Βάλουμε σε λάθος στόχο: Μας ξεφεύγει ο Λαϊκισμός?

Κώστας Σοφούλης 09 Οκτ 2018

Εισάγοντας το ζήτημα

Στη σημερινή συγκυρία, αδιάλλακτος κοινός στόχος των δημοκρατών ανεξάρτητα από πολιτική παράταξη, πρέπει να είναι ο λαϊκισμός όπου κι αν παρασιτεί. Η κριτική  στην Αριστερά ή η Δεξιά, ανάλογα με την ιδεολογική βάση της θεμιτής κριτικής μας είναι σημαντικότατη, αλλά, σήμερα, έρχεται σε δεύτερο επίπεδο πολιτικής σημασίας. Διότι τόσο η Αριστερά όσο και η (δημοκρατική, πάντα) Δεξιά απειλούνται από τον ίδιο εκφυλιστικό ιό, δηλαδή τον λαϊκισμό. Αυτή την άποψη θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω, αρχίζοντας με  αυτό το πρώτο κείμενο και υποσχόμενος συνέχεια. Στο το τέλος ελπίζω να έχω πείσει ότι ο λαϊκισμός είναι η μεγαλύτερη σήμερα απειλή για την κοινωνία και τις νεωτερικές κατακτήσεις της. Η αδιαλλαξία της αντιπαράθεσης Δεξιάς και Αριστεράς, αντίθετα,  διαμορφώνει, κατά την άποψή μου, εσφαλμένους στόχους σε αυτή την Ιστορική περίοδο που άγουμε. Θολώνει, εν τέλει,  τον ουσιαστικό ιδεολογικό και πολιτικό ανταγωνισμό των δυο ζωνών του πολιτικού φάσματος για την κατάκτηση της καρδιάς του εκλογικού σώματος όπως το απαιτεί η λειτουργία της δημοκρατίας.

Οι καθ’ οιονδήποτε τρόπο νοούμενες παρατάξεις της Δεξιάς και Αριστεράς  είναι φυσιολογικά συστατικά στοιχεία της πλουραλιστικής δημοκρατίας.   Με την λογική αυτή, η φιλελεύθερη δημοκρατική Αριστερά, ως ισχυρό αντίδοτο στους κάθε απόχρωσης  λαϊκισμούς, είναι αναγκαίος εταίρος σε μια πλουραλιστική κοινωνία επειδή ο κοινωνικός και πολιτικός πλουραλισμός θεμελιώνεται ακριβώς πάνω στις αξίες του φιλελευθερισμού. Φιλελευθερισμός χωρίς πλουραλισμό είναι πιλάφι χωρίς ρύζι.

Η φιλελεύθερη πλατφόρμα είναι αναγκαίος όρος για την διασφάλιση της δυνατότητας πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς στις σύγχρονες Δημοκρατίες. Οι φιλελεύθερες αξίες είναι το κοινό θεμέλιο όλων των δημοκρατών. Ο λαϊκισμός, αντίθετα, κονιορτοποιεί την διαλεκτική βάση της δημοκρατίας και γιαυτό είναι σήμερα ο βασικός εχθρός της.  Σε όποιον συνδυασμό κι αν φανταστούμε στο παιχνίδι της δημοκρατικής διακυβέρνησης, η φιλελεύθερη Αριστερά θα είναι πάντοτε η κύρια πολιτική δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί χωρίς επιφυλάξεις τον απροϋπόθετο Ανθρωπισμό, ιδιαίτερα σε δύσκολες μεταβατικές ιστορικές περιόδους σαν αυτή που διανύουμε. Αλλά και η φιλελεύθερη Δεξιά, αν καταφέρει και αυτοπροστατευθεί από τα λαϊκίστικα παράσιτά της, χωράει άνετα στο παιχνίδι της εναλλαγής στην εξουσία που, ασφαλώς, είναι θεμελιώδης εγγύηση για την επιβίωση της Δημοκρατίας. Το παιχνίδι της δημοκρατίας δεν χωρά ολοκληρωτικά συνθήματα όπως «η εμείς και ποτέ εσείς». Το μόνο σύνθημα που ανέχεται είναι  «πότε εμείς και άλλοτε εσείς καθώς και κάποιες φορές και οι δύο μαζί ενδεχομένως» όταν υπάρχει ανάγκη. Υπό την έννοια αυτή, ο πραγματικός εχθρός της Δημοκρατίας σήμερα είναι ο λαϊκισμός και όχι κάποια από τις ποικίλες αποχρώσεις του φιλελευθερισμού. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, τα μηνύματα των καιρών αντί να αναλωνόμαστε σε ξεπερασμένες ήδη αδιάλλακτες, μανιχαϊστικές  και, ως εκ τούτου, αδιέξοδες πολεμικές.

Η κατάσταση σήμερα

Μετά την κατάρρευση της τελευταίας ολοκληρωτικής ουτοπίας, δηλαδή του σοβιετικού κομμουνισμού, θα είμαστε ανόητοι αν, επί τέλους, δεν έχουμε καταλάβει ότι κανένας ολοκληρωτισμός δεν μπορεί στο εξής να αποτελέσει λογική καν συνταγή ανθρώπινης ευημερίας και αξιοπρεπούς ζωής. Δεν στέκεται ούτε ως φανταστική ουτοπία.  Μένουν, τώρα, ίσως μόνο οι θρησκείες που υπόσχονται την τελική ευτυχία, με υπερβατικό άλμα πέρα από την «κατάσταση του Ανθρώπου». Αλλά και αυτές ακόμη, στις μέρες μας, έχουν στη πλειονότητά τους, εν μέρει τουλάχιστο, δεχτεί τις αρχές μιας Ανθρώπινης έστω και προσωρινής επίγειας ζωής. Έτσι, στη πραγματικότητα απομένουν  μόνο ορισμένες κλειστές ψυχωτικές σέκτες, όπως για παράδειγμα ο τζιχαντικός Ισλαμισμός, να επιμένουν στην απάνθρωπη θεώρηση μιας συνολικής θυσίας των ανθρώπων, στο όνομα μιας διπλής βασιλείας της μοναδικής Αλήθειας, τόσο στο κόσμο των ζωντανών όσο και στον κόσμο των ουρανών που και αυτή, όμως, προορίζεται μόνο για τους πιστούς. Ο παράδεισος των ολοκληρωτικών δεν μπορεί ούτε κατά φαντασία να είναι οικουμενικός.

Ώστε, λοιπόν, μόνο οι Τζιχαντιστές έμειναν για να θυσιάζουν τους ανθρώπους έναν-ένα στο όνομα της σωτηρίας μιας ολόκληρης μελλοντικής Πανανθρώπινης «ούμα» που δεν έχει μήτε σάρκα ούτε οστά;

Δυστυχώς, δεν είναι αυτή ολόκληρη η αλήθεια. Το τζιχαντικό πολιτικό Ισλάμ, δυστυχώς έχει αποκτήσει το Δυτικό αντικαθρέφτισμά του, στο πρόσωπο του λαϊκισμού που τώρα παρασιτεί τόσο στην Δεξιά (που ήταν ο ιστορικός ξενιστής της ανέκαθεν) όσο και στο κομμάτι της Αριστεράς που απαλλάχτηκε από το αυστηρό δόγμα της ταξικής σύγκρουσης για να ανακαλύψει μια νέα πηγή ιστορικής αριστείας, δηλαδή  τον φαντασιακό «Λαό/Μάζα» και την προβαλλόμενη ανθρωπομορφική πολιτική συγκρότηση του κατά το σχήμα του λαϊκισμού προς χάρη της «ευτυχίας» του. Την ίδια στιγμή – και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο- ο Λαϊκισμός, με απατηλή παραλλαγή χρώματος σαν τον χαμαιλέοντα, προσκολλήθηκε και στην  παραδοσιακή Δεξιά που, άλλωστε, ήταν γνώριμος από παλιά ξενιστής που την οδήγησε, εμβληματικά, στην τραγική εκτροπή του Ναζισμού. Εκεί, σήμερα, παίζει ξανά ένα πονηρό ρόλο γέφυρας προς την ακραία δεξιά, όπου ο λαϊκισμός ενδημεί όπως η ελονοσία στους βάλτους και όπου συναντιέται με την μηδενιστική αριστερά για να κλείσει ο κύκλος της επώασης του μοντέρνου λαϊκισμού σε υποψήφιο καθεστώς. Πρακτικό παράδειγμα, για μας, είναι η οργανική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στο ύπατο πεδίο της πολιτικής, δηλαδή στην κυβερνητική εξουσία.

Είναι καιρός και επείγει, λοιπόν,  να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία και την προτεραιότητα που έχει ο αγώνας εναντίον του λαϊκισμού, αριστερού και δεξιού συνάμα. Πρέπει γρήγορα να καταλάβουμε ότι ο αγώνας ενάντια στον λαϊκισμό δεν μπορεί να γίνει με την ραχατλίδικη τακτική που στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι, «που θα πάει, ο κόσμος θα καταλάβει από μόνος του» τον κενό λόγο των λαϊκιστών ηγετών. Οι μετρήσεις δείχνουν μια σταθερή εμμονή ενός εξαιρετικά σημαντικού μέρους του εκλογικού σώματος στην λαϊκιστική φενάκη. Εκεί θα πρέπει, επομένως, συστηματικά να στραφεί η πολεμική των φιλελεύθερων σχηματισμών με μέσα ιδεολογικής διαφώτισης και πολιτικού λόγου. Γιατί, όπως εύστοχα έχει επισημάνει εγκαίρως ό Ανδρέας Πανταζόπουλος, « η οποιαδήποτε μονοσήμαντη ορθολογική αντιμετώπιση [του λαϊκισμού] […] είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, το αρτιότερο πρόγραμμα αν υποτεθεί ότι υπάρχει, το καλλίτερα τεχνοκρατικά θεμελιωμένο, δεν έχει πιθανότητα να κατακτήσει τις ψυχές τραυματισμένων ανθρώπων, αν ταυτοχρόνως δεν συνδυαστεί, με ένα πειστικό λόγο που να μιλά με μη δημαγωγικό τρόπο στο όνομα του λαϊκού και εθνικού συμφέροντος. Η «πίστη» δηλαδή, προηγείται τρόπον τινά του προγράμματος, αυτή το καθιστά αξιόπιστο». [Α. Πανταζόπουλος, Ο Αριστερός Εθνικολαϊκισμός, 2008-2013»].

Νομίζω, επομένως, ότι είναι καιρός να καταλάβουμε ότι είναι λάθος να σπαταλάμε υπερβολικές δυνάμεις στο κατά τα άλλα, γόνιμο πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ φιλελεύθερων παρατάξεων, μεταξύ φιλελεύθερης αριστεράς και φιλελεύθερης δεξιάς. Χωρίς να υποχωρήσουμε στην συγκροτημένη ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ μας, χρειάζεται παράλληλα να συγκεντρώσουμε τα πυρά μας από κοινού, έστω και ασυντόνιστα, στην λαϊκιστική ατζέντα, για να μπορέσουμε στο τέλος να κάνουμε ουσιαστική αντιπαράθεση πάνω στα φυσικά πεδία κοινωνικής σύγκρουσης πολιτικών, και προτεραιοτήτων, αντί να αναλωνόμαστε σε ανταγωνισμός ασαφών συνθημάτων και υποσχέσεων. Με λίγα λόγια, πρέπει με τον τρόπο αυτό, να φωτίσουμε με άπλετο φως τα σημεία της ιδεολογικής διαφοροποίησης από τον λαϊκισμό, για να δίνουμε, σε καθημερινή βάση, την ευκαιρία στο κοινωνικό σώμα να σκεφτεί επί της ουσίας και να επιλέξει. Αν δεν απαλλαγούμε από την κίτρινη ομίχλη του λαϊκισμού, καθαρή πολιτική κουβέντα δεν μπορεί να γίνει.

Τα πεδία αυτά, δυστυχώς, έχουν τραγικά  συσκοτιστεί  με το απλοϊκό πολωτικό δόγμα της ασυμφιλίωτης αντιπαλότητας μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Το ότι στη πρόσφατη Ιστορία, η παραδοσιακή Ελληνική δεξιά έκανε, με ευθύνη της,  ό,τι περνούσε από το χέρι της για να οξύνει και υποθάλψει αυτή την πόλωση, απλώς και μόνο επειδή εξυπηρετούσε τα κοντόφθαλμα συμφέροντά της, δεν απαλλάσσει την φιλελεύθερη αριστερά από το βάρος της κακής επιλογής συμμάχων σε κρίσιμες περιόδους. Πάνω σε αυτές τις εσφαλμένες βάσεις, η μεν Δεξιά πρόδωσε κατάφορα τον συντηρητικό φιλελευθερισμό που κληροδότησε η Βρετανική παράδοση σε ολόκληρη τη Δύση, η δε φιλελεύθερη αριστερά, παραγκώνισε, κι αυτή, την εγγενή ιστορική  φιλελεύθερη παράδοσή της, κληρονομημένη από της Γαλλική Επανάσταση, επιχειρώντας ανοίγματα προς τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, ακόμη και αν τελικά κατέληγε να είναι ο προδομένος συνοδοιπόρος.

Σήμερα, βλέπουμε με ταραχή την Δεξιά (ΝΔ) να ανασυντάσσει με προφανή επιτυχία τις δυνάμεις με ένα διακριτό κλείσιμο του ματιού ταυτόχρονα  προς τον δημοκρατικό φιλελευθερισμό και τα ιστορικά κεκτημένα της σοσιαλδημοκρατίας (το κοινωνικό κράτος, κατά κύριο λόγο). Αντίθετα στο πεδίο της σοσιαλδημοκρατίας επικρατεί μια χαοτική αμηχανία, που εκφράζεται από τη μία με τα οργανωτικά φιάσκο της και από την άλλη με την προσφυγή του θολού δόγματος της «μεσότητας» με μορφή κενών διακηρύξεων των ίσων αποστάσεων από τη δεξιά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Σάμπως οι πολιτικές επιλογές να είναι θέμα γεωμετρικού σχεδιασμού!

Το αποτέλεσμα αυτού του χάσματος πρακτικής ιδεολογίας και πολιτικής, αρχίζει να φαίνεται ξεκάθαρα. Σημαντικά ποσοστά μετακινούνται από το «κέντρο» στην φιλελεύθερη δεξιά  (ΝΔ της περιόδου Κ. Μητσοτάκη), ενώ το ΚΙΝΑΛ μένει σχεδόν καθηλωμένο στα εκλογικά ποσοστά της προηγούμενης περιόδου της Ελιάς. Ο ΣΥΡΙΖΑ ενώ εύλογα καταρρέει πληρώνοντας τα σφάλματα διακυβέρνησής του, έχει, εν τούτοις, γερά γαντζωθεί σε ένα πέμπτο περίπου του εκλογικού σώματος, που οι ποιοτικές έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι εξακολουθεί να πιστεύει το αριστερό ψευδοπροφίλ του ακόμη κι αν είναι δυσαρεστημένοι από τις κυβερνητικές επιδόσεις του. Το πιο δυσάρεστο, όμως, είναι, ότι το ΚΙΝΑΛ δείχνει έντονες τάσεις διαδοχής του ΣΥΡΙΖΑ στον φτηνό λαϊκισμό, στο όνομα μιας απαράδεκτης τακτικής «πολιτικού ρεαλισμού». Ενός ρεαλισμού που στην ουσία του μεταχειρίζεται το εκλογικό σώμα σαν εκ γενετής πνευματικά ανάπηρο.

Μέχρις εδώ απόφυγα να αναφερθώ στο καίριο ερώτημα που προφανώς είναι «για ποιους συγκεκριμένους λόγους είναι τόσο βλαπτικός ο λαϊκισμός, ώστε να αξίζει να αναχθεί σε πρώτο στόχο των δημοκρατικών δυνάμεων;» Ας μη βιαστεί ο αναγνώστης να συναγάγει τα όποια συμπεράσματά του. Απλώς, πρόκειται για συνηθισμένο τέχνασμα «διαλογικού σχεδίου». Έχοντας,δηλαδή, μια σαφή αντίληψη της γενικόλογης ασάφειας με την οποία εξελίσσεται για πολύ καιρό τώρα ο δημόσιος πολιτικός διάλογος, θέλησα να κάνω την εισαγωγή μου στον αναγνώστη, με όρους διαισθητικής αντίληψης των πραγμάτων που είναι οικεία στο πλείστο των συμπολιτών μας. Πόνταρα, δηλαδή, στο ότι στον χώρο που αποτείνομαι, η διαισθητική αποστροφή στην έννοια του λαϊκισμού είναι ο καλός αγωγός που χρειάζομαι για να εξασφαλίσω το ενδιαφέρον τους. Τώρα το τέχνασμα έφτασε στο τέλος του και στο επόμενο κείμενο αναπόφευκτα θα πρέπει να μπω στην ουσία, ξεκινώντας από το πράγματι κεντρικό ερώτημα: Τι είναι ο μοντέρνος λαϊκισμός και γιατί είναι κοινωνικά και πολιτικά τόσο επικίνδυνος, ώστε να αξίζει να αναχθεί σε πρώτο στόχο των δημοκρατικών δυνάμεων;»