Όταν είναι κανείς μόνος η μοναξιά υπομένεται, όταν βρίσκεται μαζί με άλλους, είναι αβάσταχτη. Γιατί όταν είναι κανείς μόνος ανάμεσα στο πλήθος μοιάζει ο τόπος με μια ατέλειωτη έρημο, ενώ η απομόνωση μοιάζει με νησάκι ονειρικό. Για τους ανθρώπους που ξέρουν να μεταμορφώνουν τα πράγματα, η μοναξιά ποτέ δεν ήταν κατάσταση, πάντα είναι τόπος θυσίας, λατρείας, εξαγνισμού και εκούσιας απώλειας των χαμένων στιγμών.
Ο σκηνοθέτης Γιούχο Κουοσμάνεν («Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Ολλι Μάκι») επιβιβάζει στο «Βαγόνι αριθμός 6» τη Φινλανδή φοιτήτρια αρχαιολογίας η οποία έχει σκοπό να ταξιδέψει και να μελετήσει εκ του σύνεγγυς τα πετρογλυφικά Kanozero κοντά στην πόλη του Μουρμάνσκ. Η ερωτευμένη Λάουρα, το ταξίδι σκοπεύει να το κάνει με τον πρόσφατο αναπάντεχο ερωτά της, την ελκυστική, γεμάτη αυτοπεποίθηση και κοσμοπολίτισσα Ιρένε. Όταν όμως η Ιρένε εγκαταλείπει μόνη τη συνεσταλμένη Λάουρα στο Βαγόνι με τον αριθμό 6, με σκοπό να την ξεφορτωθεί, η μοναξιά και η απογοήτευση καταβάλουν τη χαμηλότονη φοιτήτρια. Η παρουσία του μέθυσου Ρώσου μεταλλωρύχου στο ίδιο βαγόνι κάνει το ταξίδι στον αρκτικό κύκλο, εφιάλτη και τη μοναξιά ανυπόφορη.
Η ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα της Ρόζα Λίξομ με τον ίδιο τίτλο, το οποίο είχε πάρει στη Φινλανδία το Α’ Βραβείο Λογοτεχνίας. Η ταινία κέρδισε το Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, ήταν υποψήφια για τρία Βραβεία –Καλύτερης Ταινίας, Γυναικείας και Ανδρικής Ερμηνείας– στα European Film Awards, υποψήφια για Χρυσή Σφαίρα Διεθνούς Ταινίας και η πρόταση της Φινλανδίας για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Ο σκηνοθέτης ρίχνει μέσα στο «κλουβί» του Βαγονιού με τον αριθμό 6 δύο πλάσματα αντίθετα, άγρια, επιθετικά, φοβισμένα και επικίνδυνα και περιμένει να δει πώς θα αντιδράσουν. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα, η μπόχα, η αγένεια, η βρωμιά, καταλαμβάνουν τον μικρό χώρο του βαγονιού και δίνεται η αίσθηση ότι οι επιβάτες θα σβήσουν μέσα σε αυτή την παχύρευστη αγριάδα, την πνιγηρή σκληρότητα και την αφόρητη τραχύτητα.
Το ταξίδι είναι μεγάλο. Το τρένο διασχίζει το παγωμένο τοπίο με τους μολυβένιους ουρανούς και τις χιονισμένες εκτάσεις κουβαλώντας τις μοναχικές, ξυλιασμένες υπάρξεις. Η κάμερα μέσα στο μικρό βαγόνι πλησιάζει, σχεδόν στριμώχνει τους δυο μοναχικούς μας επιβάτες και σαν άλλος μποξέρ δεν τους αφήνει να πάρουν ανάσα. Η Σέιντι Χάρλα, ως Λάουρα, ευαίσθητη, εύθραυστη, πληγωμένη και ταλαιπωρημένη προσπαθεί να ανασάνει, να εισπνεύσει μια σταλιά αέρα αυτοπεποίθησης και δεν τον βρίσκει πουθενά και ποτέ. Ο Γιούρι Μπόρισοφ ως Λιόχα κατακλύζει με την αγένεια, τη δυσοσμία, την απλυσιά και την πληθωρική αυτάρκεια το βαγόνι με τον αριθμό 6, δεν αφήνει χώρο ούτε για την τρομαγμένη Λάουρα, αλλά ούτε καν για τον ίδιο τον εαυτό του και τα λίγα καλά ευγενή κομμάτια του που κι αυτά ασφυκτιούν μέσα στη βαριά ατμόσφαιρα της βότκας και του οινοπνεύματος, της δυστροπίας και της εγκατάλειψης. Όπως έγραφε ο Άγγλος ιστορικός Edward Gibbon «Το τέλος έρχεται όταν σταματήσουμε να μιλάμε στον εαυτό μας. Είναι το τέλος της πραγματικής σκέψης και η απαρχή της τελικής μοναξιάς».
Αλλά τα μεγάλα, τα ωραία και ενδιαφέροντα ταξίδια γίνονται μέσα μας, οι άνθρωποι καλό είναι να μην ταξιδεύουν για να πάνε ντε και καλά κάπου, καλό είναι να ταξιδεύουν χάριν της κίνησης, της εναλλαγής και της γοητείας του ίδιου του ταξιδιού. Πολλές φορές οι μεγάλες παρέες δεν κάνουν καλό ταξίδι, φέρονται και λειτουργούν ως αφόρητοι τουρίστες. Οι μοναχικοί άνθρωποι είναι οι καλύτεροι και πιο γοητευτικοί ταξιδιώτες κι έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να βρουν σε ένα ταξίδι αυτά που πραγματικά αναζητούν, παρά οι μεγάλες παρέες που χάνεται ο σκοπός μέσα στην οχλαγωγία, την ευκολία και το χάχανο.
Οι ήρωες του Βαγονιού είναι δυο πλάσματα δυστυχισμένα τα οποία επειδή δεν μπορούν να επικοινωνήσουν, επειδή φοβούνται να δείξουν τα συναισθήματά τους, προσπαθούν πότε εσκεμμένα, πότε αθέλητα, να πονέσουν ο ένας τον άλλον. Οι μεγαλύτερες πληγές των ανθρώπων κακοφορμίζουν όταν ο ένας δεν μπορεί ή δεν θέλει ή δεν ξέρει τον τρόπο να εκφράσει αυτό που είναι, στον «συνταξιδιώτη» του. Γι αυτό «συνταξιδιώτες» μου προσοχή, γιατί όπως έγραφε ο Τάκης Σινόπουλος ο ποιητής μας «Κάθε καινούργιος έρωτας σου δίνει ένα άλλο πρόσωπο σε φέρνει ν’ αντιμετωπίσεις ακόμη μια φορά τη μοναξιά σου. Όταν ο έρωτας φύγει, το κενό θυμίζει χώρο εγκλήματος».