Η εθνική γιορτή που απειλείται από τα γιουρούσια των κόκκινων και των μαύρων «αγανακτισμένων», γήπεδα που γίνονται πεδία μάχης, το αθηναϊκό κέντρο που καίγεται και βανδαλίζεται, διαχεόμενη εγκληματικότητα, σπείρες δημοσίων υπαλλήλων που κάνουν μπάζες ιδιοποιούμενες τους κρατικούς θεσμούς, η αριστερή ιδεολογική νομιμοποίηση και παρακίνηση στην «ανυπακοή» προς ένα κράτος υπό διάλυση, τα εγγόνια των ταγματασφαλιτών που κηρύσσουν από το Δίστομο αντιγερμανικό αγώνα, η δικαστική επιβεβαίωση των παρανομιών μεγαλοπαραγόντων του δημόσιου βίου. Η ανομία, η αύξουσα διάλυση του συντεταγμένου πολιτικού και κοινωνικού βίου, χτυπά όλο και πιο συχνά πλέον το καμπανάκι. Η κρίση διαβρώνει συστηματικά τη νομιμοποίηση του κράτους και τη συμβολική ενοποιητική λειτουργία του έθνους.
Εκ πρώτης όψεως οι ανησυχητικές αυτές δυναμικές εξηγούνται με το μέγεθος και τις επιπτώσεις της εθνικής κρίσης. Οι διαστάσεις όμως που προσλαμβάνουν δείχνει ότι κάτι σάπιο προϋπήρχε και δούλευε ως πρόβλημα ή έρπουσα παρακμή του «μεταπολιτευτικού δημοκρατικού κεκτημένου». Πολλά άλλωστε από τα ανωτέρω φαινόμενα είχαν ήδη εκδηλωθεί προ της κρίσης: από τη διάχυτη διαφθορά των «πάνω» και των «μεσαίων», από τον αντιδημοκρατικό λαϊκισμό που διέτρεχε τις πρακτικές όλων των πολιτικών παρατάξεων, ώς το μηδενιστικό καταστροφικό μένος του «νεοαναρχισμού» και των «μπαχαλάκηδων». Πώς η περίοδος της ομαλότερης λειτουργίας της Δημοκρατίας παρήγαγε και παράγει τέτοιες αντιδημοκρατικές ανομικές συμπεριφορές; Η συζήτηση είναι μεγάλη αλλά θα πρέπει να γίνει, σαν αναστοχασμός της μεταπολιτευτικής περιόδου και με επίγνωση του λεπτού και αντιφατικού χαρακτήρα της Δημοκρατίας. Οι δημοκρατικοί θεσμοί μπορεί να ενισχύουν καλές δημοκρατικές πρακτικές, εφόσον όμως μεσολαβεί μια ανάλογη πολιτική συμπεριφορά και ένα ανάλογο δημοκρατικό ήθος. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα αυτή η μεσολάβηση αποτυπώθηκε στη συμβίωση και στη διαπάλη αντίρροπων τάσεων και νοοτροπιών. Η δημοκρατική κουλτούρα, η ανεκτικότητα και ο ορθολογισμός ενισχύθηκαν από τη σταθεροποίηση της δημοκρατίας και την κοινωνική ανέλιξη. Ταυτόχρονα όμως συμπλέχτηκε με την κυρίαρχη πολιτικοκομματική πρακτική της δημαγωγίας και της συναλλαγής μεταξύ εξουσίας, ατόμων, οργανωμένων συμφερόντων και τοπικών κοινωνιών. Δημοκρατική κουλτούρα και εκδημοκρατισμός της πολιτικο-οικονομικής συναλλαγής συνυφάνθηκαν με διαβρωτικά αποτελέσματα για το κύρος του κράτους και των θεσμών. Ο «νέος πολιτισμός» του παγκοσμιοποιημένου χρηματιστικού καπιταλισμού ενίσχυσε τις παθογένειες κορυφώνοντας τον άκρατο καταναλωτισμό, τον «κτητικό ατομισμό» και τον μεταμοντέρνο ηδονισμό. Ετσι, η νεοαποκτηθείσα ευημερία αποκοβόταν βαθμιαία από τη δημιουργική εργασία και το υγιές κέρδος, ο καταναλωτισμός από την παραγωγή και ο ατομισμός από το δημόσιο συμφέρον. Οι ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές ήταν όλο και περισσότερο ανοιχτές τόσο στην προοπτική του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού όσο και της διάχυσης της κοινωνικής ανομίας και της διαφθοράς. Η συγκεχυμένη συμβίωση διατηρείτο όσο η ανάπτυξη και ο δανεισμός τροφοδοτούσαν όλες αυτές τις συνιστώσες της μεταπολιτευτικής κουλτούρας.
Η κρίση ανέτρεψε αυτή τη συνθήκη καθιστώντας τις αντίρροπες δυναμικές ανοιχτά συγκρουόμενες. Το κύρος του κράτους και το έθνος ως κοινότητα αλληλεγγύης δοκιμάζονται. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η δημοσκοπική προς το παρόν αποδόμηση του κομματικού συστήματος, καταλήγει να είναι σχεδόν επιφαινόμενο ευρύτερων και εν μέρει επικίνδυνων μεταβολών. Στην ουσία, αλλάζουν και κατά κανόνα φθείρονται βασικές συντεταγμένες της νομιμοποίησης της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.
Οι θεσμοί και το πνεύμα μιας εποχής καθορίζονται από την ιστορική εμπειρία και τα τραύματα που η χώρα θέλει να υπερβεί με τη νέα θέσμισή της. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα ήθελε να αφήσει πίσω τη δικτατορία και την «ελεγχόμενη» μετεμφυλιακή δημοκρατία των αποκλεισμών και των διακρίσεων. Στο νέο δημοκρατικό πλαίσιο οι τρεις ιστορικές παρατάξεις αλληλοαναγνωρίστηκαν ως πολιτικοί αντίπαλοι και όχι ως εχθροί. Η ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία σταθεροποίησε το σύστημα, η παραδοσιακή Αριστερά παρά την προσκόλλησή της στο σοβιετικό μοντέλο αναγνώρισε την αξία της δημοκρατίας, ενώ από την άλλη, η Ακροδεξιά ήταν απονομιμοποιημένη λόγω του αντιφασιστικού χαρακτήρα της Μεταπολίτευσης. Στα μυαλά των πολιτών και στις τεχνικές των δημοσκόπων, ο κομματικός ανταγωνισμός μπορούσε να αναπαρασταθεί σε έναν άξονα Αριστερά-Δεξιά. Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, αυτή η μεταπολιτευτική δημοκρατία δέχεται πολλαπλές επιθέσεις. Ο αριστερός και δεξιός εξτρεμισμός προσπαθεί να την εξομοιώσει με τη δικτατορία, η λαϊκιστική αντιπολιτική επιθετικότητα των απογοητευμένων πρώην πελατών του κομματικού κράτους, την υποβιβάζει σε «κλεπτοκρατία», η παραδοσιακή Αριστερά χωρίς πρόγραμμα και σχέδιο, σιγοντάρει την απονομιμοποίηση με τη ρητορική της ανυπακοής ή της «αντίστασης». Ο χώρος του κομματικού ανταγωνισμού μεταβάλλεται, μοιάζοντας όλο και περισσότερο με πέταλο, καθώς οι αντίθετοι εξτρεμισμοί συνυπάρχουν και συχνά επιτίθενται από κοινού σαν φαιοκόκκινο μέτωπο. Οι ιστορικές διαχωριστικές γραμμές και ευαισθησίες σβήνουν, τόσο ώστε ο κ. Καμμένος, άνετος, να μην αποκλείει τη συμμαχία του ακροδεξιού κόμματός του με το ΚΚΕ (!).
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, διδαγμένη από την περίοδο της «εθνικοφροσύνης», έπαψε να χρησιμοποιεί το Εθνος σαν μια υπερβατική συλλογικότητα στην οποία κάποια από τις επιμέρους παρατάξεις είχε ιδιαίτερα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και μπορούσε να αποκλείσει τους πολιτικούς αντιπάλους, θεωρώντας τους «προδότες» και «μιάσματα». Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, αναβιώνει με ευθύνη της παραδοσιακής Αριστεράς και της Ακροδεξιάς μια αποκρουστική νέα «εθνικοφροσύνη» που θέλει να αναγορεύσει και πάλι τους πολιτικούς αντιπάλους σε εχθρούς και όργανα «ξένων δυνάμεων».
Η μεταπολιτευτική Ελλάδα «κατασκεύασε» το πολιτικό υποκείμενο «κυρίαρχος Λαός» σε αντιδιαστολή με τη μετεμφυλιακή πραγματικότητα στην οποία εξωθεσμικά και εξωκοινοβουλευτικά κέντρα νέμονταν μέρος τουλάχιστον της εξουσίας. Μετά τη χούντα, ο «Λαός» ήταν ανώτερος από το σύνολο των ατόμων που τον αποτελούσαν, γιατί η ίδια η συγκρότησή του ταυτιζόταν με τη Δημοκρατία και το γενικό συμφέρον. Ο λαϊκισμός αργότερα μετέτρεψε τον κυρίαρχο λαό σε πρόσχημα για τη νομιμοποίηση ποικίλων ιδιωτικών και συντεχνιακών συμφερόντων εις βάρος του γενικού. Στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, αυτός ο ιδιωτικοποιημένος λαός, που κατακερματίστηκε πριν συντεχνιακά, σκορπίζεται πολιτικοκομματικά, μέσα στη σύγχυση που έχει προκαλέσει η απότομη οικονομική πτώση. Αναζητά αλαφιασμένος τον δρόμο της εθνικής ανασυγκρότησης, αναζητά δηλαδή μια νέα σχέση του ατομικού με το γενικό συμφέρον έτσι ώστε να ανασυσταθεί και ο ίδιος ως Λαός αντί της «αγανακτισμένης» μάζας.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης, η γεωπολιτική θέση της χώρας και ο πολιτισμός της Δημοκρατίας γίνονται και πάλι διακύβευμα που χωρίζει τις κομματικές δυνάμεις. Το «μεταπολιτευτικό δημοκρατικό κεκτημένο» έχει διαβρωθεί από τις δικές του αντιφάσεις, και τις επιθέσεις που δέχεται από δυνάμεις και συμπεριφορές που κινούνται πλέον εκτός αυτού του πλαισίου. Κατά τούτο, οι αναταράξεις στο κομματικό σύστημα αντανακλούν ευρύτερες μεταβολές με επικίνδυνες ενδεχομένως απολήξεις. Μπροστά στις εκλογές, το τόξο των πολιτικών δυνάμεων από τη φιλοευρωπαϊκή Δεξιά ώς τη δημοκρατική Αριστερά, τόξο που πρεσβεύει την ανασυγκρότηση της χώρας μέσα στην Ευρώπη και το ευρώ, έχει δύσκολο έργο. Δεν είναι εύκολο να καταστρώσεις μια εθνική πρόταση ανασυγκρότησης που να αντιμετωπίζει την κρίση και να αποκαθιστά την αξιοπρέπεια της χώρας στην Ευρώπη η οποία συγκροτείται πλέον πολιτικά αλλά όχι ακόμα δημοκρατικά. Ούτε είναι εύκολο να διασώσεις το «μεταπολιτευτικό δημοκρατικό κεκτημένο» ανανεώνοντάς το μέσα από τον αυτοκριτικό αναστοχασμό, πόσω μάλλον να επαναξιοδοτήσεις τη δημοκρατία ώστε να περιλάβει υλικά και ηθικά τις νεότερες ηλικίες.
Η ελπίδα είναι ότι το τόξο αυτό που εκφράζει μια ικανή πολιτικοκοινωνική πλειοψηφία και ενστερνίζεται τον ευρωπαϊκό δρόμο, θα συνειδητοποιήσει το ιστορικό διακύβευμα και θα θελήσει να περιφρουρήσει τον συντεταγμένο δημοκρατικό βίο που κατακτήθηκε, καθώς η κρίση παράγει πλέον περίεργα φρούτα εποχής.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου