Βρισκόμαστε στην Αργεντινή, στις αρχές της δεκαετίας των ’80s. Ένας Ελβετός τραπεζίτης, ο Ιβάν ντε Βιλ, ταξιδεύει με τη σύζυγό του στο Μπουένος Άιρες για να αντικαταστήσει έναν συνάδελφό του, ο οποίος εξαφανίστηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, χωρίς να γνωρίζει τι τον περιμένει. Ο τραπεζίτης από την Ελβετία, στο ταξίδι του θα συναντήσει μια σειρά από σημαντικούς ανθρώπους του καθεστώτος, επιχειρηματίες, πολιτικούς και ισχυρούς παράγοντες που δρουν στο ημίφως.
Το Azor είναι μια αργεντινο-γαλλο-ελβετική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Andreas Fontana , σε σενάριο των Fontana και Mariano Llinás. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Fabrizio Rongione και Stephanie Cléau
Ο ήρωας μας είναι ένας άνθρωπος της αγοράς, από τη γνωριμία του με τους ανθρώπους του καθεστώτος και τους παρατρεχάμενους, του προσπαθεί να συνθέσει ένα παζλ που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει το τι ακριβώς συμβαίνει στη χώρα της Λατινικής Αμερικής, τι συνέβη στον συνεταίρο του, αλλά να καταλάβει και πώς πρέπει να λειτουργήσει μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, γιατί ούτε μια στιγμή δεν ξεχνά ότι είναι τραπεζίτης.
Ο σκηνοθέτης Αντρέας Φοντάνα επισημαίνει «Το να σκηνοθετείς έναν τραπεζίτη μέσα σε μια τράπεζα, δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Ένας ιδιωτικός τραπεζίτης είναι στ’ αλήθεια στο στοιχείο του όταν ταξιδεύει -κυρίως στο εξωτερικό- να βρει τον πελάτη του. Με ιντρίγκαρε η ιδέα του να τον δει κανείς ως πρωτοπόρο, έναν άποικο που πάει να κατακτήσει έναν άγνωστο κόσμο. Σαν να φτιάχνεις μια ταινία για τους κατακτητές. Και όλοι ξέρουμε τη βία που ακολουθεί την άφιξη των κατακτητών». Η ταινία προβάλλεται και στην πλατφόρμα του Cinobo.
Αζόρ σημαίνει πρόσεχε τι λες ή μάλλον λέγε λίγα, άκουσε προσεκτικά και ενέργησε χωρίς δισταγμούς. Αναζητώντας τον συνέταιρό του, ο ήρωας μας, βρίσκει τους τρόπους να επιβιώσει σε αυτό το δυστοπικό περιβάλλον που έχει απλωθεί πάνω από το Μπουένος Άιρες και ολόκληρη την Αργεντινή στην οποία η Χούντα έχει επιβάλει τον νόμο της και στον οποίο σιγά-σιγά χώνεται όλο και πιο βαθιά ο τραπεζίτης.
Τελετή μύησης στον ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα που διανθίζεται από επισκέψεις, συζητήσεις, ποτά, τσιγάρα, χαμόγελα, αβρότητες, μισόλογα και πίσω από αυτά όλα «συμβαίνουν τρομερά πράγματα» όπως λέει ο ήρωας μας, κι όλα αυτά λαμβάνουν χώρα μέσα σε πολυτελή σαλόνια, όμορφους κήπους και αστραφτερές πισίνες. Η ταινία αποτυπώνει την παρακμάζουσα μεγαλοαστική τάξη στην Αργεντινή του '80, εκεί όπου οι πολιτικοί, οι παράγοντες, οι γαιοκτήμονες, με ευγένειες και χαμόγελα αποδοχής του καθεστώτος, θέλουν ν’ αποτινάξουν τη χούντα, όχι γιατί επιθύμησαν τη Δημοκρατία αλλά γατί τους διαδέχτηκε στον αυταρχισμό και τον σκοταδισμό και δεν τους αφήνουν στην ησυχία τους και στην αλόγιστη εξουσία τους.
Ο «συνέταιρος» ντε Βιλ ψηλαφεί τη διαμορφωμένη κατάσταση στην Αργεντινή, όπως ο τυφλός το άγνωστο περιβάλλον, όπως ο άνθρωπος σε σκοτεινό χώρο στον οποίο δεν βλέπει ούτε τη μύτη και προχωρά αργά και προσεκτικά για να προλάβει τις εκπλήξεις, να προσπεράσει με αμυχές μόνο τα εμπόδια, αλλά είναι και πανέτοιμος να κάνει όλους τους απαραίτητους συμβιβασμούς, οτιδήποτε χρειαστεί για να επιβιώσει, να κερδίσει την εμπιστοσύνη των υπευθύνων, να μην ενοχλήσει το καθεστώς και πάνω απ’ όλα να βγάλει από όλη αυτή τη ζοφερή κατάσταση χρήματα, όσο δυνατόν περισσότερα χρήματα.
Ο σκηνοθέτης Αντρέας Φοντάνα σημειώνει «Αγαπώ πολύ τα αστυνομικά μυθιστορήματα, αλλά τα αφήνω πάντα πριν το τέλος τους. Όχι επειδή βαριέμαι, αλλά γιατί δεν θέλω να μάθω τη λύση, θέλω να παραμείνει ανέγγιχτο το μυστήριο. Το κινηματογραφικό σενάριο αποτελεί αφηγηματικό πρόσχημα για να ανακαλύψεις ένα ολόκληρο σύμπαν. Η έντασή του βασίζεται κυρίως στο μυστήριο το οποίο έλκει τον θεατή, αλλά που δεν έχει απαραιτήτως λύση. Αυτό είναι κάτι τυπικό της porteña (αυτής του Μπουένος Άιρες) λογοτεχνίας φαντασίας συγγραφέων όπως ο Μπόρχες και ο Κορτάσαρ. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στην καρδιά του μυστηρίου, τόσο απομακρυνόμαστε από τη λύση του».
Επιχειρηματίες, πρέσβεις, στρατιωτικοί και παραστρατιωτικοί κληρικοί, μέλη της Χούντας «πεζοναύτες εκκλησία και τραπεζίτες» όπως συμπυκνώνονται σε μια φράση δρουν γύρω από τον τραπεζίτη. Ο ήρωας προχωρά προσεκτικά μέσα σε αυτό το δαιδαλώδες πλέγμα αρμοδιοτήτων, το συνονθύλευμα συμφερόντων και το χάος των οικονομικών συναλλαγών. Αρωγός, πιθανόν εν τέλει και καθοδηγητής του ντε Βιλ σε όλη αυτή την προσπάθεια είναι η γυναίκα του που σε κάποιος σημείο λέει « Ο άντρας μου και εγώ είμαστε το ίδιο άτομο, αυτός.» Όλα αυτά σε μια χώρα με ένα καθεστώς στο οποίο όλοι ζουν με το φόβο του τι θα συμβεί αύριο.
Ο ρυθμός της ταινίας είναι αργός, νωχελικός κάποιες φορές γίνεται και ενοχλητικός, όμως ο δημιουργός ξέρει τι κάνει και το αντιλαμβάνεται και ο θεατής καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους. Όλη η ταινία είναι ένα βραδύκαυστο εγχείρημα με θέμα τον πόλεμο της εξουσίας και το πάθος της απληστίας. «Ο φόβος σε κάνει μέτριο» λέει η κυρία ντε Βιλ στον άνδρα της, αυτή είναι η θρυαλλίδα για να πάρει φωτιά ο τραπεζίτης μας και να αφήσει τις «Ελβετικές ουδετερότητες» κατά μέρος. «Η μεγάλη δύναμη του ολοκληρωτικού κράτους είναι ότι αναγκάζει αυτούς που το φοβούνται να το μιμηθούν» λέει κάπου ο Αδόλφος Χίτλερ κι αυτός κάτι ξέρει από αυτά τα πράγματα.