Άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε με ντροπαλή αμηχανία, όλο και περισσότερο η αρθρογραφία για την προοπτική της Κεντροαριστεράς (επιμένω να προτιμώ τον όρο «σοσιαλδημοκρατία που κάποια στιγμή οφείλω να αιτιολογήσω) αναδεικνύει ως καίρια την ανάγκη ν’ αποκτήσει την πρέπουσα ηγεσία της η υπό διαμόρφωση παράταξη. Γενικά, αλλά κυρίως στην χώρα μας, οι συλλογικές ηγεσίες από μόνες του δεν πείθουν ούτε τραβούν την προσοχή στις πολιτικές εκστρατείες. Μπορεί οι «58» να είναι ηγετικά στελέχη της κοινωνίας μας, αλλά «ηγέτης» για την παράταξη δεν μπορεί να είναι. Όσο πιο γρήγορα αντιμετωπιστεί ευθέως και αποτελεσματικά το ζήτημα αυτό, τόσο πιο γρήγορα θα προχωρήσουν οι συσπειρώσεις γύρω από την αρχική πρωτοβουλία ή τις όποιες μετεξελίξεις.
Εκ παραδόσεως στη Ελλάδα, οι πολιτικές ηγεσίες είτε αναδεικνύονται ή βαπτίζονται. Τι είναι προτιμότερο προκύπτει από τις εκάστοτε συνθήκες. Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό, αλλά εξόχως πρακτικό. Σε εμας υπάρχει μια μακρά παράδοση ανάδειξης, αλλά και σποραδικά σημαντικά παραδείγματα βαπτίσματος. Οι βαπτίσεις είναι συνήθως βραχύβιες αλλά και εκ γενετής στρεβλές, αφού υπακούουν την ύπαρξη κάποιων «νονών» που κρύβονται μεταμφιεσμένοι σε κάποια συλλογικά όργανα. Άλλες φορές οι βαπτίσεις προκύπτουν ως μετακλήσεις «σωτήρων» και άλλες φορές απεικονίζουν νεποτισμούς. Καμία από τις τρεις παραλλαγές δεν ταιριάζει στην περίπτωσή μας. Η Σοσιαλδημοκρατία που, εδώ που τα λέμε, για πρώτη φορά εμφανίζεται ως ενδιαφέρουσα προοπτική σήμερα στον τόπο μας, οφείλει να διαλέξει σύντομα την διαδικασία που της ταιριάζει και, φυσικά, η διαδικασία αυτή είναι να αναδείξει τον ηγέτη της και όχι να βαπτίσει τον οποιονδήποτε. Προφανώς η διαδικασία πρέπει να υπακούει σε κάποιους διαφανείς κανόνες ανάδειξης και όχι βάπτισης. Πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Κατά πρώτο, οφείλουμε να μελετήσουμε προσεκτικά τις πρακτικές και τα συστήματα που εφαρμόστηκαν στο πεδίο αυτό, τουλάχιστο μετά την μεταπολίτευση. Να αποκλείσουμε την επανάληψη των τυχόν λαθών και να επιλέξουμε τέλος την καλλίτερη λύση. Η τρέχουσα πραγματικότητα, ευτυχώς ή δυστυχώς, διευκολύνει πολύ την αναζήτησή μας. Η αποδεδειγμένη αδυναμία του προβεβλημένου πολιτικού προσωπικού, που έλκει την προβολή τους από τις διαδικασίας του παρελθόντος (λ.χ. κομματικός σωλήνας), να προβλέψει και κυρίως να αποτρέψει την δημοσιονομική κρίση, εκμηδένισε την όποια απήχηση είχαν στο εκλογικό σώμα. Αναμφίβολα μαζί με τα ξερά έχουν καεί και πολλά χλωρά πολιτικά στελέχη, αλλά «έτσι είναι η ζωή». Η κατάσταση αυτή κάνει εξαιρετικά δύσκολη την ανάδειξη νέων ηγεσιών που προφανώς σπάνια προέρχονται από παρθενογένεση. Το δυστύχημα είναι, ότι σε αυτά τα τέσσερα χρόνια της κρίσης, δεν βρέθηκε κανένα από τα επώνυμα στελέχη ικανό να αρθρώσει πειστικό πρόγραμμα για το μέλλον ώστε τουλάχιστο να εκμεταλλευτεί το ευεργέτημα της εκ των υστέρων γνώσης. Γέμισε η πολιτική αγορά με αρχηγούς και αρχηγίσκους που γενικολογούν και περισσότερο σκοτίζουν την ατμόσφαιρα παρά την λαμπικάρουν. Η μόνη ιστορική για την παράταξη προσωπικότητα που θα μπορούσε να αρθρώσει (και αρθρώνει) μεστό πολιτικό λόγο και κυρίως να προβάλει συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα, ο Κώστας Σημίτης, διάλεξε από μόνος του να απόσχει από κάθε διεκδίκηση ηγεσίας. Μιλάει μόνο, κατά κανόνα σοφά, αλλά οι λόγοι δεν υποκαθιστούν την δυναμική που απαιτείται για την ανάδειξη του ηγέτη που έχει ανάγκη η παράταξη. Τα υπόλοιπα επώνυμα στελέχη του χώρου επέλεξαν, με πλήρη ευθύνη τους, να γίνουν αρχηγοί γκρουπούσκουλων που περισσότερο μοιάζουν να αγωνίζονται για την επαναφορά τους σε παλιές θέσεις πολιτικής δόξας, παρά να κηρύξουν το ενωτικό μήνυμα που χρειάζεται η παράταξη για να συσπειρωθεί σε πανστρατιά. Τι μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς; Ίσως ένα θαύμα της τελευταίας στιγμής;
Η ομάδα των 58, είτε το ήθελε είτε όχι, κατ’ ανάγκη πρέπει να δώσει παραγωγικές ιδέες και στο ζήτημα αυτό. Ως ομάδα, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αναγκαία ηγεσία, αλλά και τα μέλη της ξεχωριστά είναι κυρίως ηγετικές προσωπικότητες σε άλλους τομείς της κοινωνίας και όχι την πολιτική αρένα. ‘Αλώστε, πολλοί από αυτούς στο παρελθόν μάλλον έτεινα προς μια α-πολιτική θέση, συνήθως με το πρόσχημα του μη κομματισμού τους. Αλλά, κανένας δεν αναδείχνεται ηγέτης πολιτικής παράταξης αν δεν έχει «βρωμίσει» τα χέρια του σε διαδικασίες πολιτικής εξουσίας, τοπικής ή εθνικής. Αν δεν μπορούν να αναδείξουν από μέσα τους τον ηγέτη που χρειαζόμαστε, εν τούτοις, μπορούν και οφείλουν να ενεργοποιήσουν διαδικασίες για την ανάδειξή του. Και αυτό πρέπει να το κάνουν γρήγορα εκτός αν εκτιμούν ότι πρέπει να περιμένουν για την τελική φάση της κάθαρσης, δηλαδή την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία για να φωτιστεί μια και δια παντός η αδυναμία των εθνικολαϊκιστικών δυνάμεων να δώσουν λύση μέσα στα όρια του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Γιατί, ας μη κρυβόμαστε, ακούγεται και η άποψη αυτή στους χώρους όπου κινούμαστε. Μόνο που πρέπει να ξέρουν, όσοι θέλγονται από μια τέτοια προοπτική, ότι η ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού διδάσκει ότι την αποτυχία των εθνικολαϊκιστικών κυβερνήσεων διαδέχονται κατά κανόνα εξαιρετικά συντηρητικές κυβερνήσεις ή πολιτική ανωμαλία.
Πώς μπορούν οι 58 να εκμαιεύσουν την ανάδειξη «ηγέτη» ή έστω ηγετικής ομάδας της παράταξης; Δεν είναι άπειροι οι τρόποι που προσφέρονται. Σκέφτομαι πρόχειρα ότι κατά πρώτο χρειάζεται πύκνωση των ευκαιριών ανάδειξης προσωπικοτήτων. Τέτοιες ευκαιρίες δίνουν οι συνδιασκέψεις, τα συνέδρια, τα καλά συγκροτημένα ερωτηματολόγια και άλλες τέτοιες ή παραπλήσιες μέθοδοι που δημιουργούν ένα πολιτισμένο βήμα πολιτικής έκφρασης. Καταλαβαίνω ότι ο χρόνος πιέζει. Η απάντησή μου σε αυτό είναι «ας πιέσουμε κι εμείς τον χρόνο». Ας μη ξεχνάμε ότι τελικά η προσπάθεια θα κριθεί από το αποτέλεσμα και όχι από την όποια δικαιολογία της αποτυχίας της. Άπαξ και οι 58 μπήκαν οικειοθελώς στο πολιτικό παιχνίδι, έχουν ηθική υποχρέωση να το παίξουν με «επαγγελματική» επάρκεια.