Βίωση του χρόνου και πολιτική

Χρίστος Αλεξόπουλος 08 Απρ 2018

Δύο σημαντικοί παράγοντες, που επιδρούν καθοριστικά στην πορεία των κοινωνιών προς το μέλλον, είναι τα όρια της βίωσης του χρόνου από τον πολίτη και η δυνατότητα μακροπρόθεσμου πολιτικού σχεδιασμού στα διάφορα πεδία κοινωνικής δραστηριοποίησης.

Κατ’ αρχήν ο χρόνος στη σύγχρονη εποχή είναι πολύ πιο «πλούσιος» σε περιεχόμενο με γεγονότα, διότι η ταχύτητα της εξέλιξης αυξάνεται και στο ίδιο χρονικό διάστημα παράγονται πολύ περισσότερα δεδομένα, τα οποία πρέπει να συνυπολογίζονται τόσο από τους πολίτες όσο και από το πολιτικό σύστημα, ώστε οι επιλογές τους και οι αποφάσεις τους να είναι λειτουργικές.

Ειδάλλως ούτε οι πολίτες θα είναι σε θέση να βιώσουν τον χρόνο στην δυναμική προβολή του στο μέλλον και να κάνουν λειτουργικές πολιτικές επιλογές, ούτε και το πολιτικό σύστημα θα μπορέσει να διευρύνει τα όρια του πολιτικού σχεδιασμού με μακροπρόθεσμη προοπτική.

Σύμφωνα όμως με με τα σημερινά δεδομένα η αδυναμία είναι γενική, διότι από το ένα μέρος ο πολίτης βιώνει τον χρόνο και κάνει επιλογές στο μέτρο, που το περιεχόμενο του, δηλαδή η εξέλιξη της πραγματικότητας, είναι ορατό και νοητικά διαχειρίσιμο από αυτόν και επιδρά οριοθετώντας την ζωή του και από το άλλο η πολιτική δεν έχει προς το παρόν την δυνατότητα στην σύγχρονη εποχή της πολυπλοκότητας και της μεγάλης ταχύτητας της εξέλιξης να σχεδιάζει μακροπρόθεσμα και να προηγείται των εξελίξεων, αντί να τις ακολουθεί, όπως γίνεται τώρα.

Συμπερασματικά τόσο η πολιτική διαχείριση (σύμφωνα με τα σημερινά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος) όσο και η βίωση του χρόνου από τους πολίτες δεν ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούνται, για μια βιώσιμη πορεία. Η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας το πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο.

Κατ’ αρχήν το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τις φτωχές χώρες του Νότου προς τις ανεπτυγμένες του Βορρά σε συνδυασμό με την αδυναμία ενσωμάτωσης τους στις κοινωνίες υποδοχής και την ανυπαρξία πρόβλεψης των εξελίξεων λόγω της μη ισορροπημένης ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων των χωρών προέλευσης των μετακινούμενων, χωρίς οι ίδιες να αναπτύσσονται, καταδεικνύει την αδυναμία διαχείρισης των επιπτώσεων των πολιτικών επιλογών σε βάθος χρόνου.

Ταυτοχρόνως αναδύεται και η βραχυπρόθεσμη οπτική των πολιτών στην βίωση της ευημερίας, που προκύπτει από την εκμετάλλευση των πλούσιων σε φυσικούς πόρους χωρών του Νότου, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στις χώρες προέλευσης των μετακινούμενων, όταν αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης.

Τώρα βέβαια οξύνεται και ένα άλλο επακόλουθο του χάσματος, που υπάρχει στο πλαίσιο της μη δυναμικής βίωσης του χρόνου από τους πολίτες (δηλαδή με βραχυπρόθεσμη λογική σε σχέση με τα χρονικά όρια, που λαμβάνονται υπόψη για την ευημερία) και της πραγματικότητας, που προκύπτει από την έλλειψη μακροπρόθεσμης διαχείρισης και ανάλογου σχεδιασμού της δυναμικής του χρόνου από το πολιτικό σύστημα.

Το οδυνηρό επακόλουθο είναι η μαζική μετανάστευση νέων από ανεπτυγμένες χώρες, που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση, σε άλλες με υψηλό επίπεδο ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό, που συμβαίνει στην Ελλάδα και στην Ιταλία, τις οποίες εγκαταλείπουν νέοι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ανάλογη ειδίκευση και αναζητούν καλύτερη τύχη σε άλλες κοινωνίες.

Το αποτέλεσμα είναι, οι χώρες προέλευσης να στερούνται ανθρώπινο κεφάλαιο με υψηλά προσόντα, του οποίου την εκπαίδευση χρηματοδότησαν και ταυτοχρόνως να γηράσκουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ασφαλιστικό σύστημα.

Η ρύπανση του περιβάλλοντος και η κλιματική αλλαγή δείχνουν επίσης, ότι η ροή του χρόνου δεν είναι ελεγχόμενη από τον άνθρωπο και τα εργαλεία που διαθέτει.

Οι θάλασσες γεμίζουν με πλαστικά. Όμως τόσο οι πολίτες όσο και τα διάφορα κοινωνικά συστήματα, από το οικονομικό μέχρι το πολιτικό, δεν ευαισθητοποιούνται ούτε ενεργοποιούνται για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων (πλαστικά μικροσωματίδια στο σώμα των ψαριών και μέσω της τροφικής αλυσίδας κίνδυνος για τον άνθρωπο).

Τα τρόφιμα πωλούνται σε συσκευασίες από πλαστικό. Ακόμη και για την μεταφορά των τροφίμων από τους καταναλωτές χρησιμοποιούνται πλαστικές σακούλες, ενώ θα μπορούσαν να είναι πάνινες, οπότε δεν θα είναι μιας χρήσης.

Η ίδια λογική κυριαρχεί και στον τομέα των καυσίμων και κατ’ επέκταση στην εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα. Συνεχίζεται αμείωτη η χρήση άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας παρά την υπογραφή συμφωνιών πλανητικής εμβέλειας για την δραστική μείωση του, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ανόδου της θερμοκρασίας μέχρι 2 βαθμούς το πολύ.

Στο μέτρο που οι επιπτώσεις δεν είναι ακόμη στον ύψιστο βαθμό ορατές τόσο για τους πολίτες όσο και για τον χώρο της πολιτικής, ώστε να έχει και πολιτικό κόστος, δεν γίνονται αποφασιστικά βήματα.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο προσανατολισμός στα ορυκτά καύσιμα τόσο από το πολιτικό σύστημα όσο και από τους πολίτες στην Ελλάδα. Και αυτό συμβαίνει την στιγμή, που το ηλιακό και το αιολικό δυναμικό, η βιομάζα, τα βιοκαύσιμα κ.λ.π. είναι επαρκή για την κάλυψη των ελληνικών ενεργειακών αναγκών και κάτω από προϋποθέσεις την εξαγωγή καθαρής ενέργειας, ενώ είναι οικονομικά ανταγωνιστικές οι κατάλληλες τεχνολογίες. (Μελέτη του Γερμανικού Αεροδιαστημικού Κέντρου, DLR, «Concentrating Solar Power for the Mediterranean Region Final Report», 2005, επίσης Σπύρος Χ. Αλεξόπουλος «Η ηλιακή ενέργεια παράγων ανάπτυξης», Μεταρρύθμιση, 26.7.2012 και Γ. Τσιλιγκιρίδης «Το δυναμικό των εγχώριων ενεργειακών πόρων», Πρακτικά του Πέμπτου εθνικού συνεδρίου για τις ήπιες μορφές ενέργειας, Αθήνα, 6-8 Νοεμβρίου 1996).

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αδυναμία εξισορρόπησης της ψηφιακής πραγματικότητας με τις ανθρώπινες ανάγκες. Η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης σε συνδυασμό με την αυτοματοποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας θα στερήσει από τους πολίτες πολλές θέσεις εργασίας. Η αρχή έχει ήδη γίνει. Βέβαια ένα μέρος των χαμένων θέσεων θα αναπληρωθεί με νέες ειδικότητες, που θα δημιουργηθούν. Ακόμη όμως το πολιτικό σύστημα δεν έχει διαμορφώσει προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, οι οποίες είναι ρεαλιστικές και δεν κινούνται στο επίπεδο της «φαντασίωσης» και της γενικόλογης ιδεοληπτικής προσέγγισης της πραγματικότητας.

Επίσης στον τομέα της ασφάλειας σε παγκόσμιο επίπεδο διατυπώνονται φόβοι για την διατήρηση του ανθρώπινου ελέγχου στις ακολουθούμενες πρακτικές από τους διάφορους μηχανισμούς, όπως είναι το ΝΑΤΟ.

Στο πλαίσιο μελέτης του γερμανικού Ιδρύματος Friedrich Ebert Stiftung με τίτλο «Was bleibt vom Westen? Wohin geht die NATO?» (Τι απομένει από την Δύση; Προς ποιά κατεύθυνση πηγαίνει το ΝΑΤΟ;), Φεβρουάριος 2018, την οποία έκαναν οι Helmut W. Ganser, Wulf Lapins και Detlef Puhl, επισημαίνεται «Η αυτοματοποίηση στο ΝΑΤΟ στο πλαίσιο των ψηφιακών πολεμικών τεχνολογιών περικλείει τον κίνδυνο να χαθεί ο πολιτικός και ο στρατιωτικός έλεγχος κατά την διάρκεια της χρησιμοποίησης τους. Είναι ανάγκη να διατηρηθεί ο ανθρώπινος έλεγχος σε κάθε περίπτωση».

Ακόμη και σε υπερεθνικά μορφώματα, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα σε σχέση με την βίωση του χρόνου από τους πολίτες και την διαχείριση του στο πολιτικό επίπεδο.

Τόσο οι πολίτες όσο και το πολιτικό προσωπικό και τα κόμματα δεν συμπορεύονται με την δυναμική του χρόνου, δηλαδή με τα δεδομένα που δημιούργησε η απόφαση για κοινή πορεία, η οποία σίγουρα θα οδηγήσει σε εξελίξεις, που μετασχηματίζουν την πραγματικότητα συνεχώς.

Αντί να συνειδητοποιήσουν, ότι για να υπάρχει κοινωνική συνοχή σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να προωθηθεί η διαπολιτισμική προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες και την αναζήτηση του ευρωπαϊκού συμφέροντος, συνεχίζουν να λειτουργούν και να σκέπτονται με λογική «εθνικού συμφέροντος».

Το αποτέλεσμα βέβαια είναι η ενίσχυση του εθνικισμού και του λαϊκισμού σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη και η ανάπτυξη του ευρωσκεπτικισμού. Όσο για το «εθνικό συμφέρον» η πραγματικότητα δείχνει, ότι ταυτίζεται με την αναπαραγωγή ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, στο οποίο ευδοκιμούν οι κοινωνικές ανισότητες και η συσσώρευση πλούτου σε μια ολιγομελή οικονομική «ελίτ». Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βιώνουν τον χρόνο τόσο σε σχέση με το παρόν όσο και σε σχέση με το μέλλον στηριζόμενες σε αυταπάτες, με αποτέλεσμα να μην ελέγχονται οι εξελίξεις.

Ιδιαιτέρως στην σημερινή εποχή της συσσώρευσης πολύ περισσότερων δεδομένων και προϋποθέσεων από ό,τι στο ίδιο χρονικό διάστημα στο παρελθόν, που πρέπει να ληφθούν υπόψη από όλους, πολίτες και πολιτικό σύστημα, για να είναι κατανοητή και ελεγχόμενη η πραγματικότητα στην προβολή της στο μέλλον, είναι ζωτικής σημασίας προϋπόθεση για την βιωσιμότητα των κοινωνιών και του πλανητικού περιβάλλοντος η άμεση αλλαγή του τρόπου βίωσης και πολιτικής διαχείρισης του χρόνου.

Βασικές προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση αυτής της ριζικής αλλαγής είναι πρώτον η συνειδητοποίηση, ότι η πραγματικότητα μπορεί να ελέγχεται μόνο, εάν αντιμετωπίζεται ως συνεχώς μεταβαλλόμενη παράμετρος και η βίωση της καταλήγει στη σύνδεση του παρόντος με την μη ορατή ακόμη μετεξέλιξη της σε βάθος χρόνου και δεύτερον η ανάλογη πολιτική με την έκφραση και διαχείριση αυτής της πολύ ρευστής κατάστασης στο επίπεδο του σχεδιασμού του μέλλοντος.

Μεγάλη βοήθεια σε αυτό το σύνθετο εγχείρημα μπορεί και πρέπει να προσφέρει η κοινωνία πολιτών με την στήριξη του χώρου της επιστήμης. Όσο και αν φαίνεται δύσκολο, το ισχύον μοντέλο κοινωνικής και πολιτικής λειτουργίας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη πορεία στο μέλλον και πρέπει να αλλάξει.

Η γιαγιά μου έλεγε, «όταν παίρνεις αποφάσεις τώρα, να σκέπτεσαι τα εγγόνια σου και τα παιδιά τους».