Back to basics

Μάνος Ματσαγγάνης 03 Σεπ 2012

Tο πρώτο δεδομένο αφορά τον αριθμό όσων απασχολούνται στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ. Είναι γνωστό (τεκμηριώνεται μεταξύ άλλων στις σχετικές μελέτες του Χρυσάφη Ιορδάνογλου) ότι το μέγεθος της δημόσιας απασχόλησης αυξήθηκε θεαματικά τη δεκαετία του 1980, λιγότερο θεαματικά στη συνέχεια, ενώ ανέβηκε ξανά απότομα την πενταετία 2004-2009. Επειδή κατά την πενταετία Καραμανλή δεν έγινε αισθητή κάποια ποσοτική επέκταση ή ποιοτική βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών, δικαιούται κανείς να θεωρεί ότι οι σχετικοί διορισμοί ήταν κατά κανόνα εντελώς περιττοί. Επί πλέον, το 2010 – εν μέσω Μνημονίου! – ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έμεινε στάσιμος, παρότι συνταξιοδοτήθηκαν 53.400 δημόσιοι υπάλληλοι (άρα η κυβέρνηση Παπανδρέου διόρισε άλλους τόσους). Το 2011 αποχώρησαν 42.000 δημόσιοι υπάλληλοι ενώ προσελήφθησαν 12.600 (δηλ. κάπως καλύτερα αναλογία – αλλά και αυτή η αναλογία απέχει αρκετά από το 5:1 που ψήφισε η Βουλή). Το δεύτερο δεδομένο αφορά τους μισθούς στο δημόσιο τομέα. Είναι επίσης γνωστό ότι την περίοδο πριν από την κρίση οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν σταθερά, ενώ εκείνοι των υπαλλήλων ΔΕΚΟ θεαματικά.

Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, τα ποσοστά αύξησης των μισθών (σε πραγματικούς όρους, δηλ. πάνω από τον πληθωρισμό) τη δεκαετία 2000-2009 ήταν +22,7% για το Δημόσιο και +56,8% για τις ΔΕΚΟ (έναντι +24,4% για τον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα). Εντός του Δημοσίου, η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη. Τα σχετικά στοιχεία είναι δυσεύρετα (γεγονός όχι άσχετο με το πρόβλημα). Πάντως, είναι γνωστό ότι π.χ. για τους πανεπιστημιακούς υπήρξε ασήμαντη, ενώ π.χ. για τους δικαστικούς σημαντική. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει από το Υπουργείο Οικονομικών, η μέση δαπάνη μισθοδοσίας των δικαστικών είναι σήμερα περίπου 6.500 ευρώ το μήνα.

Το τρίτο δεδομένο αφορά τη μεταχείριση των ανέργων. Από τα τελευταία στοιχεία της ΕλΣτατ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των ανέργων το Μάιο ήταν περίπου 1.150.000. Από τα τελευταία στοιχεία του ΟΑΕΔ γνωρίζουμε ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων ανέργων τον Ιούλιο ήταν 795.000, ενώ από αυτούς μόνο 187.000 ελάμβαναν επίδομα ανεργίας. (Το χειμώνα ο αριθμός των επιδοτουμένων αυξάνεται, αφού οι κύριοι ωφελημένοι του επιδόματος ανεργίας όπως λειτουργεί σήμερα είναι οι εργοδότες σε κλάδους με εποχική απασχόληση – κυρίως ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και φροντιστηρίων).

Σε κάθε περίπτωση, έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες (ίσως ένα εκατομμύριο) ανέργους που δεν λαμβάνουν καμμιά εισοδηματική ενίσχυση. Για τους 187.000 που λαμβάνουν, το σχετικό επίδομα δεν ξεπερνά τα 360 ευρώ το μήνα (από τον περασμένο Φεβρουάριο), με μέγιστη περίοδο επιδότησης 12 μήνες. Από εκεί και πέρα, ελάχιστοι (1.850 το 2010) λαμβάνουν το επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας (200 ευρώ το μήνα). Οι υπόλοιποι τίποτε.

Αντίθετα, η εργασιακή εφεδρεία στο Δημόσιο προβλέπει ότι όσοι κριθούν ως πλεονάζοντες (15.000 άτομα το 2012) θα λαμβάνουν το 60% των βασικών αποδοχών τους επί 12 μήνες (24 μήνες εάν είναι κοντά στη συνταξιοδότηση).

Από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτουν (θα έλεγε κανείς «αβίαστα») τα εξής:

Πρώτον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια διατήρησης – εάν όχι βελτίωσης – του επιπέδου δημοσίων υπηρεσιών που απολαμβάνουν οι πολίτες (περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες κτλ.) με σημαντικά λιγότερους δημόσιους υπάλληλους.

Δεύτερον: Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης μέσω στοχευμένων περικοπών των μισθών των υπολοίπων, αρχίζοντας από τις ΔΕΚΟ και από τις κατηγορίες που ωφελήθηκαν περισσότερο την προηγούμενη περίοδο (π.χ. δικαστικοί).

Τρίτον: Υπάρχουν σημαντικά κενά κοινωνικής προστασίας των ανέργων, ιδίως όσων προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα (δηλ. όλων, τουλάχιστον προς το παρόν).

Συνεπώς, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης που αναζητά τρόπους μείωσης της δημόσιας δαπάνης με τους μικρότερους δυνατούς κοινωνικούς κραδασμούς – και οι συμβολές στην αναζήτηση αυτή των «ελάσσονων» κυβερνητικών εταίρων, δηλ. του ΠΑΣΟΚ και ιδίως της ΔΗΜΑΡ – θα έπρεπε να είναι προφανείς:

1. Εκτεταμένη εφαρμογή της εργασιακής εφεδρείας. Όχι με προσυνταξιοδότηση λίγων έμπειρων υπαλλήλων (πολλοί από τους οποίους είναι πολύτιμοι), αλλά με πλήρη κατάργηση όσων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού κρίνονται περιττά.

2. Αναμόρφωση της πολιτικής μισθών στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με κριτήριο όχι την διαπραγματευτική ισχύ κάθε ομάδας, αλλά την απόδοση και την προσφορά του καθενός – με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Μια καλή αρχή θα ήταν η δημοσίευση των συνολικών αποδοχών που αντιστοιχούν σε κάθε βαθμίδα, σε κάθε υπουργείο, σε κάθε οργανισμό.

3. Μέτρα στήριξης όσων πλήττονται περισσότερο από την κρίση. Όχι με συμβολικές κινήσεις αμφίβολης αξίας τύπου «έκτακτες παροχές» ή «ειδικές ενισχύσεις σε επιμέρους ομάδες». Αλλά με γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας. Μέσω επιδομάτων (με έμφαση στις φτωχές οικογένειες με παιδιά). Αλλά και μέσω υπηρεσιών (με έμφαση στην περίθαλψη, με εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του ΕΟΠΠΥ).

Θα μου πείτε: «Μα υπάρχουν λεφτά για τέτοια». Εξαρτάται.

Με «κόκκινες γραμμές» τύπου «όχι στην εφεδρεία», «όχι στη μείωση των αποδοχών των δικαστικών» και τα παρόμοια, όχι: δεν υπάρχουν περιθώρια.

Με στοχευμένες παρεμβάσεις για τη μείωση του μεγέθους και του κόστους του κράτους (δηλ. περικοπές), και ταυτόχρονα με βαθειές τομές στη λειτουργία του (δηλ. μεταρρυθμίσεις), τότε ναι: τα δημοσιονομικά περιθώρια για τη γενναία ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας είναι μεγάλα.

Τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αλλά και τα πολιτικά. Ας αναλογιστούν, όσοι από εμάς τουλάχιστον δέχονται την ανάγκη ενός προγράμματος εξυγίανσης, ποια θα ήταν η αποδοχή του από την κοινή γνώμη, εάν η έγνοια των πολιτικών ήταν η αποκατάσταση της δικαιοσύνης και η προστασία των αδυνάτων, αντί για την υπεράσπιση των ευνοημένων ομάδων.

Δίκαιη λιτότητα. Ποτέ δεν είναι αργά.

* Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.