Βία και πολιτική

Χρίστος Αλεξόπουλος 27 Μαϊ 2018

Οι τοποθετήσεις των κομμάτων και ιδιαιτέρως του πρωθυπουργού και της Νέας Δημοκρατίας, με αφορμή την επίθεση, που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, όταν επισκέφθηκε εκδήλωση των Ποντίων, είναι αποκαλυπτικές σε σχέση με την αντιμετώπιση της βίας κατά πολιτικών προσώπων και όχι μόνο (π.χ. εκπροσώπων θεσμών).

Δείχνουν επίσης τον βαθμό κατανόησης αυτού του φαινομένου και της ευθύνης για την όλο και πιο συχνή εμφάνιση τέτοιας κοινωνικής συμπεριφοράς.

Συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός μεταξύ άλλων επεσήμανε, «ποιοι εξαπολύουν  διαρκώς κάθε μέρα ακραίες κατηγορίες για προδότες και μειωμένης εθνικής συνειδήσεως Έλληνες; Ποιοι έχουν ανακηρύξει τον εαυτό τους εργολάβο του έθνους και επικηρύσσουν εκείνους, που σκέφτονται και πράττουν διαφορετικά; (…) Εδώ πρόκειται για ένα συμπαγές σκοτεινό και ακραίο τμήμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με έκφραση στα κορυφαία όργανα της».

Και η απάντηση της Νέας Δημοκρατίας «Η πολιτική και ηθική νομιμοποίηση της βίας στην Ελλάδα φέρει την υπογραφή του Αλέξη Τσίπρα. Αυτός και το κόμμα του πρωτοστάτησαν και υπέθαλψαν τη βία τον Δεκέμβριο του 2008. Αυτός και το κόμμα του προανήγγειλαν κρεμάλες στο Σύνταγμα και μιλούσαν για γερμανοτσολιάδες» και τελειώνει «Αν ο κ. Τσίπρας είχε ίχνος τσίπας, θα έπρεπε να ντρέπεται για την θρασύτατη αναφορά του στη Νέα Δημοκρατία. Αλλά τόσος είναι…».

Το πρόβλημα τους περιορίζεται από το ένα μέρος στην λεκτική «απερίφραστη καταδίκη» της βίας και από το άλλο στην χρέωση του φαινομένου στην στάση του «αντιπάλου». Με αυτό τον τρόπο θεωρούν, ότι έκαναν το «καθήκον» τους, επενδύοντας μάλιστα και στην αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Εκείνο, που δεν κάνουν, είναι η αναζήτηση των αιτίων της άσκησης βίας με πολιτική αναφορά και η αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου σε βάθος και όχι μόνο επιφανειακά στο πλαίσιο της καταστολής.

Τα γενεσιουργά αίτια της βίας με πολιτικές προεκτάσεις άπτονται των προβλημάτων και ανεπαρκειών του πολιτικού συστήματος και των θεσμών, οι οποίοι έχουν χάσει επίσης την αξιοπιστία τους, ενώ παράλληλα έχουν ευθεία αναφορά στις βασικές κοινωνικές αξίες, οι οποίες οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό την σύγχρονη πραγματικότητα και στην ευδοκίμηση της διαφθοράς στο σύνολο των τομέων κοινωνικής δραστηριοποίησης, με αποτέλεσμα να παγιώνεται δομικά η ανομία και η ανασφάλεια.

Συγκεκριμένα οι κυρίαρχες αξίες του ατομικισμού και του ανταγωνισμού (χωρίς όρια και κανόνες) σε συνδυασμό με την όλο και μεγαλύτερη παραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων και την δημιουργία της αίσθησης, ότι δομικό στοιχείο της πραγματικότητας είναι η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης, οδηγούν ιδιαιτέρως τους νεότερους ηλικιακά πολίτες στο κοινωνικό περιθώριο και στην αποστασιοποίηση από τους διάφορους θεσμούς (ακόμη και από την δικαιοσύνη), οι οποίοι, θεωρείται, ότι δεν υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον (Ρουβίκωνας στο Συμβούλιο Επικρατείας).

Συμπληρωματικά λειτουργεί και η αδυναμία ανάπτυξης διαλόγου τόσο στο κοινωνικό πεδίο με στόχο την έκφραση των κοινωνικών αιτημάτων, διότι δεν υπάρχουν ανεξάρτητες πολιτικά δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα τα εκφράσουν, όσο και στο πολιτικό, διότι τα κόμματα αδυνατούν να κάνουν διάλογο ουσίας. Πολύ περισσότερο του προσδίδουν επικοινωνιακή λειτουργικότητα στο πλαίσιο της λογικής της κοινωνίας του θεάματος. Ουσιαστικά είτε κινούνται ιδεοληπτικά, είτε υπηρετούν συστημικά συμφέροντα, τα οποία χρησιμοποιούν τον ανθρώπινο παράγοντα ως εργαλείο για την κάλυψη των λειτουργικών τους αναγκών.

Η βίωση αυτών των συνθηκών ριζοσπαστικοποιεί τους πολίτες, οι οποίοι αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από την θεωρητικά υπαρκτή δυνατότητα αναζήτησης λύσεων με διαδικασίες διαλόγου. Ένα μέρος τους μάλιστα γίνεται ευάλωτο στον λαϊκισμό.

Παράλληλα το πολωτικό κλίμα, που καλλιεργείται από τα κόμματα, επιδρά και στην κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα αξιοποιεί για την διαμόρφωση του το συναίσθημα και το θυμικό του πολίτη. Αυτό όμως τον απομακρύνει από τον ορθολογισμό, ο οποίος είναι το απαραίτητο εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας και των δυνατοτήτων, που υπάρχουν, για την αποκατάσταση συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από τις διαδικασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Δυστυχώς τα κόμματα δεν αντιλαμβάνονται, ότι πρέπει να πληρούνται επί της ουσίας οι δημοκρατικές προϋποθέσεις, ώστε οι πολίτες να επιδιώκουν τον διάλογο μαζί τους και να μην χρησιμοποιούν ή επικροτούν τη βία, η οποία δεν οδηγεί στην επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, αλλά συρρικνώνει την κοινωνική συνοχή.

Επίσης δεν βοηθά η ηθικολογική προσέγγιση του φαινομένου της βίας με τις «απερίφραστες καταδίκες» των κάθε φορά εμφανιζόμενων βίαιων συμπεριφορών και την επίκληση των αξιών της δημοκρατίας και του ανθρωπισμού, όταν κόμματα και πολιτικό προσωπικό μεταχειρίζονται την ανθρώπινη οντότητα σε πραγματικό χρόνο ως λειτουργική παράμετρο των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων στο πλαίσιο του πολιτικού πραγματισμού και ενεργοποιούν το συναίσθημα για την εύκολη «χώνευση» των αυταπατών σε σχέση με το μέλλον.

Με αυτό τον τρόπο χάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών, όταν δεν είναι εφικτή η πραγματοποίηση των καλλιεργούμενων αυταπατών σε σχέση με την μελλοντική «ευημερία». Ιδιαιτέρως οι νέοι αναγκάζονται να απεμπολούν τα σχέδια τους για την ζωή τους στο μέλλον και αυτό είναι πολύ οδυνηρό για αυτούς. Ταυτοχρόνως χάνουν την εμπιστοσύνη τους όχι μόνο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και γενικότερα στους κοινωνικούς θεσμούς. Έτσι κι αλλιώς πολλοί και μάλιστα με υψηλού επιπέδου προσόντα, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν.

Ένα τμήμα αυτής της γενιάς αναζητά διεξόδους πέρα από τις παρεχόμενες δυνατότητες ενός κοινωνικού συστήματος, το οποίο διαπερνάται από την διαφθορά, χωρίς να διαφαίνεται επαρκώς η βούληση του πολιτικού συστήματος να συγκρουσθεί αποφασιστικά με τις κοινωνικές παθογένειες (π.χ. πελατειακό σύστημα, αδήλωτη εργασία, οικονομική διαφθορά κ.λ.π.), που το ίδιο εξέθρεψε με τις επιλογές του.

Είναι δε λυπηρό να διατυπώνονται «αισιόδοξοι» ισχυρισμοί για το μέλλον της χώρας από κόμματα, που διαχειρίσθηκαν κυβερνητική εξουσία και οδήγησαν τον τόπο στην βαθύτατη παρακμή, που βιώνει η κοινωνία, να διεκδικούν πάλι την ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης, χωρίς να καταθέτουν έναν ολοκληρωμένο, ρεαλιστικό πολιτικό σχεδιασμό, ο οποίος βγάζει την χώρα από την στασιμότητα, προσδίδει σύγχρονη δυναμική στην κοινωνία, ενώ αντιμετωπίζει με αποφασιστικότητα την διαφθορά.

Αυτή η αλήθεια δεν κοινοποιείται στους Έλληνες πολίτες, διότι θα «ξεβολέψει» πολλούς, με πιθανό επακόλουθο την δρομολόγηση κοινωνικών εντάσεων και πολιτικό κόστος για όσους τολμήσουν να «μιλήσουν καθαρά». Δυστυχώς η διαφθορά είναι δομικό στοιχείο της ελληνικής κοινωνίας και σε μεγάλο βαθμό οριοθετεί τις κοινωνικές σχέσεις και συναλλαγές.

Γι’ αυτό καταφεύγουν στις ωραιοποιήσεις της μελλοντικής πραγματικότητας και στην λογική της καταστολής της πολιτικής βίας, την οποία χρεώνουν στον αντίπαλο διεκδικητή της κυβερνητικής εξουσίας.

Δεν αντιμετωπίζουν τα γενεσιουργά της αίτια. Έτσι όμως αναπαράγεται το φαινόμενο στην προοπτική του χρόνου. Και αυτό δεν έχει θετικές επιπτώσεις στο κοινωνικό κλίμα, το οποίο στις μαζοποιημένες κοινωνίες μπορεί να ελέγχεται βραχυπρόθεσμα με εργαλείο την στοχευμένη μαζική επικοινωνία, μακροπρόθεσμα υποσκάπτονται όμως τα θεμέλια της κοινωνικής συνοχής και η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, ενώ σταδιακά παγιώνεται η αίσθηση της ύπαρξης ανομίας ως κοινωνικού υποστρώματος.

Η ελληνική πραγματικότητα το πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο.