Είναι πασιφανές όταν μιλάμε περί παραγόμενου εθνικού πλούτου ότι αυτό δεν συνιστά προϊόν μιας κανονιστικής, νομοθετικής διαδικασίας που επιβάλλεται ή διατάσσεται, αντίθετα είναι αποτέλεσμα κατά πρώτον, επαναλαμβανόμενα σκληρής εργασίας, αυστηρά στοχοθετημένης και πειθαρχημένης που την διαμοίραση του παραγόμενου προϊόντος αυτής της εργασίας απολαμβάνουν οι πολίτες μιας χώρας που λειτουργούν στο πλαίσιο ενός κράτους με κοινωνικό περιεχόμενο και αυξημένη αντίληψη συλλογικότητας.
Και κατά δεύτερον, αποταμιευτικής λογικής που ενυπάρχει στο σώμα της κοινωνίας, κάτι βεβαίως που προϋποθέτει ένα υγιές τραπεζικό σύστημα που αποπνέει εμπιστοσύνη, ασφάλεια και συναλλακτική φερεγγυότητα στους πολίτες.
Κατ΄αρχάς , γενικώτερα ο ορισμός του κατώτατου μισθού ή ενός ελάχιστα εγγυημένου εισοδήματος έχει αξία στο πλαίσιο της εφαρμογής Πολιτικών στήριξης της απασχόλησης , αντιμετώπισης της Ανεργίας και ενίσχυσης μεσομακροπρόθεσμα του εισοδήματος.
Η οποιαδήποτε , από την άλλη , σοβαρή συζήτηση περί αύξησης του κατώτατου μισθού θα προϋπέθετε συζήτηση περί του νέου προτύπου κατανάλωσης που έχει ανάγκη η χώρα μέσω εγχωρίως παραγομένων πρώτων υλών - προϊόντων που με τη σειρά τους θα μετασχηματιστούν σε καταναλωτικά προϊόντα και όχι μέσω εισαγόμενων πρώτων υλών που δεν παρέχουν προστιθέμενη αξία στην οικονομία και δεν αφορούν εγχώρια εισοδήματα αλλά αντίθετα εισοδήματα για ξένους.
Σε αυτή ακριβώς την περίπτωση λοιπόν και μη λαμβανομένης υπόψη της προϋπόθεσης μεταβολής του σκεπτικού σύνθεσης της καταναλωτικής δαπάνης η οποιαδήποτε επικαλούμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μέσω νομοθετικής ρύθμισης αυτό που θα κατάφερνε είναι η περαιτέρω ενίσχυση και τόνωση των εισαγωγών με ταχεία επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και βεβαίως η ενίσχυση των ξένων εισοδημάτων με δυσμενείς σωρευτικά επιπτώσεις στην ανεργία.
Έχει μεγάλη σημασία λοιπόν να γίνει απολύτως ξεκάθαρο και κατανοητό ότι μόνον αν καταλήξουμε στο νέο πρότυπο παραγωγής- κατανάλωσης στο πλαίσιο υιοθέτησης ενός εθνικού μεταμνημονιακού σχεδίου τότε και μόνον τότε να αρχίσει ο γόνιμος και εποικοδομητικός κατά τα άλλα διάλογος σχετικά με την αναγκαιότητα αύξησης του κατώτατου μισθού ή όχι. Στην παρούσα δύσκολη και πολύπλοκη συγκυρία που εγκλωβίζονται άκαιρα κλαδικοί φορείς εργοδοσίας -εργαζομένων αλλά και φορείς της κυβέρνησης με διάφορου τύπου δηλώσεις στερείται από τη μια νοήματος και από την άλλη λειτουργεί ως τροχοπέδη που δυναμιτίζει την δυναμική επίλυση του προβλήματος ανάκαμψης της Οικονομίας καθώς είναι αδιανόητο οι όποιες τυχόν αυξήσεις να μην συνδεθούν με την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Έχει πολλαπλώς μνημονευθεί ότι ο παραγόμενος πλούτος προηγείται της διαμοίρασης του αποτελέσματος της εργασίας καθώς η ανάποδη προσέγγιση βαραίνει τη λειτουργία του κοινωνικού κράτους , εκτρέπει τον δανεισμό μιας χώρας και είναι μεσομακροπρόθεσμα πηγή αναπαραγωγής κρίσης.
Επί πολλές προηγούμενες δεκαετίες ανέξοδα και αβασάνιστα παρατηρούσαμε τους Ελληνες Πολιτικούς να υπόσχονται τα πάντα στο όνομα μιας επίπλαστης και εύθραυστης ευημερίας που βασίστηκε σε δανεικά χρήματα ως προϊόν εκτεταμένου και ανορίωτου δανεισμού και όχι παραγωγής πλούτου.
Αντί αυτού θα έπρεπε μάλλον να εστιάσουν στην υιοθέτηση έξυπνων Πολιτικών ενίσχυσης της απασχόλησης με έμφαση στη δημιουργικότητα και καινοτομία, με αξιοποίηση των ταλέντων και δεξιοτήτων της νέας γενιάς καθώς μέσα στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής σκεπτικού θα βασίζονταν η αναγέννηση της νέου τύπου Οικονομίας , όπως επιτάσσει η 4η Βιομηχανική Επανάσταση και οι ανάγκες της νέας ψηφιακής Οικονομίας.