Πριν από μια δεκαετία είχε ξεσπάσει σάλος στη Μεγάλη Βρετανία όταν το BBC, το κρατικό τηλεοπτικό κανάλι, είχε κατηγορήσει τον τότε πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ ότι είχε παραπλανήσει το Κοινοβούλιο σχετικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ. Το γραφείο του πρωθυπουργού ζήτησε να υπάρξει επίσημη συγγνώμη και το BBC απάντησε ότι δεν είχε να απολογηθεί για τίποτα!
Μπορούμε άραγε να φανταστούμε κάτι ανάλογο στην Ελλάδα; Τον πρόεδρο της ΕΡΤ για παράδειγμα να απαντά στον κ. Κεδίκογλου να κοιτάζει τη δουλειά του; Αστεία πράγματα. Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, η ΕΡΤ σε όλη τη διαδρομή της ήταν λίγο ή πολύ κυβερνητική. Και αν μη τι άλλο, με τη σημερινή κυβέρνηση έχουν γίνει βήματα προς τα πίσω καθώς και αυτές οι στοιχειώδεις διαδικασίες προστασίας της ανεξαρτησίας της -όπως ο διορισμός του προέδρου της με διεθνή διαγωνισμό- καταπατούνται. Οσο κι αν δεν ταιριάζει σε ένα προοδευτικό ιδεολογικό σχήμα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το άνοιγμα της τηλεοπτικής ενημέρωσης, με όλα τα αρνητικά του, οφείλεται κυρίως στην ιδιωτική τηλεόραση.
Η ιστορία με το BBC ωστόσο έχει και συνέχεια. Λίγες ημέρες μετά τη μετάδοση του ρεπορτάζ, η βασική πηγή στην οποία στηρίχθηκε η κριτική προς τον κ. Μπλερ, μην αντέχοντας την πίεση, αυτοκτόνησε. Παρενέβη η Δικαιοσύνη και ανώτατος δικαστικός ανέλαβε να διερευνήσει την υπόθεση. Το πόρισμά του ήταν καταπέλτης σε βάρος του BBC. Μέσα σε 24 ώρες πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος παραιτήθηκαν!
Είναι γνωστό ότι συχνά τα φαινόμενα απατούν. Και πίσω από τον θρίαμβο της ανεξαρτησίας κρυβόταν κακή δημοσιογραφία. Γιατί βέβαια η δημοσιογραφική ανεξαρτησία είναι αναγκαία συνθήκη για την αξιοπιστία και την αμεροληψία των ειδήσεων αλλά από μόνη της δεν επαρκεί.
Το θέμα προφανώς μας αφορά. Γιατί αυτή τη στιγμή στον τομέα της (τηλεοπτικής) ενημέρωσης μοιάζει να είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα δίπολο. Από τη μία πλευρά είναι η ιδιωτική τηλεόραση η οποία, πάλι με εξαιρέσεις, έχει έναν μονοσήμαντα καταγγελτικό λόγο. Μπορεί να λέει ο κ. Τσίπρας ότι παράγει προπαγάνδα, η αλήθεια όμως είναι ότι πολύ περισσότερο παράγει και αναπαράγει τον λαϊκισμό.
Και από την άλλη πλευρά, έχουμε την κρατική τηλεόραση, η οποία στην πραγματικότητα δεν ξέρει τι θέλει. Με άνισα προγράμματα και εκπομπές στην καλύτερη περίπτωση διασώζει την αξιοπρέπειά της, συχνά ωστόσο πέφτει στην αδιαφορία ή και την ανυποληψία.
Για μια τέτοια ΕΡΤ δεν αξίζει να πληρώνουμε. Ούτε καν για κυβερνητική προπαγάνδα δεν κάνει. Πολύ περισσότερο που το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων της συντηρεί απλώς έναν πολυδάπανο οργανισμό, ο οποίος έχει παραιτηθεί και από τον όποιο πολιτιστικό του ρόλο. Με εξαίρεση δυο τρεις καλές ξένες σειρές -κι αυτές όμως με χαμηλή τηλεθέαση- η ΕΡΤ ουσιαστικά δεν έχει δικό της ψυχαγωγικό πρόγραμμα.
Να μείνει λοιπόν ή να κλείσει; Είναι φανερό πώς για να δικαιολογεί τα χρήματα των Ελλήνων χρειάζεται μια επώδυνη εσωτερική επανάσταση. Καταρχήν στην κουλτούρα της με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της αποστολής της. Δεν έχουμε ανάγκη ούτε από άλλο ένα ιδιωτικό κανάλι αλλά ούτε και από ένα κανάλι διακομματικής ορθότητας και ισορροπιών. Μπορεί να ανταγωνιστεί -χωρίς να αντιγράψει- την ιδιωτική τηλεόραση η ΕΡΤ; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη.
Παράλληλα όμως η ΕΡΤ χρειάζεται μια επανάσταση στο «μάνατζμεντ». Πρωτίστως για την ορθολογική της οργάνωση και τον περιορισμό της σπατάλης. Εξίσου όμως για την αξιοποίηση ενός δυναμικού που πηγαίνει χαμένο μπλεγμένο στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, ενός ξεπερασμένου συνδικαλισμού και της αναξιοκρατίας!