Το ότι το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού κράτους είναι η εφαρμογή όσων αποφασίζει η νομοθετική του «εξουσία» είναι γνωστό τοις πάσι.
Το ότι το πρόβλημα θεωρείται άλυτο αποτελεί επίσης πεποίθηση πολλών συμπολιτών μας οι οποίοι αρέσκονται σε διαγνώσεις του τύπου «όλοι ίδιοι είναι»…
Το ότι τα κόμματα που είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης επί 40 χρόνια δεν έκαναν καμία σοβαρή προσπάθεια να λύσουν το «ενδημικό» αυτό πρόβλημα, δεν απαλλάσσει τους νυν από την ευθύνη τους να το αντιμετωπίσουν. Αλλά, απ’ ότι δείχνουν, δεν έχουν καμία διάθεση να το κάνουν. Προτιμούν να ακολουθούν κατά πόδας τους προηγούμενους. Κι έτσι, εξακολουθούμε να πορευόμαστε, δημιουργώντας κι άλλους χάρτινους νόμους…
Ένα τέτοιο δείγμα γραφής είχαμε αυτές τις μέρες. Συζητείται στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που δίνει τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής στα διοικητικά δικαστήρια. Μέχρι τώρα υπήρχε μια αμφιλεγόμενη κατάσταση, όπου η διαταγή πληρωμής (κατά του δημοσίου) εκδιδόταν από τα πολιτικά δικαστήρια. Ο Άρειος Πάγος, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας, όταν έπρεπε να αποφανθεί εάν οι απαιτήσεις που στρέφονται κατά του κράτους μπορούν να εκδικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια, έχει νομολογήσει τόσο θετικά όσο και αρνητικά.
Η προηγούμενη συγκυβέρνηση προώθησε σχέδιο νόμου με το οποίο έδινε τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής και στα διοικητικά δικαστήρια. Η νέα συγκυβέρνηση που ανέλαβε να ολοκληρώσει εκείνο που η προηγούμενη δεν πρόλαβε, δεν μπήκε καν στον κόπο να νοιαστεί για την εφαρμοστικότητα της ρύθμισης: Έτσι, το σχέδιο νόμου ορίζει ότι προκειμένου να πληρωθεί κάποιος που αποδεδειγμένα έχει ολοκληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις με το δημόσιο, θα πρέπει να περιμένει μέχρι να ολοκληρωθεί ο προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου! Θα πρέπει, δηλαδή, να περιμένει- και να χάνει χρήματα- έως ότου το κράτος ρυθμίσει τις εσωτερικές του υποθέσεις.
Στις ενστάσεις μας για το παράλογο το πράγματος, και ότι εν τέλει, η ρύθμιση δεν προκειται να εφαρμοστεί, η υπουργική απάντηση ήταν αμήχανη: «Μα τι άλλο να κάνουμε; Δεν μπορεί να μην υπάρχει ο προληπτικός έλεγχος…». Αφοπλιστικό το «έτσι γίνονται τα πράγματα». Αφοπλιστική και η παραδοχή ότι εμείς νομοθετούμε και κάποιος άλλος, εκεί έξω, πρέπει να νοιαστεί για να εφαρμοστεί ο νόμος.
Είναι εύκολο καταφύγιο το να θυμάται κανείς τη διάκριση των εξουσιών και να «πετάει το μπαλάκι» κατά το κοινώς λεγόμενο στην εκτελεστική λειτουργία του κράτους όταν αυτό βολεύει. Μια τέτοια ρύθμιση που «λύνει» ένα θέμα ενώ δεν λύνει, πρακτικώς, κανένα δεν θα είχε καμία τύχη σε ευρωπαϊκή χώρα που εφαρμόζει την προκοινοβουλευτική ανάλυση επιπτώσεων. Όταν, δηλαδή, η ρύθμιση δεν έχει εχέγγυα εφαρμογής που να προκύπτουν από τεκμηριωμένη μελέτη και ανάλυση, τότε δεν προωθείται.
Παρ’ ημίν εξακολουθεί, όμως, να κρατεί η αντίληψη ότι η νομοθετική λειτουργία είναι για να ορίζει τι πρέπει να γίνει και η εκτελεστική για το εφαρμόζει. Εάν ο καθένας «κάνει τη δουλειά του» χωρίς να νοιάζεται για τον άλλον, τότε οι πολίτες, αυτοί υπέρ των οπίων θα έπρεπε να νομοθετούμε, θυσιάζονται. Η μη εφαρμογή των νόμων μπορεί να έχει ευεργετικές επιπτώσεις σ’ εκείνους που έπραξαν τα «δέοντα» ή και σ’ εκείνους που έκαναν το κατά δύναμη. Σίγουρα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στους πολίτες, δηλαδή, σ΄ εκείνους υπέρ των οποίων και χάριν των οποίων «κάνουμε τη δουλειά μας.