Μπορεί την «αλλαγή» να την διεκδικεί το ΚΙΝΑΛ ως πολιτικό brand, αλλά η πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση την έφερε ως de facto νέα κατάσταση που τώρα πρέπει να την αναλύσουμε, να την εκτιμήσουμε και να χαράξουμε τα όρια των προσδοκιών ανάλογα με την πολιτική και (μακάρι) ιδεολογική τοποθέτησή μας. Ας ρίξουμε, λοιπόν μια πρώτη εποπτική ματιά στη νέα κατάσταση, με μάτι όσο το δυνατόν πιο ουδέτερο.
- Γιατί «νέα κατάσταση» και όχι απλώς «νέα κυβέρνηση»;
Δεν είναι τυχαία η προτεινόμενη διάκριση. Όπως φαίνεται οι εκλογές του προσεχούς Ιουνίου θα φέρουν στην εξουσία νέα κυβέρνηση που δεν θα ανήκει στο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα. Έχω πολλούς λόγους να υποστηρίζω ότι η κυβέρνηση του Τσίπρα αποτέλεσε επικίνδυνη ανωμαλία του πολιτικού μας συστήματος που καλό είναι να την ξεπεράσουμε ως παροδική δοκιμασία της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας, τα ίχνη της οποίας θα πρέπει να σβύσουμε το συντομότερο δυνατόν. Παρά τον υφέρποντα λαϊκισμό σε όλο το κομματικό σύστημα μετά την μεταπολίτευση, ο Τσίπρας δοκίμασε για ολόκληρη πενταετία και για πρώτη φορά ολοκληρωμένη εκδοχή λαϊκισμού: Δίχασε το κοινωνικό σώμα σε «από εδώ» και «από εκεί», με αποκορύφωση το δόγμα «ότι διοικούν οι πολλοί και υπακούουν οι λίγοι». Η τελευταία αυτή δογματική διακήρυξη πλήττει ακριβώς τον πυρήνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας που είναι ο ίσος σεβασμός των μειοψηφιών, δηλαδή η μη έκπτωσή τους σε θέση υπηκόου κάποιας πληθυσμιακής δεσποτείας.
Η κυβέρνηση υπονόμευσε και εκφύλισε τον βασικό θεσμό του κράτους δικαίου, δηλαδή το δικαστικό σύστημα, οργανώνοντας αδιαφανές δίκτυο επιρροής της μέσα από την αξιοποίηση ενός διδύμου δικαστικού φατριασμού, δηλαδή της συνέργειας μιας πρώτης συνδικαλίστριας και μετέπειτα επίλεκτης του καθεστώτος προέδρου του Αρείου Πάγου και του γνωστού συνωμότη Υπουργού που ευλόγως αποκαλείται Ρασπούτιν χάριν χαριεντισμού.
Ισοπέδωσε την δημόσια εκπαίδευση στριμώχνοντάς την σε ένα πρωτοφανές για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μετριοκρατικό καλούπι. Ένα καλούπι για πολίτες ανίκανους για κριτική αντίληψη κυρίως της πολιτικής πραγματικότητας και ως εκ τούτου εύκολα θύματα ενός ολοκληρωτικού κρατισμού, φανερού η συγκεκαλυμμένου.
Καλλιέργησε συστηματικά την πελατειακή σχέση τη πολιτικής εξουσίας με την Δημόσια Διοίκηση και στήριξε όλους τους θεσμούς και τις πρακτικές που την μετατρέπουν από υπηρέτη του δημόσιου συμφέροντος, σε στυγνό όργανο κομματοκρατίας.
Στρέβλωσε τις διεθνείς μας σχέσεις με δύο διαβολικής εμπνεύσεως τρόπους: Πρώτο, μετέτρεψε το «Μακεδονικό Ζήτημα» σε παράγοντα εσωτερικού διχασμού, ενώ η φυσική του σημασία ήταν (και είναι) ότι προσφέρονταν ως πεδίου άσκησης εθνικής εξωτερικής πολιτικής με προβλεπόμενη καλλίτερη προοπτική υπό τις ίδιες συνθήκες. Δεύτερο, αναπροσανατόλισε την εξωτερική πολιτική μας από το πλαίσιο της συλλογικής Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης συμφερόντων, σε επαναφορά της νεοϊμπεριαλιστικής πρόσδεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Τράμπ.
Μετέτρεψε την οικονομική πολιτική από εργαλείο ανάπτυξης και προόδου σε λογιστικό δημοσιονομικό παιχνίδι που συγκαλύπτει την στρέβλωση της κοινωνικής πολιτικής σε πολιτική μποναμάδων εξαγοράς ψήφων. Η λογιστική των πλεονασμάτων εξαντλήθηκε εκεί σε βάρος της ενεργοποίησης του επενδυτικού πολλαπλασιαστή που έχει ανάγκη η καθημαγμένη χώρα μας.
Άφησε το προσφυγικό ζήτημα να εκφυλιστεί σε παράγοντα διαμόρφωσης ρατσιστικών και ξενοφοβικών συμπεριφορών, ρίχνοντας έτσι νερό στον μύλο του ακροδεξιού ολοκληρωτισμού.
Εκφύλισε το Κοινοβούλιο από βήμα πολιτικής ζύμωσης σε στρατευμένο τάγμα παζαριού θέσεων υπερβαίνοντας κάθε ιδεολογικό όριο. Κατέστησε το κίνητρο της καρέκλας σε ύπατο σχήμα πολιτικής συμπεριφοράς: Για τους δικούς μας να μείνουμε όσο το δυνατόν στις πολυθρόνες της Βουλής και για το αναγκαίους αλλοδαπούς μια καρέκλα στα έδρανα της κυβέρνησης, ανεξάρτητα αν είναι ακροδεξιοί, δεξιοί ή άλλης μυστηριώδους πολιτικής φυλής. Τέτοιο εξευτελισμό του ρόλου της Βουλής είχαμε να δούμε από την εποχή της Χουντικής Συμβουλευτική επιτροπή Νομοθετικής Εργασίας.
Και τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, συνεχίζοντας με άλλους τρόπους το «αντιμνημονιακό» φανατισμό, υπονόμευσε συστηματικό τον ευρωπαϊσμό στην πατρίδα μας, ενώ συγχρόνως, αρνούμενος την «ιδιοκτησία» των μνημονίων, συσκότισε πλήρως το δομικό πρόβλημα της χρεοκοπίας, στρέφοντας τις καχυποψίες του λαού σε φαντασιακές ερμηνείες του πολιτικού προβλήματος.
Ιδού, λοιπόν, γιατί οι προσεχείς εκλογές θα αλλάξουν μια κατάσταση και δεν θα οδηγήσουν απλώς σε αλλαγή κάποιας κυβέρνησης.
- Η νέα κατάσταση απαιτεί ευρείες συναινέσεις αλλά και διακριτούς πολιτικούς ρόλους.
Η νέα πολιτική κατάσταση που θα προκύψει με τις αναμενόμενες εκλογές θα έχει εκ των πραγμάτων το εξής θεμελιώδες χαρακτηριστικό: Η κυβέρνηση που θα προκύψει κατά πάσα πιθανότητα θα είναι κυβέρνηση κεντροδεξιάς εκδοχής Κυριάκου Μητσοτάκη. Τα προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει προγραμματικά θα ανήκουν σε δύο κατηγορίες: Άμεσα, που απαιτούν άμεση έως βραχυπρόθεσμη λύση, και δομικά που από τη φύση τους απαιτούν λύσεις με μακροπρόθεσμη συνέχεια. Ασφαλώς υπάρχει κάποια συσχέτιση των μεν με τα δε, αλλά σημασία έχει ότι τα δομικά προβλήματα είναι εκείνα των οποίων η λύση θα ορίσει τελικά το αποτέλεσμα της όποιας στρατηγικής για την υπέρβαση της χρεοκοπίας.
Δεν θα απαριθμήσω εδώ τα κατά γενική ομολογία δομικά προβλήματα της χώρας για λόγους οικονομίας λόγου. Θα επιμείνω, όμως, στην αναπόφευκτη ανάγκη μακροπρόθεσμων στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους, πράγμα που καθιστά αναγκαία την επίτευξη ευρύτερων συναινέσεων, που με την σειρά τους, χρειάζονται για να διασφαλιστεί η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων ανεξάρτητα από κυβερνητικές αλλαγές μέχρι των εδραίωση των λύσεων..
Οι συναινέσεις, όμως, σε μια πλουραλιστική δημοκρατία, δεν πρέπει να συγκαλύπτουν τον πραγματικό ιδεολογικό και πολιτικό πλουραλισμό που είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την φιλελεύθερη δημοκρατία. Αλλού έχω υποστηρίξει, ότι ο πολυσυλλεκτισμός των κομμάτων υπονομεύει την φιλελεύθερη δημοκρατία. Προφανώς, η συνεργασία πολιτικών κομμάτων με διαφανή προγραμματική συμφωνία, κάνει το αντίθετο: Δίνει θετική ζωή στην ποικιλία των πολιτικών θεωρήσεων, ξεκαθαρίζει τα εμπλεκόμενα συμφέροντα στην καθημερινή κοινωνική και οικονομική ζωή της δημοκρατίας, και επιτρέπει την ομαλή εναλλαγή στην εξουσία χωρίς διακινδύνευση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων και φιλοδοξιών της κοινωνίας των πολιτών.
Και για να έλθουμε, τώρα, στην δική μας πραγματικότητα, θα επιχειρήσω ένα λογικό άλμα από τις γενικότητες της προηγούμενης παραγράφου, σε πρακτικά συμπεράσματα.
Για ιστορικούς λόγους, το πολιτικό μας σύστημα έμεινε για πολλές γενιές ανολοκλήρωτο, σε σχέση με την δομή των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Δεν ανάπτυξε αξιόλογο σοσιαλιστικό κόμμα. Η αναπαραγόμενη πόλωση Δεξιάς-Αριστεράς μετά τον Εμφύλιο οδήγησε σε πολυσυλλεκτικά κόμματα στην Αριστερή και Κεντρώα ζώνη του πολιτικού φάσματος, μέσα σε μια συγκινησιακή αχλή του κομμουνιστικού μύθου για την Αντίσταση. Τελικά, η συγκολλητική ουσία για τον αριστερό πολυσυλλεκτισμό αποδείχτηκε ο λαϊκισμός. Η δεξιά, με τη σειρά της, αμύνθηκε στα θέλγητρα του αριστερού λαϊκισμού με την υιοθέτησή του στην δική της εκδοχή και έτσι καταλήξαμε στο πολιτικό σύστημα που μας οδήγησε ευθύγραμμα περίπου στη χρεοκοπία.
Γιαυτό έχει μεγάλη σημασία τώρα, στην «νέα κατάσταση» να διαμορφωθεί επιτέλους ένα αυτόνομο και ολοκληρωμένο σοσιαλδημοκρατικό σχήμα, ικανό να φράξει από τα αριστερά τις πύλες διείσδυσης του αριστερού λαϊκισμού. Δεν μου πέφτει λόγος, αλλά κάτι ανάλογο οφείλει να κάνει και η ΝΔ. για να φράξει τις τρύπες από τα δεξιά. Δικό της πρόβλημα, αλλά και πρόβλημα ολόκληρου του δημοκρατικού μας συστήματος.
Εύχομαι το ΚΙΝΑΛ να αποδειχτεί ικανό και πρόσφορο για να αναλάβει αυτόν τον σπουδαίο ρόλο και να τον αξιοποιήσει στο άμεσο μέλλον για μια σαφή ταυτότητα, σε όποια πρόκληση για ευρύτερες συναινέσεις προς σωτηρία της φιλελεύθερης δημοκρατίας μας. Φτηνά τη γλυτώσαμε από το σύμμικτον είδος και αποφώλιον τέρας των συμμίκτως οπαδών του Άρη Βελουχιώτη, του Προέδρου Τράμπ, του θρυλικού Τραμπάκουλα, του Πούτιν και του «καθαρού λαού». Να μην την ξαναπάθουμε!