπεδο, δείχνουν την αδυναμία των κομμάτων για λειτουργικό και βιώσιμο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της πορείας προς το μέλλον σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, πολυπλοκότητας και ταχύτατης ροής του χρόνου.
Το πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο μερικά παραδείγματα, όπως είναι η μειωμένη παραγωγή μελιού στην Ελλάδα σε συνδυασμό με την μη ολοκλήρωση του βιολογικού χρόνου των μελισσών, η λειψυδρία στην Αττική, οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης στην γεωργία, στον εργασιακό τομέα και στον άνθρωπο με τις συνθήκες, που διαμορφώνουν οι κοινωνικές ανισότητες.
Αυτές οι συνθήκες αναδεικνύουν επίσης από το ένα μέρος την παθητική κοινωνική αντιμετώπιση της μη βιώσιμης δυναμικής, που δρομολογεί η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας και από το άλλο μέρος την ζωτικής σημασίας ανάγκη ανάληψης από τους πολίτες της κοινωνικής ευθύνης, που τους αναλογεί, με τις συλλογικές μορφές έκφρασης στο πλαίσιο της δημοκρατικής λειτουργίας και στόχο την ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση της πλειοψηφίας με εργαλείο τον διάλογο στις τοπικές κοινωνίες.
Ειδάλλως δεν θα μπορεί να ανακοπεί η μη βιώσιμη δυναμική, διότι η ταχύτητα της εξέλιξης είναι πολύ γρήγορη και οι παραγόμενες από αυτήν ανισορροπίες δεν θα μπορούν να ανιχνεύονται πριν εμφανισθούν στην βιωνόμενη πραγματικότητα, ώστε να είναι εφικτή η αποφυγή τους.
Για παράδειγμα η ξηρασία και η μεγάλης διάρκειας και έντασης υπερθέρμανση δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στην παραγωγή μελιού σε όλη την Ελλάδα. Ιδιαιτέρως στην Κρήτη και στα νησιά η ποσότητα του μελιού θα είναι μειωμένη κατά 80% έως 90%, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα η μείωση θα κυμανθεί στο 60%. Αυτό οφείλεται στην μη ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου των μελισσών. Σταδιακά μειώνεται ο πληθυσμός τους, διότι η χλωρίδα συρρικνώνεται επικίνδυνα.
Επίσης τα τελευταία 2 χρόνια πάνω από 450 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού έχουν χαθεί από τα αποθέματα στην Αττική. Εάν συνεχισθούν οι βιωνόμενες τώρα συνθήκες ξηρασίας, το νερό θα επαρκεί μόνο για τα επόμενα 4 χρόνια, οπότε θα ληφθούν μέτρα εξοικονόμησης νερού από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Η διαχείριση του προβλήματος εξαντλείται στην λήψη μέτρων εξοικονόμησης νερού (π.χ. μείωση των απωλειών στα δίκτυα ύδρευσης, δημιουργία νέων ταμιευτήρων, χρήση ανακυκλωμένου νερού για άρδευση και βιομηχανικές ανάγκες, αφαλάτωση, βέλτιστη διαχείριση ομβρίων υδάτων κ.λ.π.) και δεν ασχολείται με την άρση των γενεσιουργών αιτίων (κλιματική αλλαγή). Ουσιαστικά εξοικονομείται χρόνος, το πρόβλημα όμως δεν αντιμετωπίζεται.
Η υπερθέρμανση έχει καταστροφικές επιπτώσεις και στην γεωργία. Τα καλοκαίρια οι συχνοί και μακράς διάρκειας καύσωνες σε συνδυασμό με την ανομβρία έχουν δημιουργήσει πολύ ξηροθερμικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση των φυτών.
Επίσης ο συνδυασμός του θερμότερου και πιο υγρού κλίματος συμβάλλει στην αύξηση των ασθενειών των φυτών και έχει αρνητικές παρενέργειες, διότι προκαλεί την χρήση φυτοφαρμάκων και παρασιτοκτόνων. Παράλληλα αυτές οι συνθήκες οδηγούν σε αυξήσεις των τιμών όλων των προϊόντων και στην μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων, τα οποία πλήττουν τους καταναλωτές.
Η υπερθέρμανση έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις και στους ανθρώπους και κυρίως στους φτωχούς. Σύμφωνα με δημοσίευμα στον The Guardian, στο οποίο παρουσιάζονται τα ευρήματα μελετών, η θερμική καταπόνηση πλήττει περισσότερο τα φτωχά κοινωνικά στρώματα, διότι το χαμηλό εισόδημα δεν επιτρέπει την επαρκή χρήση κλιματιστικών.
Για παράδειγμα η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Save the Children έχει προειδοποιήσει, ότι 1 στα 3 παιδιά στην Ισπανία δεν μπορεί να έχει την αναγκαία δροσιά στο σπίτι του. Αυτό θα μπορούσε να έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική και σωματική υγεία σε περισσότερα από 2 εκατομμύρια παιδιά, τονίζει η Μη Κυβερνητική Οργάνωση.
Αυτά τα ευρήματα ερευνών δεν αφορούν μόνο την Ισπανία αλλά γενικότερα περιοχές του πλανήτη και ιδιαίτερα της Ευρώπης με ανάλογη θερμική καταπόνηση των κατοίκων τους και πιο συγκεκριμένα των νέων ανθρώπων, όπως είναι η Ελλάδα και άλλες χώρες.
Στην Ισπανία μάλιστα το Ινστιτούτο Υγείας Carlos III σε έρευνα του διαπίστωσε, ότι η υπερθέρμανση επηρέασε 17 συνοικίες της Μαδρίτης το 2020. Οι καύσωνες όμως αύξησαν την θνησιμότητα μόνο σε 3 συνοικίες, στις οποίες ζούσαν άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα. Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι ιδιαιτέρως, όταν ανήκουν στα χαμηλών εισοδημάτων κοινωνικά στρώματα.
Επίσης είναι αξιοσημείωτο, ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εγγίζουν και τον τομέα της εργασίας, διότι οι συνθήκες της υπερθέρμανσης και της θερμικής καταπόνησης μειώνουν την απόδοση των εργαζομένων.
Αυτό έχει συνειδητοποιηθεί από τους επενδυτές, οι οποίοι στην Wall Street κινούνται ανάλογα ως προς την επιλογή των επιχειρήσεων, στις οποίες θα επενδύσουν (Zeit online, «Das klima holt die Wall Street ein», 26.8.2024). Ουσιαστικά λαμβάνουν υπόψη τους την βιωσιμότητα και την λειτουργική σε σχέση με το κλίμα διοίκηση των επιχειρήσεων.
Βασικό κριτήριο δηλαδή για αυτή την στάση, η οποία οριοθετείται από την οπτική του συστημικού πραγματισμού και όχι του κοινωνικού και ανθρώπινου συμφέροντος, είναι η διατήρηση του κέρδους και όχι η αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων της κλιματικής αλλαγής.
Η οπτική του συστημικού πραγματισμού διαπιστώνεται γενικότερα σε πλανητικό επίπεδο. Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών Antonio Guterres στο πλαίσιο του Φόρουμ των Νήσων του Ειρηνικού (Pacific Islands Forum, PIF) στο τέλος Αυγούστου 2024 προειδοποίησε «Βρίσκομαι στα νησιά Tonga για να εκπέμψω παγκόσμιο SOS (Save our Seas, σώστε τις θάλασσες μας) λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Παγκοσμίων διαστάσεων καταστροφή απειλεί αυτό τον παράδεισο του Ειρηνικού».
Και ενώ τα νησιά στον Ειρηνικό εκλύουν λιγότερο από 0,02% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, η στάθμη της θάλασσας στον Ειρηνικό σημείωσε άνοδο έως και 15 εκατοστά τα τελευταία 30 χρόνια. Επισημαίνεται, ότι την ίδια περίοδο ο παγκόσμιος μέσος όρος ήταν 9,4 εκατοστά σύμφωνα με την επιστημονική έκθεση, την οποία επικαλέσθηκε ο Antonio Guterres.
Δυστυχώς οι πολιτικές ηγεσίες σε παγκόσμιο επίπεδο «σιωπούν» και ιδιαιτέρως στις ισχυρές χώρες ασχολούνται με τους εξοπλισμούς και την επιβολή της ισχύος τους με στόχο την αποκόμιση γεωπολιτικού και οικονομικού οφέλους, ακόμη και αν η δυναμική, που αναπτύσσεται, δεν είναι βιώσιμη.
Είναι εμφανές, ότι η εμπειρική αποτύπωση των συνθηκών, που έχουν οικοδομηθεί τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν δρομολογούν βιώσιμη δυναμική στην πορεία προς το μέλλον, ενώ παράλληλα από το ένα μέρος η ταχύτητα της εξέλιξης είναι πολύ υψηλή και από το άλλο η διαχείριση της από το πολιτικό σύστημα δεν στηρίζεται σε επαρκώς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και ανάλυση της δυναμικής της εξέλιξης ως προς τις παρενέργειες της στην προοπτική του χρόνου, ώστε να προλαμβάνονται με την λήψη ουσιαστικών μέτρων.
Ταυτοχρόνως η κοινωνία λειτουργεί ως θεατής και καταναλωτής πολιτικών μηνυμάτων, τα οποία εξιδανικεύουν την προοπτική, που ανοίγει η πορεία προς το μέλλον, ενώ με την καλλιέργεια φαντασιώσεων διαστρεβλώνεται η πραγματικότητα και ο πολίτης μετατρέπεται σε «ενεργούμενο», που δεν στηρίζει τις επιλογές του και την διαμόρφωση πολιτικής στάσης στον ορθολογισμό και στην ανάλυση της πραγματικότητας.
Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν την άμεση δημιουργία κοινωνικών ισορροπιών, οι οποίες θα δρομολογήσουν θετική και βιώσιμη δυναμική και θα ενεργοποιήσουν ανάλογες πολιτικές διεργασίες. Ουσιαστικά οι πολίτες πρέπει να αναλάβουν την αναγκαία κοινωνική ευθύνη και να οικοδομήσουν κινήματα, τα οποία με εργαλείο τον δημοκρατικό διάλογο στις τοπικές κοινωνίες θα αναδείξουν και θα εκφράσουν το κοινωνικό και το ανθρώπινο συμφέρον, ενώ παράλληλα θα συμβάλλουν στην πραγμάτωση της δημοκρατικής λειτουργίας με την πολιτική ενεργοποίηση της πλειοψηφίας.
Βέβαια για την επίτευξη αυτού του στόχου σε συνθήκες πολυπλοκότητας και παγκοσμιοποίησης με ταχύτατα εξελισσόμενη πραγματικότητα είναι αναγκαία η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και η συνεργασία με την επιστημονική κοινότητα, η οποία πρέπει να αναλάβει την δική της κοινωνική ευθύνη, ώστε οι πολίτες να στηρίζουν την πολιτική τους λειτουργία στην γνώση της πραγματικότητας και της δυναμικής, που δρομολογούν οι επιλογές τους.